Hellhound on my tail - Mέρος Α΄
Ανέκαθεν ήμουν φανατική γατόφιλη. Όχι πως δεν αγαπώ τους σκύλους. Απλώς οι γάτες πάντα αποτελούσαν για μένα μεγαλύτερη πρόκληση. Οι σκύλοι ήταν πάντοτε πρόθυμοι να με πλησιάσουν και ν΄ αποδείξουν ότι δεν φέρουν αδίκως τον τίτλο του καλύτερου φίλου του ανθρώπου. Οι γάτες όμως ήταν άλλη υπόθεση. Διαρκώς επιφυλακτικές και καχύποπτες, γίνονταν καπνός μόλις έβλεπαν την παραμικρή λάθος κίνηση, αδιαφορώντας για την καλή τους φήμη.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου προσπαθούσα να τις πλησιάσω με λάθος τρόπο. Τις μπουγέλωνα και τις κυνηγούσα ανηλεώς στο προαύλιο του σχολείου και όπου αλλού τις έβρισκα. Με τον καιρό διαπίστωσα ότι μικρές μπουκιές ψωμιού και τεράστια αποθέματα υπομονής ήταν σαφώς πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να εξημερωθούν οι ωραίες άπιαστες των δρόμων. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει απ' τη ζωη μου εκατοντάδες απ' αυτές, και θα μπορούσα να γράψω διατριβή για την ιδιοσυγκρασία της γάτας. Ο σκύλος, από την άλλη, παρέμεινε για μένα το συμπαθητικό αλλά άνευ ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος τετράποδο που σου κουνάει την ουρά, του χαϊδεύεις το κεφάλι, μένετε και οι δυο ευχαριστημένοι, κι αυτό είν' όλο. Θέλω να πω, ένας σκύλος δεν μπορεί να σου τραβήξει πολλή ώρα την προσοχή. Σωστά;
Σωστά.
Εκτός αν τον λένε Φιντέλ.
"Είναι πολύ καλός χαρακτήρας, ήσυχος σαν αρνάκι. Όλη τη μέρα θα κοιμάται, ούτε θα καταλάβετε ότι υπάρχει σκυλί στο σπίτι", μας είπε η ιδιοκτήτρια του πετ-σοπ απ' όπου εγώ και ο φίλος μου ο Νίκος αγοράσαμε το κοντούλικο, έξι μηνών μπασέ χάουντ -που τότε ήταν απλώς ο Ανώνυμος Σκύλος. Αναρωτήθηκα τι νόημα έχει να υπάρχει ένα σκυλί στο σπίτι αν κοιμάται όλη μέρα, αλλά δεν είπα τίποτε. Ούτε το γεγονός ότι η γυναίκα μάς έκοψε 200 ευρώ από την αρχική τιμή πώλησης έκανε εντύπωση σε μένα και στον Νίκο. Απλώς σκεφτήκαμε ότι κατάλαβε πόσο πολύ τον ήθελε ο φίλος μου και, ψυχοπονιάρα καθώς ήταν, του έδωσε την ευκαιρία να τον αποκτήσει. Κούνια που μας κούναγε!
Ο Νίκος, έπειτα από πολλή σκέψη και την απόρριψη δεκάδων άλλων ονομάτων, τον ονόμασε Φιντέλ, "πιστό". Αργότερα θα σκεφτόμουν ότι αυτή η επιλογή ήταν προφητική. Ο Φιντέλ μάς βγήκε επαναστάτης, ξεροκέφαλος και ισχυρογνώμων, σαν τον κουβανό συνονόματό του. Αρχικά, σύμφωνα με το σατανικό σχέδιο της ιδιοκτήτριας του πετ-σοπ, στο οποίο το σκυλί –είμαι απολύτως σίγουρη γι' αυτό– είχε συναινέσει, ο Φιντέλ ήταν η αθωότητα προσωποποιημένη. Κοιμόταν μακαρίως όλη μέρα, τόσο που ο Νίκος άρχισε ν' ανησυχεί μήπως έχει κάποιο πρόβλημα, και δεν σκαρφάλωνε πουθενά. Όπως θα διαπίστωνα αργότερα, οι ορειβατικές ανησυχίες του μεγάλωσαν μαζί με τα κοντόχοντρα ποδαράκια του.
Ο καιρός πέρασε, ο Φιντέλ μεγάλωσε –κυρίως κατά μήκος– κι έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Νίκου, αλλά και της δικής μου. Στις συνηθισμένες αυτοκινητάδες μας στο Σούνιο τώρα ακολουθούσε κι εκείνος. Έριχνε τρεχάλες στις παραλίες, έπαιζε με όποιο σκυλί εμφανιζόταν στον ορίζοντα, κυνηγούσε την ουρά του, και γενικά έκανε ό,τι κάνει συνήθως ένα κουτάβι. "Τι γλυκό σκυλάκι", "Πω, πω, ένας κούκλος", "Τι καλό ζώο", έλεγαν οι περαστικοί και τον χάιδευαν εκστασιασμένοι. Ο Νίκος κάθε τόσο μου εξιστορούσε τις χαριτωμένες σκανταλιές του και γελούσαμε. Ξίνισα λίγο τα μούτρα μου όταν μου ανακοίνωσε ότι το σκυλί είχε αποκτήσει την έξη να μασουλίζει τα φυτά της βεράντας του, που με κόπο και ατέλειωτα πηγαινέλα στο φυτώριο είχαμε μετατρέψει σε ζούγκλα, αλλά το κατάπια. Ε, ζώο ήταν, τι να κάνει, να το σκοτώσει; Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια…
"Πρέπει να πάω στο Βόλο για μια δουλειά. Θα λείψω τέσσερις μέρες", μου ανακοίνωσε μια ωραία πρωία ο Νίκος κι αφού είχαμε να ιδωθούμε σχεδόν ένα μήνα γιατί δούλευε σαν τρελός. "Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου, να προσέχεις τον Φιντέλ;"
"Χρωστάς ταινίες στο βιντεοκλάμπ;" τον ρώτησα.
"Όχι", μου απάντησε.
"Ωραία. Θα δω όλα τα θρίλερ. Θα μου γεμίσεις το ψυγείο με κοκακόλες λάιτ;"
"Ναι".
"Θα μου αφήσεις το φορητό να δουλέψω;"
"Εννοείται".
"Έχει λήξει η σύνδεσή σου στο Δίκτυο;"
"Όχι".
"Είναι πιο ωραία η Σκλεναρίκοβα από μένα;"
"Απλώς είστε διαφορετικές".
Γαμώ το. Πάντα η ίδια απάντηση.
"Τέλος πάντων… Θα έρθω να τον προσέχω", είπα.
Ξέχασα να ρωτήσω το πιο σημαντικό: εμένα ποιος θα με πρόσεχε;
Να ΄μαι λοιπόν έξω από το διαμέρισμα του Νίκου, με το σακίδιό μου και τα συμπράγκαλά μου, έτοιμη για ένα ήσυχο τετραήμερο με τον Φιντέλ. Θα ετοίμαζα τις μεταφράσεις μου, θα έβλεπα τις ταινίες μου –είχα ήδη σηκώσει κάμποσες από το βιντεοκλάμπ– και αργότερα θα την άραζα στη βεράντα και θα απολάμβανα τις ανοιξιάτικες βραδιές.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Αντίκρισα ένα πεδίο μάχης. Στο πάτωμα κείτονταν μαξιλάρια από τον καναπέ, ένα πλαστικό μπούτι κοτόπουλου, μια σκισμένη πετσέτα μπάνιου, παράταιρες κάλτσες, μια ψάθινη σαγιονάρα, ένα μισοφαγωμένο γουρουνίσιο αφτί –αληθινό αφτί, απ’ αυτά που με κάποιο τρόπο αποξηραίνουν και μετατρέπουν σε μεζεδάκια για σκυλιά. Μέχρι να καταγράψει ο εγκέφαλός μου την εικόνα, άκουσα ένα ποδοβολητό, ο Φιντέλ όρμησε από τη μισάνοιχτη πόρτα της βεράντας, έδωσε έναν πήδο, προσγειώθηκε πάνω μου και άρχισε να μου γλείφει… όχι… να μου σαλιώνει τα χέρια.
«Κάτσε καλά, βρε σατανά. Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω», του είπα, και το εννοούσα. Η μαλαγανιά πάντα αποδίδει.
Άφησα κάτω το σακίδιό μου και τον χάιδεψα για λίγο ενώ εκείνος έκανε σαν σεληνιασμένος, αφήνοντας άσπρες τρίχες στα ρούχα μου και σοβαντίζοντάς τα με σάλια.
«Πάμε έξω, να δω τα φυτά», του είπα, έχοντας ακόμα καλή διάθεση. Με ακολούθησε.
Όταν βγήκα στη βεράντα κατάλαβα τι ακριβώς εννοούν μετεκλογικά οι νικητές όταν λένε "παραλάβαμε καμένη γη". Αν είχαν περάσει ακρίδες θα είχαν πιο ελεητική διάθεση απέναντι στα φυτά. Τα πλατιά φύλλα της μπανανιάς κρέμονταν χαλαρά σαν αφτιά αφρικανικού ελέφαντα, σκισμένα και κιτρινισμένα. Η φτέρη είχε γίνει παρελθόν. Εκεί που κάποτε θέριευαν τα κατσαρά φύλλα της τώρα υπήρχαν τσακισμένα κοτσάνια. Την ίδια τύχη είχαν οι τηλέγραφοι. Το κατάξερο και κοκαλωμένο πτώμα ενός φίκου στεκόταν άκαμπτο μέσα σε μια γλάστρα, χωρίς το χώμα του, με τις παραμορφωμένες και μασουλημένες ρίζες του εκτεθειμένες. Ο πάπυρος μάς είχε αφήσει χρόνους, ο βασιλικός και το δεντρολίβανο δεν θα μπορούσαν ποτέ πια να νοστιμίσουν μια μακαρονάδα ή ένα αρνάκι στο φούρνο. Το κουφάρι της ορτανσίας θα κατάφερνε να αναγνωρίσει μόνο ένας ιατροδικαστής-γεωπόνος, ενώ η θαλερή στεφανωτή που είχα δωρίσει στον Νίκο και που είχε γεμίσει κερένια, ευωδιαστά ανθάκια λίγες βδομάδες αργότερα, έμοιαζε με σαφρακιασμένο παλιοχόρταρο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κοιτούσα και ξανακοιτούσα ολόγυρα, αδυνατώντας να χωνέψω ότι ένα σκυλί είχε καταφέρει να προκαλέσει τέτοια καταστροφή. Αναπόλησα με μελαγχολία τα νωχελικά καλοκαιρινά απογεύματα που είχα περάσει σ’ αυτό τον, μέχρι τότε, κρεμαστό κήπο των Εξαρχείων, απολαμβάνοντας το καφεδάκι μου. Nevermore!
Η υπόλοιπη βεράντα είχε το μαύρο της το χάλι. Παντού υπήρχαν ροκανισμένες, άδειες πλαστικές γλάστρες και πιατάκια, χώματα, μισοφαγωμένα παπούτσια, ξεριζωμένα και τσαλαπατημένα φυτά, σκόρπια σκυλοπαίχνιδα. Το χειρότερο όμως ήταν οι διάσπαρτες, διαφόρων μεγεθών τούρτες που με μεγάλη επιμέλεια είχε φτιάξει ο Φιντέλ. Είχα ακούσει ότι ο κώλος της κατσίκας είναι καλλιτέχνης γιατί φτιάχνει κομπολόγια, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένας σκυλίσιος κώλος θα είχε τόσο δημιουργικές τάσεις. Διάβολε! Τι είχε φάει από το πρωί και είχε κατορθώσει να καλύψει με σκατό μισό στρέμμα βεράντα; Κάπως σαν εμένα πρέπει να ένιωσε ο Ηρακλής όταν είδε για πρώτη φορά την κόπρο του Αυγεία. Μόνο που εγώ δεν είχα εύκαιρο ένα ποτάμι –πώς θα τα έβγαζα πέρα με το κουραδομάνι; Τότε κατάλαβα με φρίκη τη χρησιμότητα της μεγάλης σπάτουλας που ο Νίκος είχε αφήσει διακριτικά μέσα στη σακούλα πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας, δίπλα στο ρολό με το χαρτί κουζίνας. Αναστέναξα βαριά και έφερα στο μυαλό μου τη Λούνα, τη γάτα της συγκατοίκου μου, που έκανε τη δουλειά της στη λεκάνη της και στη συνέχεια σκέπαζε τις καλλιτεχνίες της με άμμο, ώστε να μη σκανδαλίζονται τα δίποδά της.
Ωστόσο οι αναπολήσεις δεν βοηθούσαν. Έπρεπε να καθαρίσω. Έπιασα τη σπάτουλα κι έκανα την πρώτη απόπειρα. Τι μπόχα! Μου ήρθε λιποθυμία. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Τσάμπα είχα δει τόσες ταινίες με ψυχοπαθείς δολοφόνους κι εγκλήματα; Χρειαζόμουν λίγη Βιξ για τα ρουθούνια μου. Αυτό κάνουν οι ιατροδικαστές όταν εξετάζουν τα πτώματα και, πίστεψέ με, το σκατό του Φιντέλ μύριζε σαν ψοφίμι. Έτρεξα στο μπάνιο. Πουθενά Βιξ. Βρήκα μόνο τις κολόνιες του Νίκου. Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι, σκέφτηκα. Έριξα στη μύτη μου άφθονη Λαλίκ και επέστρεψα στο ναρκοπέδιο. Γάτες και πάλι γάτες, σκέφτηκα καθώς ξεκολλούσα από το πάτωμα την πρώτη τούρτα...
Η ώρα ήταν δέκα το πρωί. Είχα κοιμηθεί σαν κούτσουρο όλη τη νύχτα, αφού πρώτα είχα δουλέψει, μαζέψει το δεύτερο γύρο σκατού -το βραδινό αυτή τη φορά- στη βεράντα, και τακτοποιήσει όπως όπως το χάλι που είχε προκαλέσει ο Φιντέλ. Σηκώθηκα και πέρασα το οδόφραγμα που είχα στήσει στο χωρίς πόρτα κατώφλι της κρεβατοκάμαρας για να μην μπαίνει μέσα το σκυλί: ένα παιδικό καροτσάκι που ο Νίκος είχε μετατρέψει σε τραπεζάκι του καφέ, μια βαλίτσα, έναν ανεμιστήρα δαπέδου και το σακίδιό μου. Μπήκα στο μπάνιο. Ο Φιντέλ, που όλη τη νύχτα κοιμόταν πιστός φρουρός στο διάδρομο έξω από την κρεβατοκάμαρα, έσπρωξε με το κεφάλι του την πόρτα –που, να ληφθεί υπόψη, δεν έκλεινε ούτε κλείδωνε– και μπήκε μέσα.
«Φιντέλ, δίνε του. Ακόμα και ο βασιλιάς πάει μόνος του στη χέστρα».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν πείστηκε.
Ξάπλωσε στο πάτωμα, ακούμπησε το κεφάλι του στα μπροστινά πόδια του και με κοίταξε σοβαρός. Ένιωσα πολύ αμήχανα. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο μου ΄χει συμβεί να κάθομαι στη λεκάνη της τουαλέτας με το βρακί κατεβασμένο και ένα σκυλί να με παρατηρεί επίμονα.
«Βγες έξω, βρε ματάκια!» είπα.
Καμία αντίδραση.
«Πιάσε, Φιντέλ!» είπα και πέταξα έξω ένα ρολό χαρτιού τουαλέτας. Το σκυλί τινάχτηκε από το μπάνιο σαν σφαίρα. Θρίαμβος!
Όχι ακριβώς.
Όταν βγήκα από την τουαλέτα, τον βρήκα στο σαλόνι. Με κοίταξε περιχαρής. Παντού ολόγυρα υπήρχε σκορπισμένος άσπρος χαρτοπόλεμος.
«Το κωλόχαρτο!» ψέλλισα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
Πανικός… Ήμουν αναμαλλιασμένη, με τη χαχόλικη μακό μπλούζα που φορούσα στον ύπνο κι ένα σπίτι διακοσμημένο με τα απομεινάρια του κωλόχαρτου που είχε ξεσκίσει ο Φιντέλ.
"Ποιος είναι;" φώναξα, χωρίς ν’ ανοίξω την πόρτα.
"Ο κύριος Χατζηγούλας".
Τι όνομα!
"Ποιος κύριος Χατζηγούλας;"
"Ο γείτονας του πρώτου ορόφου. Ανοίξτε μου!"
Ωχ!
Ο Νίκος μου είχε μιλήσει για τον από κάτω. Αν ήταν ταύρος, ο Φιντέλ θα ήταν το κόκκινο πανί. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω να μπει μέσα.
"Δεν μπορώ να σας ανοίξω, με βγάλατε από το μπάνιο", είπα, επιχειρώντας να τον πιάσω στο φιλότιμο μπας και τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. "Τι θέλετε;"
"Τον κύριο Λεντάκη".
"Απουσιάζει εκτός Αθηνών. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;"
"Μ΄ ενοχλούν τα νυχάκια του σκύλου στο παρκέ!" βρυχήθηκε.
"Και τι θέλετε να κάνω; Να του τα ξεριζώσω με τανάλια;" ρώτησα.
"Με ειρωνεύεστε, δεσποινίς;"
Δεσποινίς; σκέφτηκα. Αν δεν ήξερα πού μένεις, θα ζητούσα τη διεύθυνσή σου για να σου στείλω γλαδιόλες.
Ο Φιντέλ θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη για να σηκωθεί στα πισινά του πόδια, να αγκαλιάσει με τα μπροστινά του τον μηρό μου και ν΄ αρχίσει να κουνιέται μπρος-πίσω σε μια έξαρση σεξουαλικού οίστρου.
"Παράτα με ήσυχη, βρε τραχανά!" φώναξα και τον έσπρωξα πέρα.
"Τραχανά; Δεν φτάνει που ενοχλείτε, με βρίζετε κι από πάνω;" γκάριξε έξαλλος πίσω από την πόρτα ο γείτονας.
"Δεν το είπα σε σας, κύριε Χατζημούλε, στο σκυλί μιλούσα".
"Χατζηγούλας! Όχι Χατζημούλος!"
"Δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας, κύριε Χατζηγούλα. Επιτέλους δεν σκάβει στο παρκέ, απλώς περπατάει το καημένο".
"Εμένα μ΄ ενοχλεί!"
Χέστηκα…
"Κύριε Χατζηγούλα, είμαστε δέκα μέτρα από την Ιπποκράτους. Γίνεται χαμός απ΄ τα μηχανάκια και τ΄ αυτοκίνητα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τα νύχια του σκυλιού σας πείραξαν;"
"ΝΑΙ!"
Έπειτα από τις πρώτες διαμαρτυρίες του γείτονα, ο Νίκος είχε βάλει χαλί στο σαλόνι. Κι ο Τυραννόσαυρος Ρεξ να περπατούσε επάνω είναι αμφίβολο αν θα ακούγονταν τα νυχάκια του. Όμως ο τύπος ήταν αποφασισμένος: ο Φιντέλ ήταν ο Εχθρός και έπρεπε να εξοντωθεί. Κατάλαβα ότι δεν θα έβγαζα άκρη.
"Εντάξει. Θα μεταφέρω τα παράπονά σας στον ιδιοκτήτη του μόλις επιστρέψει", του είπα.
"Και τι θα κάνω εγώ μέχρι τότε;" γκρίνιαξε.
Χαρακίρι, ελπίζω.
"Υπομονή, κύριε Χατζημούλε", απάντησα, παραλλάζοντας σκόπιμα αυτή τη φορά το επώνυμό του.
"ΧΑΤΖΗΓΟΥΛΑΣ!!!" φώναξε μ΄ όλη του τη δύναμη.
"Θα το βουλώσετε επιτέλους; Ζώα, ε ζώα!" αντήχησε ξαφνικά μια φωνή στο κλιμακοστάσιο.
Αυτός σίγουρα ήταν ο αντικειμενικός παρατηρητής.
"Να το βουλώσεις εσύ!" φώναξε ο κύριος Χατζηγούλας κι απομακρύνθηκε στο διάδρομο βρίζοντας θεούς και δαίμονες, απειλώντας ότι θα μας δείξει αυτός, ότι θα μας κάνει μήνυση, ότι θα κανονίσει το βρωμόσκυλο.
Άκουσα με τη φαντασία μου τον Τζον Πολ Γιανγκ να τραγουδάει το Love is in the air.
Επέστρεψα στο γραφείο του Νίκου συλλογισμένη. Μου ΄ρθε στο μυαλό μια παροιμία που έλεγε η γιαγιά μου. Πήρα ένα λευκό χαρτί, την έγραψα επάνω με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο, βρήκα σελοτέιπ και κόλλησα το φύλλο στην εξώπορτα του διαμερίσματος. Την επόμενη φορά που ο κύριος Χατζηγούλας θα ανέβαινε να διαμαρτυρηθεί θα μάθαινε πως:
Να, κάτι τέτοια κάνω ενώ θα έπρεπε να αντιμετωπίζω με σοβαρότητα και ωριμότητα τις καταστάσεις. Ουαί!
(Συνεχίζεται)
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου προσπαθούσα να τις πλησιάσω με λάθος τρόπο. Τις μπουγέλωνα και τις κυνηγούσα ανηλεώς στο προαύλιο του σχολείου και όπου αλλού τις έβρισκα. Με τον καιρό διαπίστωσα ότι μικρές μπουκιές ψωμιού και τεράστια αποθέματα υπομονής ήταν σαφώς πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να εξημερωθούν οι ωραίες άπιαστες των δρόμων. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει απ' τη ζωη μου εκατοντάδες απ' αυτές, και θα μπορούσα να γράψω διατριβή για την ιδιοσυγκρασία της γάτας. Ο σκύλος, από την άλλη, παρέμεινε για μένα το συμπαθητικό αλλά άνευ ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος τετράποδο που σου κουνάει την ουρά, του χαϊδεύεις το κεφάλι, μένετε και οι δυο ευχαριστημένοι, κι αυτό είν' όλο. Θέλω να πω, ένας σκύλος δεν μπορεί να σου τραβήξει πολλή ώρα την προσοχή. Σωστά;
Σωστά.
Εκτός αν τον λένε Φιντέλ.
"Είναι πολύ καλός χαρακτήρας, ήσυχος σαν αρνάκι. Όλη τη μέρα θα κοιμάται, ούτε θα καταλάβετε ότι υπάρχει σκυλί στο σπίτι", μας είπε η ιδιοκτήτρια του πετ-σοπ απ' όπου εγώ και ο φίλος μου ο Νίκος αγοράσαμε το κοντούλικο, έξι μηνών μπασέ χάουντ -που τότε ήταν απλώς ο Ανώνυμος Σκύλος. Αναρωτήθηκα τι νόημα έχει να υπάρχει ένα σκυλί στο σπίτι αν κοιμάται όλη μέρα, αλλά δεν είπα τίποτε. Ούτε το γεγονός ότι η γυναίκα μάς έκοψε 200 ευρώ από την αρχική τιμή πώλησης έκανε εντύπωση σε μένα και στον Νίκο. Απλώς σκεφτήκαμε ότι κατάλαβε πόσο πολύ τον ήθελε ο φίλος μου και, ψυχοπονιάρα καθώς ήταν, του έδωσε την ευκαιρία να τον αποκτήσει. Κούνια που μας κούναγε!
Ο Νίκος, έπειτα από πολλή σκέψη και την απόρριψη δεκάδων άλλων ονομάτων, τον ονόμασε Φιντέλ, "πιστό". Αργότερα θα σκεφτόμουν ότι αυτή η επιλογή ήταν προφητική. Ο Φιντέλ μάς βγήκε επαναστάτης, ξεροκέφαλος και ισχυρογνώμων, σαν τον κουβανό συνονόματό του. Αρχικά, σύμφωνα με το σατανικό σχέδιο της ιδιοκτήτριας του πετ-σοπ, στο οποίο το σκυλί –είμαι απολύτως σίγουρη γι' αυτό– είχε συναινέσει, ο Φιντέλ ήταν η αθωότητα προσωποποιημένη. Κοιμόταν μακαρίως όλη μέρα, τόσο που ο Νίκος άρχισε ν' ανησυχεί μήπως έχει κάποιο πρόβλημα, και δεν σκαρφάλωνε πουθενά. Όπως θα διαπίστωνα αργότερα, οι ορειβατικές ανησυχίες του μεγάλωσαν μαζί με τα κοντόχοντρα ποδαράκια του.
Ο καιρός πέρασε, ο Φιντέλ μεγάλωσε –κυρίως κατά μήκος– κι έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Νίκου, αλλά και της δικής μου. Στις συνηθισμένες αυτοκινητάδες μας στο Σούνιο τώρα ακολουθούσε κι εκείνος. Έριχνε τρεχάλες στις παραλίες, έπαιζε με όποιο σκυλί εμφανιζόταν στον ορίζοντα, κυνηγούσε την ουρά του, και γενικά έκανε ό,τι κάνει συνήθως ένα κουτάβι. "Τι γλυκό σκυλάκι", "Πω, πω, ένας κούκλος", "Τι καλό ζώο", έλεγαν οι περαστικοί και τον χάιδευαν εκστασιασμένοι. Ο Νίκος κάθε τόσο μου εξιστορούσε τις χαριτωμένες σκανταλιές του και γελούσαμε. Ξίνισα λίγο τα μούτρα μου όταν μου ανακοίνωσε ότι το σκυλί είχε αποκτήσει την έξη να μασουλίζει τα φυτά της βεράντας του, που με κόπο και ατέλειωτα πηγαινέλα στο φυτώριο είχαμε μετατρέψει σε ζούγκλα, αλλά το κατάπια. Ε, ζώο ήταν, τι να κάνει, να το σκοτώσει; Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια…
"Πρέπει να πάω στο Βόλο για μια δουλειά. Θα λείψω τέσσερις μέρες", μου ανακοίνωσε μια ωραία πρωία ο Νίκος κι αφού είχαμε να ιδωθούμε σχεδόν ένα μήνα γιατί δούλευε σαν τρελός. "Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου, να προσέχεις τον Φιντέλ;"
"Χρωστάς ταινίες στο βιντεοκλάμπ;" τον ρώτησα.
"Όχι", μου απάντησε.
"Ωραία. Θα δω όλα τα θρίλερ. Θα μου γεμίσεις το ψυγείο με κοκακόλες λάιτ;"
"Ναι".
"Θα μου αφήσεις το φορητό να δουλέψω;"
"Εννοείται".
"Έχει λήξει η σύνδεσή σου στο Δίκτυο;"
"Όχι".
"Είναι πιο ωραία η Σκλεναρίκοβα από μένα;"
"Απλώς είστε διαφορετικές".
Γαμώ το. Πάντα η ίδια απάντηση.
"Τέλος πάντων… Θα έρθω να τον προσέχω", είπα.
Ξέχασα να ρωτήσω το πιο σημαντικό: εμένα ποιος θα με πρόσεχε;
Ημέρα 1η
Από πού πάνε για τη χαβούζα;
Από πού πάνε για τη χαβούζα;
Να ΄μαι λοιπόν έξω από το διαμέρισμα του Νίκου, με το σακίδιό μου και τα συμπράγκαλά μου, έτοιμη για ένα ήσυχο τετραήμερο με τον Φιντέλ. Θα ετοίμαζα τις μεταφράσεις μου, θα έβλεπα τις ταινίες μου –είχα ήδη σηκώσει κάμποσες από το βιντεοκλάμπ– και αργότερα θα την άραζα στη βεράντα και θα απολάμβανα τις ανοιξιάτικες βραδιές.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Αντίκρισα ένα πεδίο μάχης. Στο πάτωμα κείτονταν μαξιλάρια από τον καναπέ, ένα πλαστικό μπούτι κοτόπουλου, μια σκισμένη πετσέτα μπάνιου, παράταιρες κάλτσες, μια ψάθινη σαγιονάρα, ένα μισοφαγωμένο γουρουνίσιο αφτί –αληθινό αφτί, απ’ αυτά που με κάποιο τρόπο αποξηραίνουν και μετατρέπουν σε μεζεδάκια για σκυλιά. Μέχρι να καταγράψει ο εγκέφαλός μου την εικόνα, άκουσα ένα ποδοβολητό, ο Φιντέλ όρμησε από τη μισάνοιχτη πόρτα της βεράντας, έδωσε έναν πήδο, προσγειώθηκε πάνω μου και άρχισε να μου γλείφει… όχι… να μου σαλιώνει τα χέρια.
«Κάτσε καλά, βρε σατανά. Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω», του είπα, και το εννοούσα. Η μαλαγανιά πάντα αποδίδει.
Άφησα κάτω το σακίδιό μου και τον χάιδεψα για λίγο ενώ εκείνος έκανε σαν σεληνιασμένος, αφήνοντας άσπρες τρίχες στα ρούχα μου και σοβαντίζοντάς τα με σάλια.
«Πάμε έξω, να δω τα φυτά», του είπα, έχοντας ακόμα καλή διάθεση. Με ακολούθησε.
Όταν βγήκα στη βεράντα κατάλαβα τι ακριβώς εννοούν μετεκλογικά οι νικητές όταν λένε "παραλάβαμε καμένη γη". Αν είχαν περάσει ακρίδες θα είχαν πιο ελεητική διάθεση απέναντι στα φυτά. Τα πλατιά φύλλα της μπανανιάς κρέμονταν χαλαρά σαν αφτιά αφρικανικού ελέφαντα, σκισμένα και κιτρινισμένα. Η φτέρη είχε γίνει παρελθόν. Εκεί που κάποτε θέριευαν τα κατσαρά φύλλα της τώρα υπήρχαν τσακισμένα κοτσάνια. Την ίδια τύχη είχαν οι τηλέγραφοι. Το κατάξερο και κοκαλωμένο πτώμα ενός φίκου στεκόταν άκαμπτο μέσα σε μια γλάστρα, χωρίς το χώμα του, με τις παραμορφωμένες και μασουλημένες ρίζες του εκτεθειμένες. Ο πάπυρος μάς είχε αφήσει χρόνους, ο βασιλικός και το δεντρολίβανο δεν θα μπορούσαν ποτέ πια να νοστιμίσουν μια μακαρονάδα ή ένα αρνάκι στο φούρνο. Το κουφάρι της ορτανσίας θα κατάφερνε να αναγνωρίσει μόνο ένας ιατροδικαστής-γεωπόνος, ενώ η θαλερή στεφανωτή που είχα δωρίσει στον Νίκο και που είχε γεμίσει κερένια, ευωδιαστά ανθάκια λίγες βδομάδες αργότερα, έμοιαζε με σαφρακιασμένο παλιοχόρταρο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κοιτούσα και ξανακοιτούσα ολόγυρα, αδυνατώντας να χωνέψω ότι ένα σκυλί είχε καταφέρει να προκαλέσει τέτοια καταστροφή. Αναπόλησα με μελαγχολία τα νωχελικά καλοκαιρινά απογεύματα που είχα περάσει σ’ αυτό τον, μέχρι τότε, κρεμαστό κήπο των Εξαρχείων, απολαμβάνοντας το καφεδάκι μου. Nevermore!
Η υπόλοιπη βεράντα είχε το μαύρο της το χάλι. Παντού υπήρχαν ροκανισμένες, άδειες πλαστικές γλάστρες και πιατάκια, χώματα, μισοφαγωμένα παπούτσια, ξεριζωμένα και τσαλαπατημένα φυτά, σκόρπια σκυλοπαίχνιδα. Το χειρότερο όμως ήταν οι διάσπαρτες, διαφόρων μεγεθών τούρτες που με μεγάλη επιμέλεια είχε φτιάξει ο Φιντέλ. Είχα ακούσει ότι ο κώλος της κατσίκας είναι καλλιτέχνης γιατί φτιάχνει κομπολόγια, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένας σκυλίσιος κώλος θα είχε τόσο δημιουργικές τάσεις. Διάβολε! Τι είχε φάει από το πρωί και είχε κατορθώσει να καλύψει με σκατό μισό στρέμμα βεράντα; Κάπως σαν εμένα πρέπει να ένιωσε ο Ηρακλής όταν είδε για πρώτη φορά την κόπρο του Αυγεία. Μόνο που εγώ δεν είχα εύκαιρο ένα ποτάμι –πώς θα τα έβγαζα πέρα με το κουραδομάνι; Τότε κατάλαβα με φρίκη τη χρησιμότητα της μεγάλης σπάτουλας που ο Νίκος είχε αφήσει διακριτικά μέσα στη σακούλα πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας, δίπλα στο ρολό με το χαρτί κουζίνας. Αναστέναξα βαριά και έφερα στο μυαλό μου τη Λούνα, τη γάτα της συγκατοίκου μου, που έκανε τη δουλειά της στη λεκάνη της και στη συνέχεια σκέπαζε τις καλλιτεχνίες της με άμμο, ώστε να μη σκανδαλίζονται τα δίποδά της.
Ωστόσο οι αναπολήσεις δεν βοηθούσαν. Έπρεπε να καθαρίσω. Έπιασα τη σπάτουλα κι έκανα την πρώτη απόπειρα. Τι μπόχα! Μου ήρθε λιποθυμία. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Τσάμπα είχα δει τόσες ταινίες με ψυχοπαθείς δολοφόνους κι εγκλήματα; Χρειαζόμουν λίγη Βιξ για τα ρουθούνια μου. Αυτό κάνουν οι ιατροδικαστές όταν εξετάζουν τα πτώματα και, πίστεψέ με, το σκατό του Φιντέλ μύριζε σαν ψοφίμι. Έτρεξα στο μπάνιο. Πουθενά Βιξ. Βρήκα μόνο τις κολόνιες του Νίκου. Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι, σκέφτηκα. Έριξα στη μύτη μου άφθονη Λαλίκ και επέστρεψα στο ναρκοπέδιο. Γάτες και πάλι γάτες, σκέφτηκα καθώς ξεκολλούσα από το πάτωμα την πρώτη τούρτα...
Ημέρα 2η
"Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει"
"Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει"
Η ώρα ήταν δέκα το πρωί. Είχα κοιμηθεί σαν κούτσουρο όλη τη νύχτα, αφού πρώτα είχα δουλέψει, μαζέψει το δεύτερο γύρο σκατού -το βραδινό αυτή τη φορά- στη βεράντα, και τακτοποιήσει όπως όπως το χάλι που είχε προκαλέσει ο Φιντέλ. Σηκώθηκα και πέρασα το οδόφραγμα που είχα στήσει στο χωρίς πόρτα κατώφλι της κρεβατοκάμαρας για να μην μπαίνει μέσα το σκυλί: ένα παιδικό καροτσάκι που ο Νίκος είχε μετατρέψει σε τραπεζάκι του καφέ, μια βαλίτσα, έναν ανεμιστήρα δαπέδου και το σακίδιό μου. Μπήκα στο μπάνιο. Ο Φιντέλ, που όλη τη νύχτα κοιμόταν πιστός φρουρός στο διάδρομο έξω από την κρεβατοκάμαρα, έσπρωξε με το κεφάλι του την πόρτα –που, να ληφθεί υπόψη, δεν έκλεινε ούτε κλείδωνε– και μπήκε μέσα.
«Φιντέλ, δίνε του. Ακόμα και ο βασιλιάς πάει μόνος του στη χέστρα».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν πείστηκε.
Ξάπλωσε στο πάτωμα, ακούμπησε το κεφάλι του στα μπροστινά πόδια του και με κοίταξε σοβαρός. Ένιωσα πολύ αμήχανα. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο μου ΄χει συμβεί να κάθομαι στη λεκάνη της τουαλέτας με το βρακί κατεβασμένο και ένα σκυλί να με παρατηρεί επίμονα.
«Βγες έξω, βρε ματάκια!» είπα.
Καμία αντίδραση.
«Πιάσε, Φιντέλ!» είπα και πέταξα έξω ένα ρολό χαρτιού τουαλέτας. Το σκυλί τινάχτηκε από το μπάνιο σαν σφαίρα. Θρίαμβος!
Όχι ακριβώς.
Όταν βγήκα από την τουαλέτα, τον βρήκα στο σαλόνι. Με κοίταξε περιχαρής. Παντού ολόγυρα υπήρχε σκορπισμένος άσπρος χαρτοπόλεμος.
«Το κωλόχαρτο!» ψέλλισα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
Πανικός… Ήμουν αναμαλλιασμένη, με τη χαχόλικη μακό μπλούζα που φορούσα στον ύπνο κι ένα σπίτι διακοσμημένο με τα απομεινάρια του κωλόχαρτου που είχε ξεσκίσει ο Φιντέλ.
"Ποιος είναι;" φώναξα, χωρίς ν’ ανοίξω την πόρτα.
"Ο κύριος Χατζηγούλας".
Τι όνομα!
"Ποιος κύριος Χατζηγούλας;"
"Ο γείτονας του πρώτου ορόφου. Ανοίξτε μου!"
Ωχ!
Ο Νίκος μου είχε μιλήσει για τον από κάτω. Αν ήταν ταύρος, ο Φιντέλ θα ήταν το κόκκινο πανί. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω να μπει μέσα.
"Δεν μπορώ να σας ανοίξω, με βγάλατε από το μπάνιο", είπα, επιχειρώντας να τον πιάσω στο φιλότιμο μπας και τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. "Τι θέλετε;"
"Τον κύριο Λεντάκη".
"Απουσιάζει εκτός Αθηνών. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;"
"Μ΄ ενοχλούν τα νυχάκια του σκύλου στο παρκέ!" βρυχήθηκε.
"Και τι θέλετε να κάνω; Να του τα ξεριζώσω με τανάλια;" ρώτησα.
"Με ειρωνεύεστε, δεσποινίς;"
Δεσποινίς; σκέφτηκα. Αν δεν ήξερα πού μένεις, θα ζητούσα τη διεύθυνσή σου για να σου στείλω γλαδιόλες.
Ο Φιντέλ θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη για να σηκωθεί στα πισινά του πόδια, να αγκαλιάσει με τα μπροστινά του τον μηρό μου και ν΄ αρχίσει να κουνιέται μπρος-πίσω σε μια έξαρση σεξουαλικού οίστρου.
"Παράτα με ήσυχη, βρε τραχανά!" φώναξα και τον έσπρωξα πέρα.
"Τραχανά; Δεν φτάνει που ενοχλείτε, με βρίζετε κι από πάνω;" γκάριξε έξαλλος πίσω από την πόρτα ο γείτονας.
"Δεν το είπα σε σας, κύριε Χατζημούλε, στο σκυλί μιλούσα".
"Χατζηγούλας! Όχι Χατζημούλος!"
"Δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας, κύριε Χατζηγούλα. Επιτέλους δεν σκάβει στο παρκέ, απλώς περπατάει το καημένο".
"Εμένα μ΄ ενοχλεί!"
Χέστηκα…
"Κύριε Χατζηγούλα, είμαστε δέκα μέτρα από την Ιπποκράτους. Γίνεται χαμός απ΄ τα μηχανάκια και τ΄ αυτοκίνητα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τα νύχια του σκυλιού σας πείραξαν;"
"ΝΑΙ!"
Έπειτα από τις πρώτες διαμαρτυρίες του γείτονα, ο Νίκος είχε βάλει χαλί στο σαλόνι. Κι ο Τυραννόσαυρος Ρεξ να περπατούσε επάνω είναι αμφίβολο αν θα ακούγονταν τα νυχάκια του. Όμως ο τύπος ήταν αποφασισμένος: ο Φιντέλ ήταν ο Εχθρός και έπρεπε να εξοντωθεί. Κατάλαβα ότι δεν θα έβγαζα άκρη.
"Εντάξει. Θα μεταφέρω τα παράπονά σας στον ιδιοκτήτη του μόλις επιστρέψει", του είπα.
"Και τι θα κάνω εγώ μέχρι τότε;" γκρίνιαξε.
Χαρακίρι, ελπίζω.
"Υπομονή, κύριε Χατζημούλε", απάντησα, παραλλάζοντας σκόπιμα αυτή τη φορά το επώνυμό του.
"ΧΑΤΖΗΓΟΥΛΑΣ!!!" φώναξε μ΄ όλη του τη δύναμη.
"Θα το βουλώσετε επιτέλους; Ζώα, ε ζώα!" αντήχησε ξαφνικά μια φωνή στο κλιμακοστάσιο.
Αυτός σίγουρα ήταν ο αντικειμενικός παρατηρητής.
"Να το βουλώσεις εσύ!" φώναξε ο κύριος Χατζηγούλας κι απομακρύνθηκε στο διάδρομο βρίζοντας θεούς και δαίμονες, απειλώντας ότι θα μας δείξει αυτός, ότι θα μας κάνει μήνυση, ότι θα κανονίσει το βρωμόσκυλο.
Άκουσα με τη φαντασία μου τον Τζον Πολ Γιανγκ να τραγουδάει το Love is in the air.
Επέστρεψα στο γραφείο του Νίκου συλλογισμένη. Μου ΄ρθε στο μυαλό μια παροιμία που έλεγε η γιαγιά μου. Πήρα ένα λευκό χαρτί, την έγραψα επάνω με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο, βρήκα σελοτέιπ και κόλλησα το φύλλο στην εξώπορτα του διαμερίσματος. Την επόμενη φορά που ο κύριος Χατζηγούλας θα ανέβαινε να διαμαρτυρηθεί θα μάθαινε πως:
ΤΟΥ ΓΕΙΤΟΝΟΥ ΜΑΣ Ο ΣΚΥΛΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ!
Να, κάτι τέτοια κάνω ενώ θα έπρεπε να αντιμετωπίζω με σοβαρότητα και ωριμότητα τις καταστάσεις. Ουαί!
(Συνεχίζεται)
πιτσιρίκος είπε και ελάλησε...
Κοίτα, γιατί δεν λές στον κ. Χατζηαναγούλα πως ο Φιντέλ είναι μετεμψύχωση του Χριστού ή του Μάκη Δεμίρη ; Θα φρικάρει κανονικά, αρκεί να το πεις σοβαρά. Αν δεν πιάσει αυτό, πες του για τον Άργο, τον σκύλο του Οδυσσέα, που τον περίμενε, ήταν ο μοναδικός που τον αναγνώρισε κι έπειτα έκλεισε τα ματάκια του. Αν το πεις με ύφος Χριστόδουλου, θα βάλει τα κλάματα. Οι κ. Χατζηαναγούλες του κόσμου αυτού είναι θεούσοι.
(Νομίζω πως ιστορικά οι γάτες είναι παλιότεροι φίλοι του ανθρώπου-ήταν και τα ποντίκια στη μέση βλέπεις, που έτρωγαν τις τροφές. Ο σκύλος εμφανίζεται δίπλα στον άνθρωπο μερικές χιλιετίες αργότερα.Πέρσι στην Κύπρο βρήκαν τον τάφο μιας μάλλον ευκατάστατης κυρίας δίπλα στην οποία ήταν η γάτα της. Μάλλον τις έθαψαν μαζί -αφού θανάτωσαν το ζώο- γιατί της είχε μεγάλη αδυναμία. Όπως δηλαδή συνέβαινε και με τις γυναίκες των Ινδών.Το βρήκα! Πες του πως ο Φιντέλ είναι η μετεμψύχωση της Μητέρας Τερέζας. Αν γυρίσει και σου πει πως δεν επιτρέπονται Αλβανοί στην πολυκατοικία, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα.)
1:18 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Απο το πολύ γέλιο, με έπιασε κράμπα στο στομάχι μου! Διαβάζοντας για τέταρτη φορά την επιχείρηση "ξεσκάτωμα τως βεράντας", δεν μπορέσα παρά να χαμογελάσω χαιρέκακα, κοιτάζοντας με τρόπο την Μπιζουλίνα μου (η μια απο τις γάτες μου, η άλλη είναι η Μπιζικουλίνα)η οποία με ύφος Λαίδης περπάτησε αργά προς την τουαλέτα, έσπρωξε την πόρτα, και αποσύρθηκε στα ενδότερα προς ικανοποίηση της σωματικής της ανάγκης, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο... Τελικά η γάτα, απλά και μόνο επειδή έχει συναίσθηση πως δεν χέζουμε όπου βρούμε, αξίζει πολύ περισσότερο απο οποιονδήποτε σκύλο...
9:09 μ.μ.
Unknown είπε και ελάλησε...
Ένα ακόμη καταπληκτικό, και πολύ αστείο, κείμενο από την Κουρούνα!
Αν και ανησυχώ μην γίνει τούτο δω το μέρος ακριβώς αυτό!
Γιατί μετά τα ουρολαγνικά, έχουν σειρά τώρα τα κοπρολαγνικά! :-Ρ
Περιμένουμε με κομμένη ανάσα τη συνέχεια (-ες?)...
1:14 μ.μ.
Stefanos είπε και ελάλησε...
Εδώ Χατζημούλος. Άμα δεν πάρετε αυτόν τον τριχωτό Σατανά,τον γιό του Ντάμιεν απο το διαμέρισμα, θα το δείτε και αυτό και τα νυχάκια του να στριφογυρίζουν αργά αργά δίπλα στο αρνάκι μου την Κυριακή,απολαμβάνοντας την ωραία ζεστασιά μιας θράκας :P
7:21 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Κουρούνα μου,
ξεκαρδιστική όπως πάντα..Νά'σαι καλά που μου έφτιαξες το κέφι και το είχα πάρα πολύ ανάγκη..
Για να είμαι ειλικρινής διστάζω να εκφραστώ ελεύθερα για το περί ου ο λόγος ζωντανό, διότι ο ιδιοκτήτης εξεμάνει κατά της φιλτάτης DiS εις προηγούμενον ποστ και, ε.. μέρες που είναι μη βριζόμαστε πάλι.
Τέλος πάντων θα διατυπώσω την άποψή μου κόσμια: είναι προφανές ότι το σκυλί είναι υπερκινητικό και πρέπει να πάει σε ορμονολόγο ή να αρχίσει κανένα άθλημα.
Πιπεράτο σχόλιο: δεν πιστεύω το σώβρακο που μασάει ο Φιντέλ στις φωτό να είναι το δικό σου και να μιλούσες στον Κύριο Χατζηπαπαχαραλάμπους "ξεβράκωτη"!!
Είμαι και εγώ cat-person και συμφωνώ κατά τα λοιπά με τους προλαλήσαντες επ'αυτού.
Μόνον τούτο: Πιτσιρίκο νομίζω ότι ο ιδιοκτήτης της γάτας της Κύπρου ήταν άνδρας (ίσως κυνηγός ή κάποιο άλλο είδος "ξεχωριστού" τύπου της ΝΛ). Αλήθεια πότε πέθανε ο Μάκης Δεμίρης;
10:58 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Αγαπητή Ιφιμέδεια,
παρακαλώ εκφραστείτε ελεύθερα. Αφενός σύντομα θα πάψω να είμαι ο ιδιοκτήτης του σκύλου (χωρίς ωστόσο αυτό να μου είναι ευχάριστο, καθώς ο Φιντέλ δεν είναι μόνο αυτά που μπορεί κανείς να διαβάσει εδώ και πράγματι να ξεκαρδιστεί), αφετέρου συμμερίζομαι απολύτως τον Κλιντ Ιστγουντ και ό,τι έχει πει για τους ανθρώπους και τις απόψεις τους. Με άλλα λόγια το τι έχει να πει ο καθένας είναι μόνο ζήτημα του καθενός.
Παρεμπιπτόντως, το σώβρακο είναι δικό μου :-)
Καλό Πάσχα!
8:59 μ.μ.
Error είπε και ελάλησε...
Agaphth/menh Kourouna!!!
...mexri x8es, h3era to e3hs: "h Kourouna grafei kala!"
"8a to diavasw" tou eipa...kai etsi epra3a...
Alla den mou eipe to POSO kala! -Eytyxws, giati to 'anakalypsa' monos mou!!!!
Htan mia yperoxh DRAMATIKH istoria. (O Fidel 8a symfwnhsei mazi mou)
Thx Kourouna!
Keep going!
P.s.: who the fuck is Sclenarikova?
P.s.2: sorry gia ta greeklish...alla... :)
8:47 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
ΚΑι ετσι περασε μια ολοκληρη εβδομαδα ας πουμε...
Καλος καμενος εισαι.... Ολη μερα τα ξυνεις . Καλα περνας.
Στα Γεραματα σε κοβω να βγαινεις να διαδηλωνεις για την χαμηλη συνταξη σου .
ΕΛΕΟΣ?!
11:18 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Καλέ για ποιον λέει αυτός; Ποιος τα ξύνει όλη μέρα; Ο Φιντέλ; Τι να κάνει το σκυλάκι; Να πιάσει δουλειά σε οικοδομή;
Ανώνυμος Νάμπερ Του
10:41 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Φίλτατε ανώνυμε νάμπερ ουάν(τύφλα να χει η Παπαρίζου), μια απορία μόνο:έκανες τον κόπο να διαβάσεις όλο το ποστ; Αμφιβάλλω...
Αν το διάβαζες, θα έβλεπες ίσως πως η Κουρούνα είναι θηλυκού γένους, κι επίσης πως παράλληλα εργαζόταν ενώ εκτελούσε χρέη ντογκ-σίτινγκ (στην κυριολεξία).
Αν πάλι εργάζεσαι σε κανά ταμείο ασφάλισης του "κράτους προνοίας", ε, τότε, πάω πάσο, δικαίωμα, ντούκου και τα βλέπω...
Αναμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την απάντησή σου, που είμαι σίγουρη πως θα είναι ανάλογη στο ύφος με την πρώτη σου παρατήρηση...
Εν συνεχεία, φιλτάτη Κουρούνα...Μόλις τελειώσεις τα ποστς για τα κατορθώματα του Φιντέλ, περιμένω εναγωνίως ανάλογο ποστ/αφιέρωμα/αποκλειστική συνέντευξη/κλπ κλπ, για τη Λούνα, γιατί αλλιώς θα διαμαρτυρηθώ στο σύλλογο φίλων της Γάτας κι επίσης θα της απαγορεύσω την είσοδο στο δωμάτιό σου! (Και μην τολμήσεις να μου πεις πως καλό θα σου κάνω γιατί θα γλιτώσεις απο το τριχομάνι, διότι τα σάπια δεν πιάνουν σε τα μας!)
Μπαι δε γουέι, Merry Pasxas σε ολους και καλό κουράγιο στο κάψιμο των κοκορετσιών, οβελιών, και λοιπών λαιτ εδεσμάτων που σαβουριάσατε όλοι (και της γράφουσας συμπεριλαμβανομένης)...
Giteana
(ή αλλιώς ανώνυμους ανώνυμους νάμπερ θρι!)
3:49 μ.μ.
Marina είπε και ελάλησε...
Καλά, ξεράθηκα στο γέλιο όταν διάβασα τις περιγραφές σου για τα σκατά. Πάλι καλά που δεν σου έκανε εμετό στο κρεββάτι. Είχαν παλιά οι γονείς μου ένα πόίντερ που στην αρχή το βγάλαμε "Ζωίτσα" αλλά επειδή άφηνε σκατά παντού, του αλλάξαμε όνομα και τη λέγαμε "μηχανή παραγωγής σκατού". Φαντάσου να την πηγαίνεις βόλτα και να τη φωνάζεις "Μηχανή Παραγωγής Σκατού" έλα εδώ>!!! Νούμερο στη γειτονιά γινόμασταν 2 φορές την ημέρα. Η Μουσελίνα (η γάτα) κάνει την παραγωγή της στην τουαλέττα , αν το πιστεύεις και νιαουρίζει για να πάω να τραβήξω το καζανάκι.
1:54 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Αριστουργημα...
Πολυ γελιο ...
Φανταζομαι κλεισμενη στο σπιτι 24/7 πρεπει να εισαι ...
Δεν βρισκεις κανεναν αντρα μηπως και...
3:16 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Ανώνυμε, δε μένω σε σπίτι, σε δέντρο μένω. Επίσης, "γυναίκα χωρίς άντρα, ψάρι χωρίς ποδήλατο".
» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο