Μου 'ρχεται να κάνω νάζα...
...στην ποδιά σου τη γαλάζα (*)
Είχε βραδιάσει για τα καλά -ήμαστε απογευματινές εκείνη τη βδομάδα- κι έκανε διαολεμένο κρύο. Επιστρέφαμε στα σπίτια μας έπειτα από άλλη μια συναρπαστική μέρα στο ΚΑ΄ Γυμνάσιο Θηλέων. Η Ντίνα και η Παγώνα προπορεύονταν, εγώ ακολουθούσα ξοπίσω βυθισμένη στις σκέψεις. Με απασχολούσε ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας: τον κιμά που είχε ξεπαγώσει η μάνα μου λίγο προτού φύγω για το σχολείο άραγε τον είχε κάνει κεφτέδες ή σουτζουκάκια; Μισούσα τα σουτζουκάκια, αλλά η μάνα μου θεωρούσε ότι φτουράνε περισσότερο από τους κεφτέδες. Άσε που με τα σουτζουκάκια ξεμπέρδευε μ' ένα συνοδευτικό πιλάφι, ενώ οι κεφτέδες απαιτούσαν μπελαλίδικο καθάρισμα πατάτας για τηγάνι.
Ενώ τα συλλογιζόμουν όλα αυτά και προσπαθούσα να πείσω με παρακάλια την τύχη να δουλέψει προς όφελός μου, άκουσα ουρλιαχτά. Σήκωσα αλαφιασμένη το κεφάλι μου. Η Ντίνα και η Παγώνα το είχαν βάλει στα πόδια, τσιρίζοντας μ' όλη τους τη δύναμη. Έμεινα κεραυνόπληκτη μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα άρχισα να τρέχω κι εγώ σαν αφηνιασμένη φοράδα. Μπορεί να μην ήξερα το λόγο, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν κάθεσαι να σκεφτείς, ακολουθείς τους υπόλοιπους.
"Τι έγινε;" φώναξα, προσπαθώντας να τις προφτάσω.
"Τρέχααα…. Δείχνει το πουλί του!" απάντησε ξέπνοη η Ντίνα.
Ποιος… Το πουλί του;
Οι ελβιέλες μου φρενάρισαν απότομα, αφήνοντας ίχνη ενός μέτρου στην άσφαλτο. Μυρωδιά καμένου λάστιχου πλημμύρισε τον αέρα. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Κι εκεί, ανάμεσα στους ευκαλύπτους και τα πεύκα του λοφίσκου της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, στεκόταν εκείνος για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει οι μανάδες μας, οι καθηγήτριες, το Πάνθεον και η Γυναίκα: ο Ανώμαλος. Με σάρκα και οστά. Και με καμπαρντίνα, κάλτσες και παπούτσια. Ο κύριος Επιδειξίας αυτοπροσώπως. Και στην παλάμη του, που παλινδρομούσε αποδίδοντας τα οφειλόμενα στο θεό Έρωτα, βρισκόταν το αντικείμενο των εφηβικών ανησυχιών μου: το Πουλί.
Όπως συνήθως γίνεται σ' αυτή την ηλικία, η περιέργεια νίκησε το φόβο. Επιτέλους θα το αντίκριζα στην πραγματικότητα, κι όχι μόνο στα ντοκιμαντέρ για τις άγριες φυλές της Αφρικής και στον τόμο νούμερο ένα της Ερωτικής Αρμονίας της θειας μου της Μίνας. Έκανα ένα βήμα μπροστά και γούρλωσα κι άλλο τα ήδη γουρλωμένα μάτια μου. Όμως, θες η απόσταση, θες το κρύο που κατά πάσα πιθανότητα το είχε συρρικνώσει σε μέγεθος εφταμηνίτικου κοκοβιού, το Πουλί ήταν άφαντο. Ο δε κάτοχός του, ικανοποιημένος από τον πανικό που είχε σπείρει, τέλειωσε τη δουλίτσα του σε λίγα λεπτά και χώθηκε ξανά στις λόχμες απ' όπου είχε βγει. Το εξωτικό πουλί έκανε φτερά οριστικά και χρειάστηκε να περιμένω αρκετά χρόνια μέχρι να το ξαναδώ. Εκείνο το βράδυ, απ' την τσαντίλα μου χτύπησα όλα τα κουδούνια που βρήκα μπροστά μου μέχρι να γυρίσω στο σπίτι. Και το χειρότερο, η μάνα μου τελικά είχε φτιάξει σουτζουκάκια.
Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ανέβαινα φουριόζα τη Σπάρτης, προς την πλατεία Αμερικής. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι λογαριασμοί του ΟΤΕ, και της ΔΕΗ, η προθεσμία για την παράδοση της δουλειάς που ψυχορραγούσε, οι διακοπές που δεν θα πήγαινα -ξανά- λόγω αψιλίας. Καθώς προχωρούσα, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά σαν πολιορκητικός κριός, δεν αντιλήφθηκα παρά την τελευταία στιγμή τον τύπο που, αφού πετάχτηκε μ' ένα σάλτο πίσω απ' τους κάδους του δήμου και τους σωρούς των στραπατσαρισμένων χαρτόκουτων έξω απ' το ξενοδοχείο Μαριλένα, στάθηκε μπροστά μου. Τον κοίταξα αιφνιδιασμένη, με τις μισές σκέψεις μου ακόμα αλλού. Γύρω στα σαράντα πέντε, με μπλε αθλητική φόρμα, είχε το ένα χέρι στη μέση ενώ με το άλλο κρατούσε καμαρωτός το βασιλικό σκήπτρο του. Τίναξε ελαφρά τους γοφούς του προς τα εμπρός και με ρώτησε, λάμποντας από πατρική περηφάνια:
"Σ' αρέσει η ψωλάρα μου, μωρό μου;"
Η απάντησή μου ήταν μηχανική -δεν είχα τη διάθεση να μελετήσω ενδελεχώς το καμάρι του και να εξάγω ακριβές και ειλικρινές πόρισμα.
"Έχω δει καλύτερες", μουρμούρισα και, κάνοντας ένα βήμα στο πλάι, συνέχισα το δρόμο μου.
Τον άκουσα πίσω μου να φτύνει μια λέξη σχεδόν με παράπονο. "Φακλάνα!"
Δεν του κράτησα κακία. Ήξερα πια πως η ερωτική απογοήτευση είναι πολύ πικρό ποτήρι.
Είχε βραδιάσει για τα καλά -ήμαστε απογευματινές εκείνη τη βδομάδα- κι έκανε διαολεμένο κρύο. Επιστρέφαμε στα σπίτια μας έπειτα από άλλη μια συναρπαστική μέρα στο ΚΑ΄ Γυμνάσιο Θηλέων. Η Ντίνα και η Παγώνα προπορεύονταν, εγώ ακολουθούσα ξοπίσω βυθισμένη στις σκέψεις. Με απασχολούσε ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας: τον κιμά που είχε ξεπαγώσει η μάνα μου λίγο προτού φύγω για το σχολείο άραγε τον είχε κάνει κεφτέδες ή σουτζουκάκια; Μισούσα τα σουτζουκάκια, αλλά η μάνα μου θεωρούσε ότι φτουράνε περισσότερο από τους κεφτέδες. Άσε που με τα σουτζουκάκια ξεμπέρδευε μ' ένα συνοδευτικό πιλάφι, ενώ οι κεφτέδες απαιτούσαν μπελαλίδικο καθάρισμα πατάτας για τηγάνι.
Ενώ τα συλλογιζόμουν όλα αυτά και προσπαθούσα να πείσω με παρακάλια την τύχη να δουλέψει προς όφελός μου, άκουσα ουρλιαχτά. Σήκωσα αλαφιασμένη το κεφάλι μου. Η Ντίνα και η Παγώνα το είχαν βάλει στα πόδια, τσιρίζοντας μ' όλη τους τη δύναμη. Έμεινα κεραυνόπληκτη μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα άρχισα να τρέχω κι εγώ σαν αφηνιασμένη φοράδα. Μπορεί να μην ήξερα το λόγο, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν κάθεσαι να σκεφτείς, ακολουθείς τους υπόλοιπους.
"Τι έγινε;" φώναξα, προσπαθώντας να τις προφτάσω.
"Τρέχααα…. Δείχνει το πουλί του!" απάντησε ξέπνοη η Ντίνα.
Ποιος… Το πουλί του;
Οι ελβιέλες μου φρενάρισαν απότομα, αφήνοντας ίχνη ενός μέτρου στην άσφαλτο. Μυρωδιά καμένου λάστιχου πλημμύρισε τον αέρα. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Κι εκεί, ανάμεσα στους ευκαλύπτους και τα πεύκα του λοφίσκου της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, στεκόταν εκείνος για τον οποίο μας είχαν προειδοποιήσει οι μανάδες μας, οι καθηγήτριες, το Πάνθεον και η Γυναίκα: ο Ανώμαλος. Με σάρκα και οστά. Και με καμπαρντίνα, κάλτσες και παπούτσια. Ο κύριος Επιδειξίας αυτοπροσώπως. Και στην παλάμη του, που παλινδρομούσε αποδίδοντας τα οφειλόμενα στο θεό Έρωτα, βρισκόταν το αντικείμενο των εφηβικών ανησυχιών μου: το Πουλί.
Όπως συνήθως γίνεται σ' αυτή την ηλικία, η περιέργεια νίκησε το φόβο. Επιτέλους θα το αντίκριζα στην πραγματικότητα, κι όχι μόνο στα ντοκιμαντέρ για τις άγριες φυλές της Αφρικής και στον τόμο νούμερο ένα της Ερωτικής Αρμονίας της θειας μου της Μίνας. Έκανα ένα βήμα μπροστά και γούρλωσα κι άλλο τα ήδη γουρλωμένα μάτια μου. Όμως, θες η απόσταση, θες το κρύο που κατά πάσα πιθανότητα το είχε συρρικνώσει σε μέγεθος εφταμηνίτικου κοκοβιού, το Πουλί ήταν άφαντο. Ο δε κάτοχός του, ικανοποιημένος από τον πανικό που είχε σπείρει, τέλειωσε τη δουλίτσα του σε λίγα λεπτά και χώθηκε ξανά στις λόχμες απ' όπου είχε βγει. Το εξωτικό πουλί έκανε φτερά οριστικά και χρειάστηκε να περιμένω αρκετά χρόνια μέχρι να το ξαναδώ. Εκείνο το βράδυ, απ' την τσαντίλα μου χτύπησα όλα τα κουδούνια που βρήκα μπροστά μου μέχρι να γυρίσω στο σπίτι. Και το χειρότερο, η μάνα μου τελικά είχε φτιάξει σουτζουκάκια.
Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ανέβαινα φουριόζα τη Σπάρτης, προς την πλατεία Αμερικής. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι λογαριασμοί του ΟΤΕ, και της ΔΕΗ, η προθεσμία για την παράδοση της δουλειάς που ψυχορραγούσε, οι διακοπές που δεν θα πήγαινα -ξανά- λόγω αψιλίας. Καθώς προχωρούσα, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά σαν πολιορκητικός κριός, δεν αντιλήφθηκα παρά την τελευταία στιγμή τον τύπο που, αφού πετάχτηκε μ' ένα σάλτο πίσω απ' τους κάδους του δήμου και τους σωρούς των στραπατσαρισμένων χαρτόκουτων έξω απ' το ξενοδοχείο Μαριλένα, στάθηκε μπροστά μου. Τον κοίταξα αιφνιδιασμένη, με τις μισές σκέψεις μου ακόμα αλλού. Γύρω στα σαράντα πέντε, με μπλε αθλητική φόρμα, είχε το ένα χέρι στη μέση ενώ με το άλλο κρατούσε καμαρωτός το βασιλικό σκήπτρο του. Τίναξε ελαφρά τους γοφούς του προς τα εμπρός και με ρώτησε, λάμποντας από πατρική περηφάνια:
"Σ' αρέσει η ψωλάρα μου, μωρό μου;"
Η απάντησή μου ήταν μηχανική -δεν είχα τη διάθεση να μελετήσω ενδελεχώς το καμάρι του και να εξάγω ακριβές και ειλικρινές πόρισμα.
"Έχω δει καλύτερες", μουρμούρισα και, κάνοντας ένα βήμα στο πλάι, συνέχισα το δρόμο μου.
Τον άκουσα πίσω μου να φτύνει μια λέξη σχεδόν με παράπονο. "Φακλάνα!"
Δεν του κράτησα κακία. Ήξερα πια πως η ερωτική απογοήτευση είναι πολύ πικρό ποτήρι.
***
Provato είπε και ελάλησε...
εμ, κάτι τέτοιες σαν κι εσένα, με τέτοιες αγενέστατες συμπεριφορές τα έχουν κάνει σκατά και δεν γαμεί κανείς στα πάρκα αυτής της πόλης πια...
μπε μπεεε
10:49 μ.μ.
Provato είπε και ελάλησε...
...και μένουμε εμείς οι φυσιολογικοί ανώμαλοι που ΠΑΡΚΑλάμε να μας την πέσει κανένας ανώμαλος στα πάρκα με το πουλί στο χέρι...
μπε μπεεεεε πια
μπε μπεεε
11:17 μ.μ.
greekgaylolita είπε και ελάλησε...
O επιδειξίας και η επιπληξίας
Well done kour:)
2:05 π.μ.
ΠΡΕΖΑ TV είπε και ελάλησε...
Τελικα τι εφαγες;
2:17 π.μ.
0comments είπε και ελάλησε...
Για μια κουρούνα η ορνιθολογία είναι ότι για μας τους κοινούς θνητούς η ανθρωπολογία.
Γύρισες;
8:20 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι λογαριασμοί του ΟΤΕ, και της ΔΕΗ, η προθεσμία για την παράδοση της δουλειάς που ψυχορραγούσε, οι διακοπές που δεν θα πήγαινα -ξανά- λόγω αψιλίας.
Ποιος ψυχορραγούσε; Τι ψυχορραγούσε; Η προθεσμία; Η παράδοση; Η δουλειά; * * * Διακοπές; Διακοπές; ΑΠΟ ΤΙ;
Την ατυχία μου...
3:07 μ.μ.
hardrain είπε και ελάλησε...
χαχαχα...πάνε πολλά χρόνια τώρα, στο πάρκο του Φλοίσβου στο Παλαιό Φάληρο κυκλοφορούσε ένας τέτοιος τύπος συνεπής ψωλοδείχτης για ένα δυο χειμώνες (τα καλοκαίρια θα πήγαινε διακοπές μαζί με το πουλί του, γιατί δεν τον έβλεπε κανείς)
Μέχρι, που μια μέρα, ή μάλλον ένα απόγευμα ,αργά, είχε την ατυχία να πέσει πάνω στην καλή μου φίλη τη Σωτηρία...Αγέρωχη, θαυμάσια ψύχραιμη, ατενίζει το φυλαχτό του τύπου και του λεει ήρεμα σχεδόν ψιθυριστά: άλλο καλύτερο δεν έχεις; Ο τύπος πάντως δεν ξαναφάνηκε στο πάρκο,το οποίο έτσι, βρήκε τη...σωτηρία του.
χμ...Θυμηθείτε το βλέμμα της Σωτηρίας της Λεονάρδου στο Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη. Αυτή.
4:28 μ.μ.
violent unknown event είπε και ελάλησε...
Επιδειξίας στη Βασιλίσσης Όλγας αργά το απόγευμα. Η Κουρούνα στο αυτοκίνητο. Επιδειξίας πλησιάζει και παίζει μανιασμένα "το βασιλικό σκήπτρο του".
Κουρούνα: Μήπως μπορείς να το παίξεις λίγο πιο γρήγορα; Δε μ' αρέσει ρυθμός σου!
ΥΓ. Ναι, το είπε!
9:01 π.μ.
Mirandolina είπε και ελάλησε...
Με την άδειά σας, σεβαστή μου κυρία κουρούνα, βρίσκομαι εδώ για να υπερασπιστώ τα σουτζουκάκια. Διότι, φίλη μεν κουρούνα, φίλτατα δε σουτζουκάκια. Άκου καλύτεροι οι κεφτέδες!
Έχετε διαταρράξει τη μαγειρική ισορροπία του σύμπαντος μ αυτά και μ αυτά...
4:25 μ.μ.
Marina είπε και ελάλησε...
Αργά το βράδυ σε δρόμο Παλ. Φαλήρου, γυρίζω από βραδυνή βόλτα σκύλου. Μπροστά στα σκαλιά της πολυκατοικίας τύπος με το παντελόνι στα γόνατα και το πουλί στο χέρι, βλέμμα κουκού μου απευθύνει το λόγο "φίλα το μωρή!"
λέω λοιπόν "Λίζα φίλα τον" οπότε πετάγεται ο σκύλος επάνω στον επιδειξία ο οποίος τρόμαξε έκανε ένα βήμα πίσω, πάτησε το παντελόνι του και σωριάστηκε..
προφανώς δεν είχε προσέξει το πεκινουά..τον σκύλαρο!
12:04 π.μ.
η Λίτσα είπε και ελάλησε...
Αν πετύχουν τα σουτζουκάκια, τύφλα νάχουν οι κεφτέδες…
Όλο σ’ άλλους τυχαίνουν οι ‘ανώμαλοι’, σε μένα τίποτα, μόνο περιγραφές ακούω και διαβάζω, τι έχω εγώ δηλαδή; Ανωμαλοδιώχτη;
4:33 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Kataplhktiko to "... Πάνθεον και η Γυναίκα"!
Erotisi (teleios akadhmaiki): pio einai to gynaikeio antistoixo tou "epideiksia / anomalou"?
Idom
12:44 π.μ.
alximist είπε και ελάλησε...
Καλά κορίτσια με έχετε στείλει...τέλειες ατάκες...λύθυκα στα γέλια.
Greekgaylolita: θεικό άλλη μια φορά!
Ιδομ: Η επιδειξίας/ ανώμαλη υποθέτω?
5:08 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
πανάλφρο, εντυπωσιακό, με καλή ατμόσφαιρα και την αίσθηση του αστείου... Μιχάλης
12:23 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
μα τί να πώ, τί να πώ έχω πέσει κάτω από τα γέλια...
» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο