<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

I put a spell on you...



"Δέκα άντρες μπαμ και κάτω πέφτουν για χατίρι της
και γαρδένιες μάτσο-μάτσο μπρος στο ποδογύρι της..."

-Πάνος Γαβαλάς, Ρία Κούρτη*


«Να, πάρε», είπε η φίλη μου η Θάλεια και μου ΄βαλε στο χέρι ένα χάρτινο φακελάκι ζάχαρης, απ΄ αυτά που προσφέρουν με τα ροφήματα στις καφετέριες.
Καθόμασταν στο σαλόνι του σπιτιού της, όπου είχα πάει να την επισκεφτώ μετά την επιστροφή της από ένα ταξίδι στο εξωτερικό.
«Τι ΄ναι αυτό;» ρώτησα.
«Το δώρο που σου ΄φερα από το Μεξικό».
Η πρώτη εικόνα που θα περνούσε απ' το μυαλό κάποιου άλλου στη θέση μου θα ήταν μια τσέπη γεμάτη καβούρια. Στη συνέχεια, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, είτε θα έπαιρνε το δώρο μουρμουρίζοντας ένα μουδιασμένο «ευχαριστώ», είτε θα το ΄φερνε καπέλο στη Θάλεια και στη συνέχεια θα τη στόλιζε με χαρακτηρισμούς όπως σπαγκοραμμένη, εξηνταβελόνισσα, και καρβουνοσάκουλο –το τελευταίο μόνο αν ήταν Πελοποννήσιος, και μάλιστα από την ορεινή Αχαΐα.
Εγώ δεν έκανα τίποτε απ’ αυτά. Ήξερα τη Θάλεια από το γυμνάσιο, τώρα θα τη μάθαινα;
«Ωραία ζαχαρίτσα», είπα. «Θα τη βάλω μαζί με τη ληγμένη σάλτσα που μου ΄φερες από τη Μαδρίτη».

Η Θάλεια πάντα ήταν της γνώμης πως σημασία δεν έχει η αξία του δώρου, αλλά η χειρονομία. Εδώ που τα λέμε, δεν είχε άδικο. Ωστόσο θα ΄θελα κάποτε να μου χαρίσει κάτι λίγο ακριβότερο απ' αυτά που μου φέρνει συνήθως από τα ταξίδια της. Αν μαζέψω τα δώρα της μπορώ ν' ανοίξω κατάστημα "Ό,τι πάρετε 1 ευρώ". Απ' την Τυνησία μου ΄χει φέρει ένα ρόδο της ερήμου –ένα ορυκτό που μοιάζει με τριανταφυλλάκι-, απ΄ το Μαρόκο μια γαλάζια γύψινη πλακέτα με μια ευχή γραμμένη στα αραβικά, απ΄ το Κάιρο έναν πάπυρο με ζωγραφιά της Νεφερτίτης, απ΄ τη Νέα Ορλεάνη το διαφημιστικό φυλλάδιο ενός τζαζ-κλαμπ, απ΄ τον Καναδά ένα πλαστικό σουβέρ που βούτηξε από το φαγάδικο Mother’s, και απ΄ το Μόναχο ένα προφυλακτικό Big Ben, ευτυχώς όχι χρησιμοποιημένο. Από την Ισπανία, εκτός απ΄ τη ληγμένη καυτερή σάλτσα –«απόδειξη ότι οι ισπανοί μπακάληδες είναι φραγκοφονιάδες, σαν τους έλληνες μπακάληδες» ήταν το πολιτισμικό σχόλιό της–, μου ΄χει φέρει μια Ελ Παΐς κι ένα τεύχος του Αντιρίξ και Συμφωνίξ. «Για να βελτιώσεις τα ισπανικά σου», μου δήλωσε. Η ίδια είχε ζήσει στη Μαδρίτη ένα χρόνο, σε μια γκαρσονιέρα στο πιο κακόφημο μέρος του κέντρου («ήταν φτηνό το νοίκι»), όπου μοιραζόταν τη λιγδιασμένη κουζίνα και τη γεμάτη υγρασία τουαλέτα με το σενιόρ Αλεχάντρο, έναν τζόρα μαδριλένο συνταξιούχο που δεν μιλούσε γρι αγγλικά, και που συνέβαλε τα μέγιστα στο ν’ αποκτήσει η Θάλεια την ευχέρεια του Αλμοδόβαρ στα σπανιόλικα μπινελίκια.



«Δεν είναι ζάχαρη. Δες τι γράφει», μου είπε.
Τα ισπανικά μου μπορεί να μην ήταν αρκετά για να διαβάσω Θερβάντες στο πρωτότυπο (ο Αντιρίξ κι ο Συμφωνίξ απέτυχαν παταγωδώς σ' αυτό τον τομέα), αλλά ίσα για να βγάλω άκρη με το κείμενο της ζαχαρίτσας -που δεν ήταν ζαχαρίτσα-, έφταναν.
Περιεργάστηκα το φακελάκι. Στο μπροστινό μέρος υπήρχε η εικόνα μια ντίβας, με βραδινή έξωμη τουαλέτα και τσαντάκι, που κάπνιζε αλαζονικά το τσιγάρο της. Στο πόδια της ήταν πεσμένος ένας άντρας, όχι με φράκο, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά με καθημερινά ρούχα. Είχε αγκαλιάσει με το ένα χέρι τα γόνατά της και είχε ακουμπήσει πάνω το κεφάλι του. Πολύ συγκινητικό. Μου θύμισε την Κατερίνα Χέλμη στα Κόκκινα Φανάρια, που κρατούσε απ΄ το πόδι τον εραστή της και τον παρακαλούσε να μην την παρατήσει. Τελικά εκείνος της έδωσε μια κλωτσιά και την έστειλε στο γερο-διάολο. Αχ... Η αγάπη...

«Χάζεψες;» με ρώτησε απορημένη η Θάλεια, που περίμενε να κάνω κάποιο σχόλιο.
Άφησα γι' άλλη ώρα τις σκέψεις περί έρωτος και συνέχισα.
«Λεχίτιμο πόλβο…» διάβασα μεγαλόφωνα. «Νόμιμο… Νόμιμο... τι
«Πόλβο… Σκόνη. Νόμιμη σκόνη».
«Νόμιμη σκόνη; Τι σόι σκόνη δηλαδή, ρε Θάλεια;» ρώτησα καχύποπτα.
«Διάβαζε!» με πρόσταξε εκείνη.
Ο φαντασιόπληκτος εαυτός μου όμως είχε πάρει φόρα.
«"Μου ΄λεγε πώς καπνίζουνε στ’ Αλγέρι το χασίς, και στ’ Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη"», απήγγειλα.
«Διάβαζε, ρε παιδί μου, κι άσε τις βλακείες!»
«Καλααά… Συνεχίζω. Ντοβλεγάδο α μις πιέςΝτοβλεγάδοΝτοβλεγάδο… Πεσμένος στα πόδια μου;»
«Περίπου, ναι, αυτό σημαίνει», είπε η Θάλεια.
Γύρισα το φακελάκι από την άλλη μεριά.
«Έστε πόλβο τιένε προπιεδάδες οκούλτας… Ώπα! Αυτή η σκόνη έχει μαγικές ιδιότητες! Δεν είμαστε καλά…»
«Συνέχισε, συνέχισε», με παρότρυνε η Θάλεια.
«Λα μουχέρ κε λο ούσεδιαδια... Τι στα κομμάτια λέει εδώ; Δι-α-ρι-α-μέν-τε… Κάτι λέει για διάρροια! Μήπως η σκόνη προκαλεί κόψιμο αν πάρεις υπερβολική δόση;»
«Τι λες, βρε όρνιο; Τσάμπα τα λεφτά που έδωσες στο σενιόρ Ερνάντο!» έφριξε η Θάλεια.

Ο σενιόρ Ερνάντο ήταν ένας συμπαθέστατος Κολομβιανός που έκανε μαθήματα ισπανικών σ’ εμένα και τη Θάλεια πριν από εκατό χρόνια. Όπως φαίνεται, όταν μας μάθαινε το διαριαμέντε, εγώ χάζευα τη Δόνα Μαρισόλ, την πορτοκαλί γάτα του, που διέθετε την εκπληκτική ικανότητα να δίνει έναν πήδο και να μένει κρεμασμένη σαν σταφύλι απ΄ το πόμολο, μέχρι που εκείνο υποχωρούσε από το βάρος της και η πόρτα άνοιγε.

«Διαριαμέντε...» επανέλαβε η Θάλεια. «Καθημερινά. Η γυναίκα που τη χρησιμοποιεί καθημερινά…»
«Ναι; Τι γίνεται με τη γυναίκα που τη χρησιμοποιεί καθημερινά;» ρώτησα ανυπόμονα. Αρκετή μετάφραση ισπανικών είχα κάνει εκείνη τη μέρα.
Η Θάλεια μου άρπαξε τσαντισμένη το φακελάκι από το χέρι.
«Λα μουχέρ κε λο ούσε διαριαμέντε αρά κε σου όμπρε λο τένγκα σιέμπρε ντοβλεγάδο α σους πιές. Ούσελο κον μούτσα φε», διάβασε με άψογη προφορά –κι αν δεν ήταν άψογη εμένα πάντως μ' έπεισε.
Ο σενιόρ Ερνάντο μπορούσε να αισθάνεται περήφανος. Μία επιτυχία στις δύο δεν ήταν κι άσχημα.
«Η γυναίκα που τη χρησιμοποιεί καθημερινά θα έχει πάντα τον άντρα της πεσμένο στα πόδια της. Χρησιμοποιήστε τη με πολλή πίστη», μου εξήγησε η Θάλεια.
«Έλα!» θαύμασα. «Πιστεύουν και οι Μεξικάνοι αυτές τις αηδίες; Δεν είναι ν' απορεί κανείς που οι μεξικάνικες σειρές κάνουν θραύση στην ελληνική τηλεόραση», είπα.
«Όχι μόνο τις πιστεύουν, επιστήμη τις έχουν κάνει», με πληροφόρησε η Θάλεια. «Υπάρχει σκόνη για να μη σου τα φοράει ο σύζυγός σου, για να σου πέφτουν λεφτά, για το διάβασμα, για να σκάνε οι εχθροί σου, για να ΄χεις δουλειά, ακόμα και για να πετάς».
«Τι τα θες, τελικά η μαλακία δε γνωρίζει σύνορα», παρατήρησα.
«Κοίτα να δεις… Αυτές οι χώρες έχουν παράδοση στη μαγεία», είπε με ύφος ειδήμονα η Θάλεια.
«Ώρες είναι να μου πεις ότι τα πιστεύεις κι εσύ αυτά!»
«Για να πουλάνε τόσο πολύ όλο και κάτι θα γίνεται. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις πιθανότητες. Εδώ ολόκληρη Εκκλησία παραδέχεται το "μάτι"».
Κοίταξα με απλανές βλέμμα τη Θάλεια. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Πες μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι, ψιθύρισε μια φωνή μες στο μυαλό μου, αλλά έκανα πως δεν την άκουσα.
«Αν αυτό το τελευταίο το ΄πες για να πειστώ, έκανες μεγάλο λάθος. Μαγικές σκόνες και κολοκύθια με τη ρίγανη. Κάτσε και θα δεις!» είπα.
Έπιασα το φακελάκι και το άνοιξα. Μέσα είχε ένα άλλο φακελάκι από διάφανο πλαστικό, που περιείχε άσπρη σκόνη, σαν ζάχαρη άχνη.
«Να το! Ζάχαρη έχει μέσα!» είπα θριαμβευτικά.
«Δεν είναι ζάχαρη».
Άνοιξα το πλαστικό φακελάκι. Μύρισα τη σκόνη. Είχε ένα απαλό άρωμα.
«Ναι, μάλλον δεν είναι ζάχαρη», είπα. «Γύρευε τι έχουν βάλει μέσα. Και πώς υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται;»
«Τι σε νοιάζει; Αφού εσύ δεν πιστεύεις σ' αυτά».
«Από περιέργεια ρωτάω! Πες».
«Δεν ξέρω. Μάλλον τη ρίχνουν στο φαγητό ή στον καφέ. Πώς αλλιώς;»
«Ξέρω γω; Εσύ είσαι ειδική στις χώρες που έχουν παράδοση στη μαγεία».
«Κρυάδες! Για λέγε, θα τη χρησιμοποιήσεις;» με ρώτησε.
«Α, πα, πα! Ακόμα κι αν πίστευα ότι η σκόνη είναι μαγική –που δεν το πιστεύω–, αποκλείεται να έκανα τέτοιο πείραμα».
«Μα δε θα πάθαινε τίποτε ο άλλος. Η σκόνη είναι νόμιμη, το γράφει».
«Κι επειδή το γράφει εγώ πρέπει να το πιστέψω;»
«Μα δε θα πουλούσαν κάτι που βλάπτει».
«Θα σου ΄λεγα να ρωτήσουμε όσες πήραν σκόνη για να πετάξουν και πήδηξαν απ' τα μπαλκόνια τους, αλλά θα ΄χουν γίνει λεκέδες στο πεζοδρόμιο».
«Ουφ! Όλο υπερβολές είσαι!» είπε απηυδισμένη.
«Θα σου ΄λεγα τώρα, αλλά έχε χάρη. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν θα το έκανα».
«Αλλά ποιος είναι;»
«Παιδάκι μου, φαντάζεσαι να ρίξεις τη σκόνη στο γκόμενo, να σου βγει κόπανος, και να ΄χεις να σέρνεις με το πόδι σου έναν κόπανο ολόκληρη τη ζωή σου; Νομίζεις ότι επειδή ο άλλος γλίτωσε από την Κατερίνα με μια κλωτσιά, θα το κάνω κι εγώ; Δε μπορώ να κλωτσήσω άνθρωπο, δε μου βγαίνει, ποτέ δεν είχα τάσεις αφέντρας».
«Ποια Κατερίνα; Ποια κλωτσιά; Ποια αφέντρα; Τι είναι αυτά που λες;» με ρώτησε σαστισμένη η Θάλεια. «Ρε συ, παίρνεις τις Τζιριάτρικ που σου ΄γραψε ο γιατρός; Όσο πας όλο και πιο ακατάληπτη γίνεσαι».
«Δε μου ΄γραψε Τζιριάτρικ, Θάλεια. Αυτές είναι για τις ξεμωραμένες γριές. Νευρομπιόν μου ΄γραψε!»
«Ε, το ίδιο είναι».
«Δεν είναι το ίδιο. Οι Νευρομπιόν είναι βιταμίνες Μπε».
«Μπεεεεε!» βέλαξε η Θάλεια.
«Δε μου λες; Σκόνη εξόντωσης ηλίθιων φιλενάδων πουλάνε στο Μεξικό;» τη ρώτησα.
«Άμα λέω γω ότι γερνάς δίκιο έχω. Ούτε ένα αστειάκι δε σηκώνεις πια. Τέλος πάντων. Σε ποιον θα δοκιμάσεις τη σκόνη;»
«Σε κανέναν!»
«Έλα τώρα, μωρέ. Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι θα γίνει;»
«Όχι».
«Άσ’ τα σάπια!»
Για να είμαι ειλικρινής, μια μικρή περιέργεια την είχα. Από την άλλη, πώς να παραδεχτώ ότι μ’ έτρωγε ο κώλος μου να χρησιμοποιήσω μια μαγική σκόνη;
«Και να θέλω, δεν έχω σε ποιον να τη δοκιμάσω», είπα.
«Σε λίγο θα έρθει από δω ο Τόλης. Μπορείς να τη δοκιμάσεις σ’ αυτόν».

Ο Τόλης ήταν ο φίλος της Θάλειας και τον αντιπαθούσα σφόδρα. Την εποχή που τα είχαν πρωτοφτιάξει, βγήκαμε όλοι μαζί σ’ ένα μπαρ για να μου τον γνωρίσει. Προθυμοποιήθηκα να κεράσω και ο Τόλης φώναξε ένα «όχι» πιο μεγάλο κι από του Μεταξά. Πάνω που νόμισα ότι είχε θιχτεί ο ιπποτισμός του, πρόσθεσε, «Αν μας κεράσεις τώρα, θα αναγκαστώ να σε κεράσω κι εγώ κάποτε. Ο καθένας τα δικά του». Έκτοτε τον είχα γραμμένο στα μαύρα τα κατάστιχα. Κι επειδή σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα αισθήματα συνήθως είναι αμοιβαία, ο Τόλης άκουγε τ’ όνομά μου και πάθαινε αναφυλαξία.

«Έχεις μουρλαθεί εντελώς; Τι δουλειά έχω εγώ με τον Τόλη;» ρώτησα τη Θάλεια.
«Έλα, μωρέ, για πλάκα θα το κάνουμε. Αφού δεν πιστεύεις σ’ αυτά».
«Κι αν μία στο δισεκατομμύριο η σκόνη έχει αποτέλεσμα, τι γίνεται;» ρώτησα. Φαντάστηκα τον Τόλη να με κρατάει από το πόδι και μ΄ έπιασε ανατριχίλα.
«Το πολύ πολύ να ανέχεστε ο ένας τον άλλο. Εσάς τους δύο ούτε μαγική σκόνη δε μπορεί να σας φέρει κοντά».
Δεν είχε άδικο η Θάλεια. Στη χειρότερη περίπτωση η μεξικάνικη σκόνη ήταν μούφα και δε θα συνέβαινε τίποτε. Στην καλύτερη, εγώ κι ο Τόλης θα κάναμε ανακωχή. Βέβαια υπήρχε άλλη μια πιθανότητα. Η σκόνη να ήταν κάποιο εξωτικό δηλητήριο για το οποίο δεν είχε βρεθεί αντίδοτο. Σ' αυτή την περίπτωση ο Τόλης θα μας άφηνε χρόνους, αλλά τι να κάνεις; Ατυχήματα συμβαίνουν.
*
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» ρώτησε ο Τόλης, σιγοπίνοντας το ενισχυμένο φραπεδάκι του.
Δε μου έκανε εντύπωση η απορία του. Είχα καθήσει απέναντί του και τον κάρφωνα με την προσήλωση του δηλητηριαστή που παρατηρεί τον βασιλιά καθώς εκείνος φέρνει στα χείλη του το τάσι με το φαρμακωμένο κρασί.
«Αφαιρέθηκα», είπα.
«Πρώτη φορά σου ξανασυμβαίνει», πέταξε το καρφάκι του ο Τόλης.
Η μαγική σκόνη μάλλον είναι εξίσου αποτελεσματική με την τεχνητή αναπνοή σε νεκρό τριών εβδομάδων, σκέφτηκα.
«Δεν πάμε κάνα σινεμά απόψε;» ρώτησε η Θάλεια, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Καλή ιδέα», απάντησε ο Τόλης.
Το γεγονός ότι συμφώνησε ήταν περίεργο. Περίμενα να προφασιστεί ότι προτιμούσε να μείνουμε στο σπίτι, με την ελπίδα ότι θα ξεκουμπιζόμουν γρήγορα ώστε στη συνέχεια να πάνε κάπου μόνοι τους. Μήπως τελικά δεν είχα δίκιο για το μεξικάνικο φίλτρο; Από την άλλη, ίσως η προθυμία του Τόλη οφειλόταν στην ευγενική προσφορά μου να του φτιάξω καφέ αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι της Θάλειας. Στη θέση του θα είχα υποψιαστεί ότι κάποιο λάκκο είχε η φάβα, όμως σε τέτοια θέματα οι άντρες είναι πιο αθώα πλάσματα απ’ τις γυναίκες.

Μερικές ώρες αργότερα κι έπειτα από κόσμιες διαφωνίες («μεγαλύτερη μαλακία δεν μπορούσες να διαλέξεις;», «ε, τι να γίνει, δεν είμαστε όλοι φασμπιντερικοί», «αν πάμε εκεί εγώ δεν έρχομαι», «μη σώσεις κι έρθεις»), καταλήξαμε στο Βίλατζ Παγκρατίου για να δούμε το Μπλέιντ Τρίνιτι.
Εγώ και η Θάλεια στηθήκαμε στην ουρά να πάρουμε νάτσος με λιωμένο τυρί και αναψυκτικά. «Σαράντα χιλιάδαι θερμίδαι», αστειεύτηκε ο κρυόκωλος της παρέας, που δεν ήθελε τίποτε γιατί «ένιωθε κάπως». Ήμουν βέβαιη ότι το έκανε για να μην πληρώσει και αποφάσισα να του τσακίσω το χέρι αν το άπλωνε στα πατατάκια μου.
Αφού αγοράσαμε τις απαραίτητες προμήθειες, μπήκαμε στην αίθουσα, βρήκαμε τις θέσεις μας, καθήσαμε –με τη Θάλεια στη μέση να παριστάνει το τείχος του Βερολίνου– και περιμέναμε ν’ αρχίσει το έργο.
Πάνω που ο Γουέσλι Σνάιπς άρχισε να σκίζει σαν χασέδες με την κατάνα του τους βρικόλακες και να τους κάνει σκόνη στον άνεμο, ο Τόλης τινάχτηκε από το κάθισμά του και βγήκε άρον άρον από την αίθουσα.
«Τι έπαθε αυτός;» ρώτησα τη Θάλεια.
«Στην τουαλέτα πήγε», μου απάντησε.
Έστρεψα ξανά την προσοχή μου στο έργο.

Κάνα δεκάλεπτο αργότερα κι ενώ θαύμαζα την απολλώνια κορμάρα του Ντρέικ, του κακού, η Θάλεια με σκούντηξε.
«Ρε συ, άργησε ο Τόλης», ψιθύρισε.
«Θα γυρίσει», απάντησα, χωρίς να πάρω τα μάτια μου απ’ την οθόνη.
«Μα πέρασε πολλή ώρα».
«Άσε με, ρε Θάλεια. Μπορεί να καπνίζει», μουρμούρισα.
«Ανησυχώ!»
«Ε, τράβα βρες τον!»
«Εσύ τι θα κάνεις;» με ρώτησε.
«Τι θες να κάνω; Θα δω το έργο –αν μ’ αφήσεις, δηλαδή!» απάντησα εκνευρισμένη.
«Δε θα ΄ρθεις μαζί μου;»
«Τι να κάνω μαζί σου, παιδάκι μου; Άσε με, σου λέω!»
Η Θάλεια έφυγε χολωμένη, αλλά επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα.
«Έλα γρήγορα!» είπε πανικόβλητη χωρίς να καθήσει. «Κάτι έπαθε ο Τόλης!»
«Τι έπαθε;» ρώτησα εγώ και σηκώθηκα.
«Τι θα γίνει, ρε κορίτσια; Θα μας αφήσετε να δούμε το έργο επιτέλους;» παραπονέθηκε κάποιος δυο σειρές πιο πίσω.
Η Θάλεια με τράβηξε από το χέρι, βγήκαμε από την αίθουσα και τρέξαμε στις αντρικές τουαλέτες.
«Τόλη, πώς είσαι;» φώναξε.
«Πώς θες να είμαι; Μου ΄χει γίνει η κωλοτρυπίδα γαρίφαλο!» απάντησε έξαλλος με σφιγμένη φωνή ο Τόλης. «Με κόβουν τ’ άντερά μου!»
Λεχίτιμο πόλβο.
Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Είχαμε δηλητηριάσει τον Τόλη!
«Θάλεια!» ψιθύρισα. «Θυμάσαι που μου ΄λεγες ότι διαριαμέντε δε σημαίνει διάρροια; Να τ΄αποτελέσματα!»
«Σςς!» έκανε εκείνη, και με κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια της.
Στο μεταξύ από την τουαλέτα ακούγονταν ήχοι που αποδείκνυαν τις καθαρτικές ιδιότητες του μεξικάνικου φίλτρου. Αν δεν είχα χεστεί πάνω μου –μεταφορικά, όχι σαν τον Τόλη– θα έσκαγα στα γέλια. Όμως η περίσταση δε σήκωνε αστεία.
«Τόλη, σου έρχεται εμετός;» ρώτησα.
«Κόψιμο μ' έχει πιάσει, γιατί να μου ΄ρχεται εμετός;»
«Να, λέω μήπως έπαθες καμιά δηλητηρίαση».
«Δεν έφαγα τίποτε!»
Νομίζεις...
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Θάλεια.
«Περιμένουμε», απάντησα. «Αλλά καλύτερα να βγούμε έξω. Η ατμόσφαιρα εδώ μέσα είναι αποπνικτική!»
Βγήκαμε απ’ τις αντρικές τουαλέτες γελώντας πνιχτά. Γυναικεία αναισθησία.
*
Το άλλο πρωί τηλεφώνησα στη Θάλεια.
«Πώς είναι ο Τόλης;» τη ρώτησα.
«Έβγαλε τη νύχτα στον καμπινέ, αλλά συνήλθε», μου απάντησε.
«Ευτυχώς! Κοντέψαμε να τον ξεκάνουμε με το μεξικάνικο μαντζούνι», είπα.
«Απλώς δε χρησιμοποιήσαμε σωστά τη σκόνη».
«Ε, είσαι αδιόρθωτη! Πες μου τώρα ότι δεν τη χρησιμοποιήσαμε "με πολλή πίστη"».
«Όχι, σοβαρά μιλάω. Έψαξα στο Δίκτυο. Δεν είναι φίλτρο».
«Τι είναι;»
«Ταλκ», απάντησε η Θάλεια. «Το ρίχνεις πάνω σου, όχι σε καφέ».
Έμεινα σιωπηλή για λίγο.
«Και να πεις ότι δε μας είχαν προειδοποιήσει», μουρμούρισα τελικά.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Θάλεια.
«"Μην το πιείτε, λουστείτε..."» απάντησα.

***






* Οι στίχοι είναι ευγενική χορηγία της DiS, η οποία στα παιδικάτα της, όταν δεν εντρυφούσε στα έργα του Σκαλκώτα και του Καλομοίρη, αφιέρωνε λίγο χρόνο στη μουσική των μαζών.

** Polvos esotericos

8:52 π.μ.
Blogger dystropoppygus είπε και ελάλησε...

:-DDDD    



12:09 μ.μ.
Blogger o Δραπέτης είπε και ελάλησε...

Βρε καλα που δεν την "δοκιμασα" με το δακτυλο όταν την εφερε απο εδω η ΘΤΠ για το σκαναρισμα....
Ερε γλεντια που θα καναμε...!!!!!

:D :D :D :D :D :D    



1:26 μ.μ.
Blogger Idάκι είπε και ελάλησε...

Pros stigmhn eixa anhsyxhsei gia ton Tolh - parolo pou ton perigrafeis poly melana - alla ma thn Brujeria Mejicana re sy Kourouna pnigomai sta gelia ka8e fora pou se diavazw. Kai na peis oti einai proion ths fantasias sou h istoria paei ki erxetai... pws sou 'rxontai gmt auta pou les?? :DD    



2:21 μ.μ.
Blogger Unknown είπε και ελάλησε...

;) πού να σας πέσει και κεινο το διαφημιστικό φυλλάδιο που μοιράζουν μυστικά μέσα σε φάκελο σε φανάρια... με όλα τα σεξογιατροσόφια και δείχνει έναν τύπο φωτό με μια τύπισσα σ'ένα τραπέζι να κάθονται αυτός με το ένα χέρι τής δείχνει να κοιτάξει κάτι αυτή κοιτάει και με το άλλο κρυφά τής ρίχνει τη σκόνη στο ποτό, έπειτα αυτή υποτίθεται τον παρακαλάει να την πάρει γονυπετής... ;)    



6:17 μ.μ.
Blogger 0comments είπε και ελάλησε...

Σε στέλλνω με μέηλλ κουτί από καταπληκτικά κρακεράκια    



9:19 μ.μ.
Blogger CD είπε και ελάλησε...

looool    



12:33 μ.μ.
Blogger Damsel in Stress είπε και ελάλησε...

Εκτός από Σκαλκώτα και Καλομοίρη άκουγα ΚΑΙ Μητρόπουλο!    



3:13 μ.μ.
Blogger Loucretia είπε και ελάλησε...

Δικαιωνεται εκεινη η παλια διαφημιση, τελικα οι αντρες θελουν "Στοργη και Προδερμ" (ναι το Προδερμ ηταν ταλκ).
Γεια σου Κουρουνα με τα ωραια σου!! :-))    



9:31 π.μ.
Anonymous Ανώνυμος είπε και ελάλησε...

Very nice site! video surveillance st augustine florida plastic surgeon Pay your celluar south bill on line homes for sale sioux falls sd pregnant pussy Prilosec protonix comparison http://www.buspar-6.info Non alcoholic perfumes    



» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο