Τα μακαρόνια λάσπωσαν (μέρος β΄)
Γιος μιας θεοσεβούμενης νοικοκυράς κι ενός εθνικόφρονα στρατιωτικού ("Τον παππού τον λέγανε Αργύρη, αλλά ο μπαμπάς θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό με βγάλανε Ξενοφώντα"), φίλος του συζύγου της Ζωής, ο Ξενοφών ήταν είκοσι έξι χρόνων την εποχή της γνωριμίας τους. Λίγο καιρό αργότερα της αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της κι ότι θα τη διεκδικούσε αν δεν ήταν σύζυγος του φίλου του.
Η Ζωή σταυροκοπήθηκε νοερά κι ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτή τη μικρή χάρη. Όχι ότι αντιπαθούσε τον Ξενοφώντα, που ήταν πράος, ευγενικός, και φαινόταν άκακος όσο ένα αρνί. Όμως απ΄ τον άντρα της είχε μάθει πως δεν άφηνε ομιλία για ομιλία του Πλεύρη που να μην πηγαίνει και πως ήταν συνδρομητής στο Δαυλό. Αυτά, βέβαια, δεν τον έκαναν απαραίτητα μετεμψύχωση του Αδόλφου, όμως η Ζωή είχε πικρή πείρα από βαρεμένους και οι οιωνοί δεν ήταν καλοί.
Ο Ξενοφών επισκεπτόταν το ζευγάρι στις ονομαστικές εορτές τους, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μέχρι που τελικά έκοψε κι αυτές τις συναντήσεις γιατί, όπως εξομολογήθηκε στη Ζωή, "δεν άντεχε να τη βλέπει και να ξέρει ότι δεν ήταν δικιά του". Εκείνη στενοχωρήθηκε όσο απαιτούσε η ευγένεια κι έπειτα έβγαλε τον Ξενοφώντα από το μυαλό της.
Πέρασαν αρκετά χρόνια. Η Ζωή πήρε διαζύγιο και βρισκόταν στη Μετά Γάμον Σοβαρή Σχέση Νο 2, όταν συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο. Εξαιρώντας ένα παχύ μουστάκι που αγκάλιαζε το στόμα του κι έφτανε χαμηλά στο σαγόνι του, και το οποίο η Ζωή δεν είχε ξαναδεί, ο Ξενοφών δεν είχε αλλάξει πολύ. Παρά τη διαπεραστική ψύχρα φορούσε, όπως πάντα, κοντομάνικο μπλουζάκι που άφηνε να φαίνονται τα μυώδη μπράτσα του -"Ο μπαμπάς με έβαζε από μικρό να γυμνάζομαι. Πίστευε στη σκληραγώγηση". Το ξυρισμένο κεφάλι, το στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και οι καλογυαλισμένες μαύρες Βέρμαχτ συμπλήρωναν την εικόνα κι έδιναν την εντύπωση ότι μόλις τον είχαν αμολήσει από συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής. Μετά τις συνηθισμένες σ' αυτές τις περιπτώσεις ερωτήσεις και τις ακόμα πιο συνηθισμένες απαντήσεις, έφτασαν στα δύσκολα.
"Τι κάνει ο Σπύρος, Ζωΐτσα μου;" ρώτησε ο Ξενοφών.
"Μας πήδηξε φέτος ο κωλόκαιρος, όλο βροχή, βροχή", μουρμούρισε η Ζωή, κοιτώντας επιδεικτικά το συννεφιασμένο ουρανό.
"Ναι, χάλια, μην τα συζητάς…" συμφώνησε εκείνος. "Ο Σπύρος τι κάνει;" ξαναρώτησε.
"Κι αυτή η ΕΜΥ δεν ξέρει πού πάν' τα τέσσερα".
"Ναι, δίκιο έχεις… Ο Σπύρος τι κάνει;"
"Γαμώ το, και δεν πήρα ομπρέλα μαζί μου".
"Δεν νομίζω να πιάσει, μην ανησυχείς. Ο Σπύρος τι κάνει;"
Η Ζωή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή που πλησίαζε καλπάζοντας, και παράτησε τις προσπάθειες.
"Ε, τι να κάνει κι αυτός… Καλά θα είναι. Δεν άκουσα κάτι δυσάρεστο".
"Τι πα' να πει 'καλά θα είναι', βρε Ζωΐτσα μου; Δεν ξέρεις τι κάνει ο άντρας σου;"
"Όχι, δεν ξέρω, γιατί δεν είναι πια άντρας μου ο Σπύρος. Πάνε τρία χρόνια που χωρίσαμε", ξεφούρνισε την αλήθεια θαρραλέα η Ζωή. Θα έπαιρνε όρκο ότι ξαφνικά ο Ξενοφών ψήλωσε πέντε πόντους. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και τα μάτια του πλημμύρισαν από τη λαχτάρα του ναυαγού που βλέπει στον ορίζοντα την ξηρά, αφού πρώτα έχει θαλασσοπνιγεί μια βδομάδα.
"Τι λες, βρε Ζωΐτσα… Πωπώ! Στενοχωρήθηκα τώρα", είπε εκείνος, με το ύφος ανθρώπου που μόλις έμαθε ότι κέρδισε το Λόττο.
"Ε, δεν είναι και για θάνατο, τυχερά είναι αυτά. Το έχω ξεπεράσει. Λοιπόν, Ξενοφών, χάρηκα που σε ξαναείδα, αλλά πρέπει να πηγαίνω…" είπε η Ζωή.
"Ζωΐτσα, θέλω να με ακροαστείς!" φώναξε με φούρια ο Ξενοφών, αρπάζοντάς την από το μπράτσο.
"Γιατρός είμαι να σε ακροαστώ, βρε Ξενοφών;" ρώτησε εκείνη, τραβώντας διακριτικά το χέρι της.
"Ζωΐτσα, δεν είναι ώρα γι' αστεία, θέλω να σου μιλήσω, όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψα να σε αγαπώ, ζούσα με τη σκέψη σου, τώρα μπορείς να γίνεις δικιά μου, δε χρειάζεται να νοιαστώ τον φίλο μου, χωρίσατε, είσαι ελεύθερη", απάγγειλε απνευστί ο Ξενοφών.
"Όχι ακριβώς", είπε η Ζωή.
"Ε;" βραχυκύκλωσε ο Ξενοφών.
"Δεν είμαι ελεύθερη. Θέλω να πω, έχω σχέση".
Βαστάτε, Τούρκοι, τ' άλογα!
Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Ξενοφών -ο πράος, ο ευγενικός, ο άκακος, το αρνί- μεταμορφώθηκε. Το μούτρο του κοκκίνισε, τα μάτια του στένεψαν, τα φρύδια του έσμιξαν, στο μέτωπό του εμφανίστηκαν κόμποι ιδρώτα, τα χείλια του έγιναν μια ίσια γραμμή, τα ποντίκια του φούσκωσαν, οι γροθιές του σφίχτηκαν.
"Τι θα πει έχεις σχέση;" ρώτησε με στριγκιά φωνή.
"Θα πει έχω σχέση", απάντησε η Ζωή, σαστισμένη με την ξαφνική αλλαγή.
"Πότε πρόλαβες; Τρία χρόνια έχεις που χώρισες!"
"Ε, καλά, βρε Ξενοφών, χώρισα, δε χήρεψα ώστε να τα βάψω μαύρα. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος".
"Κι εγώ;" είπε ο Ξενοφών -με παραπονιάρικο ύφος τώρα.
"Πάρε νούμερο και περίμενε τη σειρά σου, τι να σου πω;" απάντησε απότομα η Ζωή, που είχε αρχίσει να φορτώνει.
Βλέποντάς τη να εκνευρίζεται, ο κύριος Χάιντ έγινε ξανά δόκτωρ Τζέκιλ. "Καλά, Ζωΐτσα μου, μην εξάπτεσαι. Πάντα ήμουν άτυχος. Αν είχα μάθει νωρίτερα για το διαζύγιό σου, τώρα θα ήμασταν μαζί", της είπε με πένθιμο ύφος.
Αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ζωή.
"Δεν το ΄θελε η μοίρα, Ξενοφών. Ίσως σε μια άλλη ζωή…" του είπε μελοδραματικά.
Όμως ο Ξενοφών δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Ήταν βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή.
"Ζωΐτσα", της είπε ξαφνικά, "πρέπει να σου μιλήσω".
"Γιατί, τι κάνεις τόση ώρα; Δε μου μιλάς;"
"Εννοώ κάπου ήσυχα, όχι μες τη μέση του δρόμου. Πρέπει να σου πω πώς νιώθω για σένα".
"Τα ΄παμε αυτά, βρε Ξενοφών, δεν τα ΄παμε; Αφού είμαι με άλλον".
"Ναι, αλλά εγώ πρέπει να σου εξομολογηθώ κάποια πράγματα να τα ξέρεις. Και μετά δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά".
Το τελευταίο έπεισε τη Ζωή. Δεν έπρεπε ν' αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.
"Ωραία", είπε στον Ξενοφώντα. "Πάμε σε μια καφετέρια να τα πούμε".
"Όχι! Δεν πάω σε καφετέριες. Μπορεί να μας δει κάνα μάτι", είπε εκείνος αλαφιασμένος.
"Ε, και;" τον ρώτησε απορημένη η Ζωή.
"Μπορεί να το μάθει η μαμά".
"Και λοιπόν;"
"Α, δεν αρέσουν αυτά στη μαμά. Είναι παλαιών αρχών. Ξέρεις τι έχει να γίνει αν μάθει ότι τραβιέμαι με γυναίκες;"
"Γιατί, προτιμάει να τραβιέσαι με άντρες;"
"Ζωΐτσα! Τι είναι αυτά που λες;"
"Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι μ' έπιασε, ίσως φταίει ότι είμαι νηστική απ' το πρωί".
"Απλώς η μαμά θέλει να γνωρίζει τις κοπέλες με τις οποίες βγαίνω".
"Πόσο είπαμε ότι είσαι, Ξενοφών; Κάτσε… Με περνάς τρία χρόνια, άρα είσαι πια στα τριάντα οχτώ. Δηλαδή κάπως μεγάλος για να δίνεις αναφορά στη μαμά σου, σωστά;"
"Ζωΐτσα, όλα κι όλα. Εγώ τη μαμά μου τη σέβομαι. 'Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου'. Το λέει κι ο Θεός".
"Καλά, αφού το λέει ο Θεός ποια είμαι εγώ να φέρω αντίρρηση; Αφού δεν μπορούμε να πάμε σε καφετέρια, ας το αφήσουμε καλύτερα. Σου είπα, δεν ήταν γραφτό".
"Όχι!!! Μπορώ να έρθω στο σπίτι σου".
"Δε γίνεται. Εκεί μένει η δική μου η μαμά", είπε η Ζωή. Μπορεί η κυρία Αντιόπη να μην ήταν παλαιών αρχών, αλλά ξέροντας ότι η κόρη της είχε Σοβαρή Σχέση, δε θα έβλεπε με καλό μάτι ένα δεύτερο αρσενικό -για το οποίο, το σημαντικότερο, δεν είχε απολύτως καμία πληροφορία.
"Σε παρακαλώ, Ζωΐτσα", επέμεινε ο Ξενοφών. "Πρέπει να με ακροαστείς. Και δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά".
"Βρε λύσσα μ' αυτή την ακρόαση!"
Η Ζωή το σκέφτηκε λιγάκι. Οι γονείς της τα σαββατοκύριακα κατέβαιναν στο εξοχικό τους. Μπορούσε να καλέσει τότε τον Ξενοφώντα. Θα της έλεγε ό,τι είχε να της πει, εκείνου θα του περνούσε ο καημός, κι εκείνη θα ξεμπέρδευε μια και καλή μ' αυτή τη θλιβερή ιστορία.
"Πολύ καλά. Μπορείς να έρθεις το Σάββατο το απογευματάκι;" τον ρώτησε.
Σιγά που δεν μπορούσε!
(Συνεχίζεται)
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
this is gonna end up in tears, isn't it?
2:17 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Κάτι σε Αράπογλου μου κάνει η Ζωίτσα.
Ο Φώντακας τώρα κάτι σε ντεμέκ Ψωμιάδης.
......
4:11 μ.μ.
alkminifashion.com είπε και ελάλησε...
Μας έχεις πεθάνει στην αγωνία. Πάντως και της Ζωίτσας, τους τραβάει ο οργανισμός της τους μαλάκες. Καλά ξεμπερδέματα.
11:03 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Κουρουνα, μολις διαβασα το κειμενο σου για την λι0οτριψη -- η δικη μου ηταν πριν πεντε μερες. Το γραψιμο σου ειναι καταπληκτικο--το εξαιρετικο χιουμορ, η στρωτη γλωσσα και το πεντακα0αρο νοημα. Αραγε πως/που εμα0ες να γραφεις τοσο καλά;
9:08 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Αχ, please, να μην αργήσει το τρίτο μέρος όσο το δεύτερο -ε φανταστική μας Κουρούνα;(κατά τη γνωστή, κάπως παλιά διαφήμιση!)
:-D
Άσε που ανησυχήσαμε...
Καλημέρα σε όλους!
12:46 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Κώστα, κατά κει πάει μάλλον!
Συκοφάντη, ποτέ "Φώντακας" ο Ξενοφών. Δεν είναι αρχαιοπρεπές.
Τσατίλα, ένα δίκιο το΄χεις, δε λέω. Για να δούμε τι θα γίνει.
Ανώνυμε α΄, περαστικά! Και ξέρεις: πολύ νεράκι (αυτό που δεν κάνω εγώ δηλαδή).
Ανώνυμε β΄, η αργοπορία οφείλεται σε τεχνικά προβλήματα. Δεν έχω σύνδεση Ίντερνετ στο σπίτι εδώ και κάμποσους μήνες και έτσι μπαίνω ονλάιν κάνα δυο φορές την εβδομάδα ή και λιγότερο. Θα διορθωθεί εν καιρώ αυτό. Το τρίτο μέρος πάντως θα το γράψω πιο σύντομα, εντάξει.
10:43 μ.μ.
akindynos είπε και ελάλησε...
Να μαντέψω τη συνέχεια.
Ο Ξενοφώντας αποκαλύπτει στη Ζωή ότι έχει ένα φίνο συνεταίρο, τον Απόστολο Β, με τον οποίο θα στήσουν την εκλογή νέου πατριάρχη Ιεροσολύμων.
Αυτός προμηθεύει στη Ζωίτσα πλαστό ισραηλινό διαβατήριο αλλά στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ ...
Ξέφυγα;
11:35 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Μπράβο, μπράβο και πολύ ωραία η συνέχεια και χα-χα-χα πλην όμως: ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ στοπ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΧΩ ΑΛΛΗ ΣΥΣΚΕΥΗ στοπ ΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΩ ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΣΟΥ στοπ
12:20 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Xameno kormi, ευχαριστώ για τα γλυκόλογα.
Ακίνδυνε, δεν ξέφυγες καθόλου. Μόνο που πρασίνισα λιγάκι στις άκρες διότι μπροστά στη δική σου ιστορία η δική μου συνέχεια θα είναι απλώς οδοντόκρεμα!
8:30 μ.μ.
Ιφιμέδεια είπε και ελάλησε...
Κουρούνα εύγε!
Δώσε λασπωμένα μακαρόνια στο λαό σου!
Τον φοβάμαι τον Ξενοφώντα.. Ελπίζω η Ζωίτσα να μην πάθει τίποτα από την ανωμαλάρα...
12:36 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
...τι θα γίνει Κουρούνα μας θα στρωθείς να γράψεις καμιά αράδα;
1:39 μ.μ.
An-Lu είπε και ελάλησε...
Άρχισαν να γίνονται πιο al dente τα μακαρόνια σε αυτό το μέρος και πολύ το γουστάρω!!!!!!
1:57 μ.μ.
*...Nantia...* είπε και ελάλησε...
den tin vlepw kala tin zwitsa...to vlepw o trelos na tin skotwnei!!!!
10:16 π.μ.
jul είπε και ελάλησε...
Κι΄αλλο - κι'αλλο!!!!!
Μόλις σε ανακάλυψα και με άφησες στην αγωνία!!!! Θα την σκοτώσει???Η θα τους πιάσει "η σοβαρή σχέση" στο κρεββάτι??? Αντε βρε...
8:25 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Eπειδή τυχαίνει να έχω την ίδια ηλικά με τον Ξενοφώντα, θέλω να δηλώσω τα εξής:
Aγαπητή Κουρούνα, η φαντασία σου τρέχει με χίλια. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο άτομο σε αυτή την ηλικία. Θα τον είχαμε εξοντώσει με σφαλιάρες πολύ πριν καβαντζάρει τα 30. Και μη μασάς από τα μπράτσα, μόνο οι κότες τα μοστράρουν.
Τι κακό σ' έχει βρει, κορίτσι μου...
» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο