Τα μακαρόνια λάσπωσαν (μέρος γ΄)
Το βράδυ του Σαββάτου, όταν χτύπησε το κουδούνι, η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν αγχωμένη όπως ο ασθενής σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Μια ψυχή που ΄ναι να βγει, ας βγει, σκέφτηκε, ελπίζοντας ότι η επίσκεψη του Ξενοφώντα θα ήταν σύντομη.
Όταν άνοιξε την πόρτα, της επιτέθηκε μια ανθοδέσμη από κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
"Τα λουλούδια στα λουλούδια!" φώναξε με ενθουσιασμό ο Ξενοφών, που είχε προτάξει το μπουκέτο όπως ο γενίτσαρος το γιαταγάνι. "Κι αυτά για να σε γλυκάνω, Ζωΐτσα μου", πρόσθεσε, σηκώνοντας ψηλά ένα γαλάζιο κουτί με μαργαρίτες, που έγραφε επάνω ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ Η Γλυκιά Γωνιά.
Η Ζωή πήρε τα δώρα και παραμέρισε για να περάσει στο σπίτι ο Ξενοφών. Όταν εκείνος μπήκε μέσα και τον είδε καλύτερα, μόνο που δεν έκανε το σταυρό της. Το ξυρισμένο κεφάλι και η μουστάκα είχαν παραμείνει ίδια -αδύνατον να θυσιάσει το σύμβολο του ανδρισμού του ο Ξενοφών, ακόμα και για τη Ζωΐτσα- αλλά ο υπόλοιπος είχε μεταμορφωθεί. Φορούσε σκούρο καφέ κοτλέ κοστούμι, μπεζ καλοσιδερωμένο πουκάμισο, σατέν κρεμ παπιγιόν και καφέ δερμάτινα παπούτσια με κορδόνια. Τον περιέβαλε δε ένα βαρύ αρωματικό σύννεφο που ο πατέρας της Ζωής, αν ήταν παρών, θα αποκαλούσε "κουνουποδιώκτη".
Καλέ! Αυτός ντύθηκε σαν γαμπρός! σκέφτηκε η Ζωή. Την έζωσαν τα μαύρα φίδια, ωστόσο κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
"Κάτσε, Ξενοφών", του είπε, δείχνοντάς του τον καναπέ της κυρίας Αντιόπης, με τα πλεχτά σεμέν στα μπράτσα και τη ράχη. Πήγε στην κουζίνα, έβαλε το κουτί με τα γλυκά στο ψυγείο, τα λουλούδια σ' ένα βάζο και στη συνέχεια στο τραπέζι του σαλονιού, κι έπειτα κάθησε στην πολυθρόνα απέναντι στον Ξενοφώντα, με το τραπεζάκι του καφέ ανάμεσά τους -για λόγους ασφαλείας.
Τον κοίταξε.
Καθόταν με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια πλεγμένα πάνω στα γόνατά του και, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, την κάρφωνε λιγωμένος.
Η Ζωή περίμενε.
Καμία αντίδραση από τον Ξενοφώντα.
Πέρασαν μερικά λεπτά. "Θες έναν καφέ, Ξενοφών; Ένα γλυκάκι;" τον ρώτησε τελικά, αμήχανη.
"Όχι, Ζωΐτσα μου, το γλυκάκι μου είσαι εσύ", απάντησε εκείνος.
Κακή αρχή κάναμε, σκέφτηκε η Ζωή, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ο Ξενοφών της έριξε κι άλλες φλογερές ματιές.
Εκείνη άρχισε να παρατηρεί με ζήλο τα νύχια της.
"Ζωΐτσα, κανείς δεν θα σε αγαπήσει όπως εγώ", δήλωσε ξαφνικά ο Ξενοφών.
Μπα; Και πού το ξέρεις; Τους ρώτησες όλους; ήθελε να του πει πικαρισμένη. Αυτό έλειπε, να ήταν ο Ξενοφών εκείνος που θα την αγαπούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της! Όμως δεν έκανε κανένα σχόλιο. Όσο πιο γρήγορα τέλειωναν, τόσο το καλύτερο -κυρίως για κείνη.
"Μου είπες ότι τα έχεις με άλλον, όμως δε θέλω να φύγω απ' αυτή τη ζωή χωρίς να τρυγήσω το αμπελάκι σου".
Η Ζωή τα ΄χασε. "Ποιο αμπελάκι, βρε Ξενοφών; Τι λες; Χάζεψες;"
"Το αμπελάκι σου", είπε ο Ξενοφών, χαμηλώνοντας με νόημα το βλέμμα και κοιτώντας κάπου ανάμεσα στον αφαλό και τα γόνατα της Ζωής.
"Ποιο αμπελ… Α, αυτό!" είπε εκείνη, καταλαβαίνοντας καθυστερημένα για ποιο αμπελάκι μιλούσε ο Ξενοφών.
"Προτιμάς να το λέω αλλιώς; Πώς το ΄χεις βαφτίσει;"
"Δεν το ΄χω βαφτίσει. Δεν τα βρήκαμε με το νονό κι έμεινε αλάδωτο. Μα τι είναι αυτά που λες, Ξενοφών; Πλάκα μου κάνεις;"
"Γιατί, Ζωΐτσα μου; Εγώ το δικό μου το λέω Μικρό Ξενοφώντα".
"Έχεις και συ αμπελάκι;"
"Ε, όχι κι αμπελάκι ο Μικρός Ξενοφώντας!"
"Σωστά, παρασύρθηκα…" είπε η Ζωή. "Και δε μου λες, είναι αντιπροσωπευτικό το 'μικρός';" ρώτησε προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Έξις δευτέρα φύσις.
"Όχι, δα!" απάντησε με στόμφο ο Ξενοφών. "Ο Μικρός Ξενοφώντας είναι το καμάρι μου! Το καύχημά μου! Το στολίδι μου!"
"Εντάξει, το μήνυμα ελήφθη. Μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα;"
"Ό,τι πεις εσύ, πεπονάκι μου", είπε ο Ξενοφών.
"Πώς το ΄πες αυτό;"
"Ποιο;"
"Αυτό με το πεπονάκι".
"Μου αρέσουν τα υποκοριστικά. Σε πειράζει να σε λέω πεπονάκι μου;"
"Ναι, με πειράζει".
"Καρπουζάκι μου;"
"Κι αυτό με πειράζει".
"Κολοκυθούλα μου;"
"Κοίτα, Ξενοφών, αν πιάσουμε όλα τα κηπευτικά με τη σειρά θα ξημερώσουμε. Δε θέλω να με λες τίποτα. Έχω όνομα".
"Καλά, Ζωΐτσα μου", είπε υπάκουα ο Ξενοφών, φανερά απογοητευμένος όμως που δεν του επιτρεπόταν να εκδηλώσει τον έρωτά του με τον τρόπο που ήθελε. "Όπως σου είπα, δε θέλω να πεθάνω χωρίς να τρυγήσω το αμπελάκι σου. Μπορεί τώρα να έχεις σχέση με άλλον, αλλά όταν τα χαλάσετε…"
"Γιατί να τα χαλάσουμε, βρε γρουσούζη; Το ΄χεις σίγουρο, δηλαδή;"
"Ναι".
"Πώς το ξέρεις;"
"Γιατί είναι γραφτό να είμαστε μαζί εμείς οι δύο. Να πώς το ξέρω".
"Μπα;"
"Ναι. Αν σου εξηγήσω πώς σε ερωτεύτηκα, θα καταλάβεις. Να σου εξηγήσω;"
Όχι, να σηκωθείς και να πέσεις απ' το μπαλκόνι, ήθελε να του απαντήσει η Ζωή, που πια είχε μετανιώσει για την πρόσκληση, όμως η ευγένεια δεν το επέτρεπε.
"Εξήγησέ μου", του απάντησε με μισή καρδιά.
"Λίγο καιρό μετά που σε γνώρισα…"
Α, πάει μακριά η βαλίτσα, σκέφτηκε εκείνη.
"…είδα ένα όνειρο".
Η Ζωή δύο πράγματα βαριόταν περισσότερο κι από τις αμαρτίες της: να της περιγράφουν οι άλλοι τα όνειρα και τις δίαιτές τους. Όμως είχε παραχωρήσει ακρόαση στον Ξενοφώντα, και το πρωτόκολλο απαιτούσε να υπομείνει τη δοκιμασία. Αναστέναξε, πήρε βαθιά ανάσα και περίμενε.
"Ήμουν, που λες, σε μια έρημο και περπατούσα. Ο ήλιος έκαιγε πάρα πολύ και πουθενά δεν υπήρχε ούτε ένα πράσινο φύλλο. Ο λαιμός μου είχε ξεραθεί", άρχισε να αφηγείται ο Ξενοφών. "Εκεί που κόντευα να κορακιάσω από τη δίψα, βλέπω μπροστά μου έναν πέτρινο κρουνό σαν λιονταροκεφαλή, από τον οποίο ξεχυνόταν γάργαρο νερό. Έτρεξα σαν τρελός, έσκυψα, κι άρχισα να πίνω, να πίνω, να πίνω… Όταν ξεδίψασα, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ότι η λιονταροκεφαλή είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της καθόσουν εσύ με ανοιχτά τα πόδια και το νερό ανάβλυζε από το μουνί σου".
Για μια στιγμή η Ζωή νόμισε ότι την είχαν γελάσει τα' αφτιά της. Ο Ξενοφών, το καλό παιδί και άξιο παλικάρι που ποτέ πριν δεν το είχε ακούσει να βρίζει, είχε πει μουνί; Μουνί; Ούτε καν μουνάκι; Και τι είχε απογίνει το αμπελάκι; Από την έκπληξη δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει λέξη.
"Κατάλαβες, Ζωΐτσα;" τη ρώτησε με αγωνία ο Ξενοφών, χωρίς να προσέξει την ταραχή της. "Ήμουν διψασμένος και μου έδωσες νερό! Το όνειρο ήταν σημαδιακό. Πάει να πει ότι σ' αυτή τη ζωή εσύ θα μου χαρίσεις την ευτυχία".
"Ε, καλά, Ξενοφών. Ένα όνειρο ήταν. Μη δίνεις τόση σημασία. Εγώ κάποτε είδα ότι μου φύτρωσαν ρόδες και…"
"Μα δεν ήταν μόνο αυτό!" τη διέκοψε ο Ξενοφών. "Είδα κι άλλο όνειρο μετά!"
Ρε, τι πάθαμε! σκέφτηκε η Ζωή.
"Περπατούσα σε μια παγωμένη λίμνη", συνέχισε ακάθεκτος ο Ξενοφών. "Ξαφνικά, έσπασε ο πάγος και βυθίστηκα στο νερό. Έπειτα οι πάγοι έσμιξαν ξανά κι άρχισα να πνίγομαι. Όπως σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου, σε βλέπω να εμφανίζεσαι στην επιφάνεια της λίμνης, ν' ανοίγεις τα πόδια και να κατουράς. Τότε ο πάγος έλιωσε και βγήκα από το νερό. Με έσωσες, Ζωΐτσα! Έτσι θα με σώσεις και στην πραγματική ζωή".
"Κατουρώντας σε;" ρώτησε με αθώο ύφος εκείνη.
"Ζωΐτσα!"
"Ο Ξενοφών ήταν συναισθηματικά ανασφαλής!" κραύγαζε θριαμβευτικά ο Θανάσης, ο ερασιτέχνης ψυχολόγος, όταν η Ζωή έφτανε σ' αυτό το σημείο της ιστορίας. "Το νερό στον ύπνο μας εμφανίζεται με πολλές μορφές, που συνήθως συμβολίζουν τα συναισθήματά μας. Ο δε πνιγμός σε αυτό υποδηλώνει συναισθηματική ανασφάλεια".
"Άσε μας, ρε Θανάση, που έγινες και Καζαμίας τώρα", του έλεγε η Ζωή. "Συναισθηματική ανασφάλεια και κολοκύθια με τη ρίγανη. Ο Ξενοφών ήταν βιτσιόζος. Τη μια έβλεπε ότι έπινε νερό που ανάβλυζε από το… αμπελάκι μου και την άλλη ότι τον κατουρούσα. Ήταν ουρολάγνος, πώς το λένε; Πάψε τώρα ν' ακούσεις τη συνέχεια".
Έτσι ο Θανάσης, θέλοντας και μη, σώπαινε, και κείνη συνέχιζε.
"Εντάξει, Ξενοφών. Θα έχω υπόψη μου όσα μου είπες, κι αν ποτέ χωρίσω μ' αυτόν που είμαι τώρα, θα είσαι ο πρώτος που θα θυμηθώ. Δεν το διαλύουμε τώρα γιατί πέρασε η ώρα;" είπε η Ζωή.
"Όχι!!!" φώναξε ο Ξενοφών. "Έχω κι άλλα να σου πω".
"Τι άλλα; Αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω".
"Κι όμως μπορείς". Ο Ξενοφών την κοίταξε στα μάτια. "Ζωΐτσα, παίζεις Λόττο;"
Τι ερώτηση ήταν πάλι αυτή; "Όχι, δεν παίζω", απάντησε εκείνη. "Δεν είμαι τυχερή σ' αυτά".
"Εγώ παίζω. Ούτε κι εγώ είμαι τυχερός όμως".
"Τι σχέση έχει αυτό με τη συζήτησή μας, Ξενοφών;"
"Έχει. Είμαι σίγουρος πως αν κοιμηθούμε μαζί θα χτυπήσω το τζακ-ποτ".
"Δε λέω, δεν είμαι τελείως νούλα στο κρεβάτι, αλλά μάλλον τα παραλές", είπε η Ζωή, κολακευμένη κατά βάθος.
"Ζωΐτσα, κυριολεκτώ".
"Δηλαδή;"
"Δηλαδή αν κοιμηθούμε μαζί και παίξω Λόττο είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσω".
"Θα μοιραστούμε και τα κέρδη;" τον ρώτησε η Ζωή, απηυδισμένη με τη μαύρη της τη μοίρα που έστελνε όλους τους πυροβολημένους στο δρόμο της. "Ξενοφών, με δουλεύεις ή το ΄χεις χάσει εντελώς; Τι είναι αυτά που λες;"
"Αφού έχω διαίσθηση, σου λέω".
"Ακόμα κι έτσι να είναι, πώς θα κοιμηθούμε μαζί; Αφού τα έχω με άλλον. Θα κερατώσω τον άνθρωπο για να κερδίσεις εσύ το Λόττο;"
"Δε θα τον κερατώσεις".
"Πώς δε θα τον κερατώσω αφού θα κοιμηθούμε μαζί;"
"Δε θα είναι κεράτωμα γιατί δε θα σου κάνω τίποτα επιλήψιμο".
"Ε;" Η Ζωή δεν καταλάβαινε Χριστό.
"Κοίτα, Ζωΐτσα, έχω ένα μικρό πρόβλημα".
Να ΄ταν μόνο ένα καλά θα ήταν! σκέφτηκε η Ζωή.
"Αν δεν κάνω μια απλή επέμβαση, δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στα καθήκοντα ενός άντρα στο ερωτικό κρεβάτι", εξομολογήθηκε ο Ξενοφών, χαμηλώνοντας ντροπαλά το βλέμμα.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να χωνέψει η Ζωή αυτό που άκουσε. "Κι αυτά που έλεγες για το καμάρι σου, το καύχημά σου, το στολίδι σου; Πώς σκόπευες να τρυγήσεις το αμπελάκι μου, βρε Ξενοφών, χωρίς κοφίνι;"
"Μα ο Μικρός Ξενοφών δεν έχει πρόβλημα μεγέθους!" είπε θιγμένος ο Ξενοφών. "Για μια μικρή δυσλειτουργία πρόκειται, που μπορεί να διορθωθεί με μια απλή επέμβαση, την οποία σκοπεύω να κάνω αμέσως μόλις τα φτιάξουμε".
"Καλά, ντε, μη συγχύζεσαι. Κι αυτό που είπες για το Λόττο;" ρώτησε η Ζωή.
"Ε, γι' αυτό δεν χρειάζεται να κάνουμε έρωτα. Απλώς θα γδυθούμε και θα σε χαϊδολογήσω", απάντησε με απόλυτη φυσικότητα ο Ξενοφών.
"Απλώς…"
"Ναι".
"Ξενοφών, νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνεις".
"Όχι!!! Θέλω να σου πω κι άλλα!"
"Έχει κι άλλα;"
"Ναι. Άκουσέ με και δε θα σε ενοχλήσω ξανά".
Αυτό το τελευταίο η Ζωή δεν τον πολυπίστευε πια, την έτρωγε όμως και η περιέργεια ν' ακούσει τι άλλο είχε να της πει ο Ξενοφών. Μέχρι τώρα θεωρούσε ότι τα είχε ακούσει όλα. Πόσο χειρότερα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα;
"Άντε, να σε ακούσω".
"Ζωΐτσα, μπορεί να με έχεις παρεξηγήσει, αλλά είμαι καλός άνθρωπος. Κι αφού κι εσύ είσαι καλός άνθρωπος γιατί να μην τα βρούμε;"
Ατράνταχτη λογική.
"Όλοι καλοί είμαστε, Ξενοφών. Οι κακοί είναι στη φυλακή. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι μπορούμε να κάνουμε χωριό. Να σε ρωτήσω κάτι;"
"Ό,τι θέλεις, Ζωΐτσα μου".
"Να, βρε παιδάκι μου, δεν σε προβληματίζει καθόλου το γεγονός ότι είμαστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι;"
"Όχι. Ξέρω ότι δεν είσαι της εκκλησίας, ότι συχνά μιλάς αισχρά, ότι παραέχεις προχωρημένες απόψεις, κι ότι εγώ είμαι θρήσκος, σοβαρός, εθνικιστής και ρατσιστής", δήλωσε απερίφραστα ο Ξενοφών. "Ναι, είμαι ρατσιστής", συνέχισε απτόητος όταν είδε τη Ζωή να γουρλώνει τα μάτια της. "Δε ντρέπομαι να το πω. Πιστεύω ότι όλοι οι ξένοι, και ειδικά οι μετανάστες, είναι κατώτεροι από τους Έλληνες, αλλά δε λέω κιόλας να βγούμε με τα τουφέκια να τους καθαρίσουμε".
Καλοσύνη σου, σκέφτηκε η Ζωή.
"Όμως οι μικρές διαφορές είναι το αλάτι στη ζωή ενός ζευγαριού. Καλή θέληση να υπάρχει κι όλα γίνονται".
"Προπάντων…"
"Ζωΐτσα, κανείς δε θα σε αγαπήσει όπως εγώ".
"Το ΄παμε αυτό".
"Ζωΐτσα, από τη στιγμή που σε γνώρισα έχω γίνει άλλος άνθρωπος".
Άμα σ' έκανε ο έρωτας όπως είσαι τώρα, φαντάζομαι πώς ήσουν πριν, σκέφτηκε εκείνη.
"Μέχρι τότε δεν είχα φαντασιώσεις με γυναίκες".
"Με τι είχες φαντασιώσεις; Με κατσίκες;"
"Ζωΐτσα!"
"Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι με πιάνει. Συνέχισε".
"Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ζήλευα τον Σπύρο. Τρελαινόμουν στη σκέψη ότι σε άγγιζε. Το ίδιο τρελαίνομαι και τώρα όταν σκέφτομαι ότι σε αγγίζει άλλος. Όμως, αν τα φτιάξουμε, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά".
Τι θ' ακούσω τώρα; σκέφτηκε η Ζωή.
"Δηλαδή, Ξενοφών;" τον ρώτησε επιφυλακτικά.
"Να, όταν τα φτιάξουμε θέλω να πηγαίνεις με άλλους. Από τη στιγμή που θα είσαι δικιά μου δε με πειράζει. Το αντίθετο μάλιστα. Η σκέψη με φτιάχνει πολύ".
Η Ζωή έμεινε κάγκελο.
Στο μεταξύ, το βλέμμα του Ξενοφώντα έγινε απλανές. Σαν να την κοίταζε, χωρίς όμως να τη βλέπει. Φαινόταν χαμένος ένας Θεός ξέρει σε τι ονειροπολήσεις. Ξαφνικά, πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να κουνάει πέρα-δώθε τα χέρια του, προσπαθώντας να εκφράσει τα συναισθήματα που τον έπνιγαν.
Η Ζωή λίγο έλειψε να πέσει από την πολυθρόνα απ' την τρομάρα της.
"Θέλω να σε βλέπω να πηδιέσαι με Νιγηριανούς! Με όλους τους τρόπους! Απ' όλες τις μπάντες! Σε όλες τις στάσεις!" φώναξε ο Ξενοφών. Πάνω στον παροξυσμό του, η φωνή του ανέβηκε κάμποσες οκτάβες και στο λαιμό του φούσκωσαν φλέβες. "Όσο πιο μαύροι, τόσο το καλύτερο!"
"Εντάξει, Ξενοφών! Ηρέμησε!" είπε η Ζωή πανικόβλητη. "Μπήκα στο νόημα, μην ταράζεσαι. Κάτσε κάτω, σε παρακαλώ". Δεν την ανησυχούσε τόσο η παραφορά του Ξενοφώντα. Αν η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο, δεν το ΄χε σε τίποτα να του φορέσει καπέλο τη φοντανιέρα που είχε η κυρία Αντιόπη πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. Και ήταν κρυστάλλινη, βαριά, όχι ψευτόπραμα. Θα πήγαιναν βέβαια χαμένα τα σοκολατάκια -κι ήταν από τ' ακριβά- αλλά ο Ξενοφών θα έβγαινε από τη μέση. Τι γινόταν όμως αν η διαχειρίστρια είχε πάρει θέση, όπως το συνήθιζε, έξω από την πόρτα του διαμερίσματος και είχε στήσει αφτί; Οι πάσης φύσεως αλλοδαποί, οι πιτσιρικάδες που μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια, οι διαζευγμένοι και οι ανύπαντροι, αποτελούσαν κόκκινο πανί για τους καθωσπρέπει οικογενειάρχες ταύρους της πολυκατοικίας. Αν κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Ζωή, μια χωρισμένη, πηδιόταν με Νιγηριανούς -δηλαδή όχι απλώς αλλοδαπούς αλλά … άκουσον, άκουσον… μαύρους αλλοδαπούς- θα της κρεμούσαν κουδούνια. Την αντίδραση δε της κυρίας Αντιόπης ούτε να τη σκεφτεί δεν ήθελε η κόρη της.
"Μη με παρεξηγήσεις, δεν τα λέω αυτά για να σε προσβάλω", είπε ο Ξενοφών και κάθησε στον καναπέ, απολύτως ήρεμος, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα. "Είναι που σε θεωρώ πολύ ερωτική γυναίκα".
"Όχι, προς Θεού", τον καθησύχασε η Ζωή, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι αμαρτίες πλήρωνε. "Άνθρωποι είμαστε, όλοι έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας…"
Ο Ξενοφών την κοίταξε ξανά με λιγωμένο βλέμμα.
Εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Αρκετά είχε ακούσει σε μια μέρα, δεν ήθελε να πυροδοτήσει
άλλες εξομολογήσεις.
"Ζωΐτσα, νομίζω ότι είπα όλα όσα είχα να σου πω", της ανακοίνωσε επιτέλους ο Ξενοφών.
Να που υπάρχει Θεός, σκέφτηκε η Ζωή.
"Εγώ τον λόγο μου τον κρατάω. Δε θα σε ενοχλήσω ξανά. Θα περιμένω όμως. Όταν χωρίσεις με τη σχέση σου πάρε με τηλέφωνο. Αν πέσεις στον αυτόματο τηλεφωνητή, για να μην καταλάβει τίποτα η μαμά, πες 'Ξενοφών, εδώ Ζωΐτσα. Τα μακαρόνια έβρασαν'. Αν, ο μη γένοιτο, δε χωρίσεις, μη με αφήσεις να ελπίζω. Πάρε και πες 'Ξενοφών, εδώ Ζωΐτσα. Τα μακαρόνια λάσπωσαν'".
"Εντάξει…"
"Υποσχέσου ότι θα με σκέφτεσαι, Ζωΐτσα".
"Ξεχνιέσαι εσύ;" είπε η Ζωή -και το εννοούσε.
"Να θυμάσαι πάντα ότι…"
"…κανείς δε θα μ' αγαπήσει όπως εσύ", είπε η Ζωή και σηκώθηκε όρθια να τον ξεπροβοδίσει, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που δεν είχε χρειαστεί να κάνει θρύψαλα την κρυστάλλινη φοντανιέρα της κυρίας Αντιόπης.
Στο κατώφλι, ο Ξενοφών κοντοστάθηκε, την κοίταξε και της είπε, "Θέλω να σου ζητήσω μια τελευταία χάρη, Ζωΐτσα".
"Τι χάρη;" ρώτησε εκείνη δύσπιστα.
"Μήπως μπορείς να μου δείξεις τα βυζάκια σου;"
"Δύσκολη ψυχιατρική περίπτωση ο Ξενοφών", αποφαινόταν ο Θανάσης.
"Σου τα ΄λεγα, αλλά δε με πίστευες", έλεγε η Ζωή.
"Και τι απέγινε τελικά μ' αυτή την ιστορία;"
"Τι ήθελες ν' απογίνει; Τίποτα. Ο Ξενοφών ακόμα περιμένει να βράσουν τα μακαρόνια. Όσο για τη μάνα μου, έμεινε με την απορία".
"Ποια απορία;"
"Γιατί εγώ, που πάντα τρελαινόμουν για ζυμαρικά, τώρα δε θέλω να τα βλέπω ούτε ζωγραφιστά", απάντησε η Ζωή.
***
roidis είπε και ελάλησε...
τι να σου πω βρε Κουρούνα...το ρούφηξα όλο μέχρι τέλος.
απόλαυση!
3:36 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
ston IE h prwth selida emfanizetai mexri th seira "θα τη διεκδικούσε αν δεν ήταν σύζυγος του φίλου του." edw kai arketes meres. den mporw na diavasw tis sunexeies xwris na ksanadiavasw to a' meros
3:36 μ.μ.
lee είπε και ελάλησε...
Ωραιος ο Ξενοφων, και τα λέει και τσεκουράτα! Ευγε.
3:40 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Παίδες, ευχαριστώ. Όσο για το πρόβλημα με τον ΙΕ είναι δάκτυλος των εχθρών μου για να μη διαδοθεί το έργο μου.
4:42 μ.μ.
An-Lu είπε και ελάλησε...
Καλά....ΕΙΣΑΙ ΑΠΑΙΧΤΗ όπως πάντα!!!!!!!!
Τόση ώρα καγχάζω ηλιθιωδώς στην οθόνη μου!!!!
Τα σέβη μου!!!!!
7:12 μ.μ.
Rodia είπε και ελάλησε...
OYOYOYOYAAAAAAAAAAAAAOYOYOYOYOY
OIOIOI MANA MOY!!!:-)))
10:18 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Σύνδρομο ΠΑ(Παρατεταμένης Αγαμίας) ο Φώντας
Σύνδρομο ΜΑ(Μακαρονοφοβίας) η Ζωίτσα.
Πολύ καλησπέρα σας
11:53 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
ΥΠΕΡΟΧΟ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ!!! ΦΤΙΑΞΕ ΜΟΝΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΒLOG ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ
11:53 μ.μ.
Ιφιμέδεια είπε και ελάλησε...
Ρε συ Κουρούνα ΤΕΛΕΙΟ!!!!
Από τα καλύτερά σου κείμενα!!!
Όχι, όχι τα μακαρόνια δεν λπάσπωσαν! Το ταλέντο παραμένει ζωντανό και αναβλύζει σαν το αμπελάκι!!!
Μπράβο σου ρε συ!
12:48 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
KΟΥΡΟΥΝΑ Ή ΖΑΒΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ Ή ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
ΦΙΛΗ.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ,
ΝΑ ΕΡΘΟΥΜΕ ΣΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΤΕ΄;;;
ΤΟ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ;;;;;
Πώς ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΓΙΝΩ ΠΑΤΕΡΑΣ;;;
ΝΙΚΟΛΑΣ
10:34 π.μ.
Maria Velliou είπε και ελάλησε...
Κορίτσι μου , έχεις μεγάλο ταλέντο, πράγματι. Πολλοί στο δίκτυο προσπάθησαν να γράψουν "κάτι", "κάπως", αλλά μπααα... δεν διαβάζονται με τίποτε.
Έχεις απίστευτο χάρισμα.
Να είσαι καλά, ξεκαρδίζόμουν ασταμάτητα, σε κάθε φράση όλο και πιο πολύ! Καλή συνέχεια!
5:46 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Ευχαριστώ, καλοί μου άνθρωποι. Το πρόβλημα με τον ΙΕ διορθώθηκε χάρη στη ΘτΠ (έσωσε άλλη μια φορά την κατάσταση). Και τώρα... the sky is the limit.
9:23 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Τι να πρωτοπώ για το κείμενο τούτο. Και τα προ τούτου! Εξαιρετικά!
Αχ, να μπορούσα κι εγώ να γράψω έτσι τις δικές μου ιστορίες (έχω την πρώτη ύλη από τα παράλογα της δικής μου ζωής - αλλά δεν επεκτείνομαι σε συγγραφικές απόπειρες).
6:56 μ.μ.
Unknown είπε και ελάλησε...
Κουρούνα μου
Εξαιρετικό όπως πάντα! Άξιζε την αναμονή! Περιμένω να το δω και τυπωμένο στο δεύτερο βιβλίο σου!
5:29 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Γιατί, βρε Μαρία; Ο καθένας τα λέει με τον τρόπο του. Να επεκταθείς!
Etc, πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Ελπίζω να είναι όλα λίγο καλύτερα τώρα. Καλώς (ξανα)ήρθες!
10:33 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
μου έφτιαξε το κέφι... Πολύ καλό, πάρα πολύ καλό... Μπράβο ρε κουρούνα, σε ευχαριστώ για την παρέα που μου κράτησες διαβάζοντας και τα τρία μέρη μαζί...
11:14 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
εμένα να με συμπαθάτε, αλλά δεν μου άρεσε η εξέλιξη της ιστορίας, το γράψιμο εννοώ...
11:42 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
πολυ καλο,οπως παντα!με κανει ομως να αναρωτιεμαι..ποσοι Ξενοφωντες κυκλοφορουν ελευθεροι γυρω μας??
12:25 π.μ.
αθεόφοβος είπε και ελάλησε...
Εμένα μου φάνηκε μιά χαρά παιδί ο Ξενοφών.
Μόνο που το σύνθημα του έπρεπε να είναι κάτι πιό Ελληνοπρεπές.
πχ -Η φασολάδα χύλωσε !!
3:14 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Δεν φαντάζομαι να τελειώσει εδώ! Αυτή η ιστορία έχει πολύ ψωμί (για να παπαριάσουμε στη χυλωμένη φασολάδα).
Πόσο θα αντέξει ο Ξενοφών να περιμένει να βράσουν τα μακαρόνια; Κι αν κάνει την επέμβαση, δεν θα θελήσει να ροντάρει το μικρό Ξενοφώντα στο αμπελάκι της Ζωίτσας;
Θέλουμε σίκουελ!
12:32 π.μ.
Agobooks είπε και ελάλησε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
12:33 π.μ.
Agobooks είπε και ελάλησε...
Αστεράτο!
Αληθινά…Κουρουνάτο!
Τέλειο
4:25 μ.μ.
Η Κουρούνα είπε και ελάλησε...
Κοντέ, εγώ σ΄ ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
Ανώνυμε, σε συμπαθάμε. Ακόμα δεν την έχω ψωνίσει τόσο ώστε να εχθρεύομαι εκείνους στους οποίους δεν αρέσει το γράψιμό μου.
Ναταλία, ίσως κρύβουμε όλοι έναν Ξενοφώντα μέσα μας. Ζούμε ανάμεσά τους!
Αθεόφοβε, πράγματι ελληνοπρεπές σύνθημα! Θα το χρησιμοποιήσω (ο Ξενοφών, παρ΄ όλα αυτά, δεν ξέρω τι θα κάνει).
Μελάνι, δεν του κάθεται η Ζωΐτσα αφού! Πώς θα βγει το σίκουελ;
N. Ago, σ΄ ευχαριστώ πολύ (άλλη μια φορά).
8:58 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Κουρούνα μ' αρέσει πολύ το γράψιμό σου ενίοτε (όπως σ' εκείνο το κείμενο που έχεις κολλήσει τον ...ιό της ήβης και μεταλλάσεσαι, αλλά και κείνο με το μπέιμπι σίττινγκ στο σκύλο του φίλου σου). Το γ΄μέρος των "λασπωμένων μακαρονιών", όμως, δεν μου άρεσε. Τι να κάνουμε; Γούστα είναι αυτά.
8:22 π.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Το κείμενο είναι υπέροχο! Με δάκρυα στα μάτια...απο τα γέλια, το διάβασα μέχρι τέλους. U make my day!!
2:27 μ.μ.
Ανώνυμος είπε και ελάλησε...
Xaxa! :-)) Poly gelio omws! foveres katastaseis :-))
kali synexeia!
Dimitris
» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο