Μικρό εορταστικό

Τη γνώρισε στο τρένο, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Θεσσαλονίκη. Πες από δω, πες από κει, την κατάφερε να βγούνε κάποια από τις μέρες που θα ΄μενε στην πόλη της. Και βγήκανε. Έπειτα άλλη μια φορά. Και κει που στο μυαλό του είχε ένα πήδημα ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε, βρέθηκε ξαφνικά να ανεβοκατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη με κάθε ευκαιρία. Οι φίλοι του τον δουλεύανε. «Χάθηκε, ρε μαλάκα, να βρεις μια Αθηναία, να ξέρεις τι σου γίνεται;». «Φάνη, κατώφλι, σκύψε μη σκαλώσουνε τα κέρατα!» Εκείνος τους άκουγε και, αντί να θυμώνει, τους λυπόταν. Η αλαζονεία του ερωτευμένου.
Πλησιάζανε Χριστούγεννα και του έκανε την έκπληξη: «Μην ανέβεις. Θα κατέβω εγώ, να περάσουμε μαζί τις γιορτές». Χάρηκε πολύ. Πέντε μήνες τον είχανε φάει οι δρόμοι. Όχι ότι δεν της άξιζε, όμως να, αλλιώς είναι όταν κάποιος μπαίνει σε κόπο για χάρη σου. Έκανε σχέδια. Θα την πήγαινε παντού, θα τη γνώριζε σε όλους, θα τους βούλωνε τα στόματα να μην έχουν να λένε.
Στόλισε και το σπίτι. Ποιος; Αυτός που σιχαινόταν τα Χριστούγεννα. «Γιορτή για να ΄κονομάνε οι έμποροι», έλεγε πάντα. Και τώρα; Να τα λαμπιόνια, να τα κεριά, να τα μπαλόνια. Πήρε και έλατο. Ένα μικρό, όχι ψεύτικο –αληθινό, οικολογικό. Φυτεμένο σε μια ωραία πήλινη γλάστρα με γιρλάντες. Μόνο κουδούνια δεν του κρέμασε. Και μετά περίμενε.
Τον πήρε τηλέφωνο τρεις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. «Αρρώστησε η μάνα μου, δεν μπορώ να κατέβω. Μη στενοχωριέσαι, μωράκι μου, θα έρθω την Πρωτοχρονιά, να μας βρει ο καινούριος χρόνος μαζί». Τώρα βρήκε ν’ αρρωστήσει η κωλόγρια; σκέφτηκε χολωμένος. Έπειτα ντράπηκε.
Δυο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά του τηλεφώνησε ξανά. «Αγαπούλα, γκαντεμιά. Χτύπησε ο αδερφός μου με τη μηχανή. Όχι, δεν είναι σοβαρό, μην ανησυχείς, αλλά δεν μπορώ να φύγω τώρα. Θα κατέβω στη γιορτή σου. Έχω σκάσει απ’ τη στενοχώρια μου. Δε φαντάζομαι να μου θυμώσεις, ε;». Δεν της θύμωσε. Τι μπορούσε να κάνει το κορίτσι; Όλες οι αναποδιές σ’ εκείνη τύχαιναν.
Των Φώτων σηκώθηκε από τα χαράματα. Της τηλεφώνησε. Το κινητό της κλειστό. Της έστειλε μήνυμα: Grapse mou ti ora ftaneis, na er8o sto sta8mo. Και περίμενε.
Έφτασε το μεσημέρι, έφτασε το απόγευμα, κι ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Κι αν έπαθε κάτι κακό; Έλιωσε τα δάχτυλά του να της τηλεφωνεί. Καμία απάντηση. Ώρες αργότερα, κι ενώ κόντευε να τρελαθεί, άκουσε ένα μπιπ από το κινητό του. Μήνυμα! Το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν.
Signomi gia ola. Mh moy tilefoniseis ksana.
Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο σαν θηρίο στο κλουβί. Το βλέμμα του έπεσε στο ελατάκι. Το άρπαξε, το ΄βγαλε σέρνοντας στο μπαλκόνι, το σήκωσε και το πέταξε από τον πρώτο. Η γλάστρα έσκασε σαν βόμβα στο πεζοδρόμιο, σηκώνοντας μπουχό από χώμα. Κάνα δυο περαστικοί γύρισαν απότομα κι έπειτα βιάστηκαν να κοιτάξουν αλλού, αμήχανοι.
Την άλλη μέρα, όταν κατέβηκε να πάει στη δουλειά του, το έλατο ήταν ακόμα εκεί. Τα παιδιά της γειτονιάς το είχαν ξεβρακώσει απ’ τα στολίδια του και κάποιο σκυλί είχε αφήσει μια ωραία, στριφογυριστή κουράδα στο σωρό από χώμα κάτω από τα κλαδιά του.
Στην πραγματικότητα, δεν την αγάπησε ποτέ.
Λυπάμαι, έχω δεσμευθεί, δεν μπορώ να πω περισσότερα.
3:54 μ.μ.
Καλά, ρε, υποτίθεται ότι εγώ, εσύ και η Άλλη, θα πίναμε καμιά μπίρα μια φορά το μήνα. Από την τελευταία έχουν περάσει... πόσοι... πέντε, έξι, εφτά μήνες;
3:56 μ.μ.
Ε, τι; Εγώ θα το οργανώνω συνέχεια;
Πάρε τηλέφωνο να βγούμε.
Όβερ.
4:06 μ.μ.
Kι επίσης να παρατηρήσω ότι είσαι θεσμός στα βλόγκζ.
Μέσα σε λίγα λεπτά απέκτησες 7 linkblogs. Σε θαυμάζω. Είσαι η αγαπημένη μου ηρωίδα.
Όβερ (φορ γκουντ αυτή τη φορά).
Και ναι. Θα την κόψω την πρέζα. Αμάν.
4:09 μ.μ.
Πολύ μαλάκω η τύπισσα! Γιατί δεν του το είπε από την αρχή;
4:16 μ.μ.
Πάλι καλά που του πε signomi gia ola, mi mou tilefoniseis ksana.
Εγώ περίμενα να κλείσει το κινητό για κάμποσες βδομάδες και μετά ν' αλλάξει και νούμερο :P
4:52 μ.μ.
Τουλάχιστον αυτός περίμενε δέκα μερούλες μόνο. Εγώ τι να πω που έχω φάει το στήσιμο της αρκούδας κοντά ένα δίμηνο τώρα!!! (Κουρούνα, ξέρεις εσύ...)Και δεν έχω και έλατο να πετάξω από τον τρίτο της Ιπποκράτους να μου φύγει το άχτι!
5:39 μ.μ.
Εγώ θα ανέβαινα Σαλονίκη και θα την κωλογαμούσα χωρίς σάλιο.
5:47 μ.μ.
Αυτό είναι... Ξυπνάω στους αναγνώστες μου το κτήνος μέσα τους!
6:00 μ.μ.
Eίσαστε μια ωραία εορταστική ατμόσφαιρα αγαπητή μου!
6:15 μ.μ.
Κατερίνα, πάντα!
10:26 μ.μ.
Τα σέβη μου!
ΥΓ Κάτω οι "υποχρεωτικές" γιορτές!
11:19 μ.μ.
Αυτά τα καταραμένα 514. Και μερικοί δε μαθαίνουν ποτέ.
PS: Welcome back!
1:27 π.μ.
Του το φύλαγε του χαμουτζή για το δούλεμα που της έκανε στο λεωφορείο όταν έλεγε:
Οδηγέ ανοιξέ με απέ πίσω!
1:28 μ.μ.
αν και μετά τo 'ατύχημα του αδερφού της' ακόμα περίμενε ότι θα έρθει στην Αθήνα μάλλον ακόμα την περιμένει . Α ρε Φωτάρα κουράγιο ...
1:32 μ.μ.
Τι καριόλες γυναίκες υπάρχουν ρε φίλε? Πω πωπω...΄Κρίμα το παλικαράκι....κι άδικο, γιορτινιάτικα να τραβήξει τέτοια ήττα....Αλλά δεν αντέχω θα το πω...Μωρ΄τι μαλάκας κι αυτός...έπρεπε να πάει πάνω να της γανώσει...(μην βρίζουμε κιολας χριστουγεννιάτικα...)
1:52 μ.μ.
τελικά όχι Φώτης αλλά Φάνης ο ατυχήσας νέος . Δεν πειράζει . Και ντάμπο να τον έλεγα το κέρατο το ίδιο θα ήταν .
4:49 μ.μ.
So this is Christmas...
Είπες πολλά με λίγα, όπως πάντα. Τον νιώθω το Φάνη - τά χω ζήσει τα της απόστασης και των ψεμάτων, απλώς όχι Χριστούγεννα. Επίσης μπορείς να σκοτώσεις ελπίδες με ένα sms, όχι με πλήρη απουσία. Η καψούρα έχει τα ίδια συμπτώματα ό,τι και να λέει το ημερολόγιο...
4:49 μ.μ.
Κοινώς καλά τον βόλεψες το Φάνη ρε συ :P
5:46 μ.μ.
Τον γνώρισε στο τρένο, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Θεσσαλονίκη. Πες από δω, πες από κει, την κατάφερε να βγούνε κάποια από τις μέρες που θα ΄μενε στην πόλη της. Και βγήκανε. Έπειτα άλλη μια φορά. Και κει που στο μυαλό της είχε πώς να ένας ακόμα μαλάκας τύπου ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε, βρέθηκε ξαφνικά να ανεβοκατεβαίνει στη Σαλονίκη για χάρη της. Οι φίλες της όμως ήταν ανένδοτες. «Σοφάκι θα σε βαρεθεί και θα σε παρατήσει, μεγάλος μπελάς η απόσταση, χάθηκε μωρή να βρεις έναν από δω πάνω;» Εκείνη τις άκουγε και, αντί να θυμώνει, τις λυπόταν. Η αλαζονεία της ερωτευμένης.
Πλησιάζανε Χριστούγεννα και του ‘κανε την έκπληξη: «Μην ανέβεις. Θα κατέβω εγώ, να περάσουμε μαζί τις γιορτές». Χάρηκε πολύ. Πέντε μήνες τον είχανε φάει οι δρόμοι τον κακομοίρη και του άξιζε. Του αγόρασε κι ένα μεταξωτό πουκάμισο μαζί μ’ ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Να μπει στο πνεύμα των γιορτών. Της είχε πει πως σιχαινόταν τα Χριστούγεννα.
Κι ύστερα βρήκε η μάνα της ν’ αρρωστήσει κι από πατέρα κι αδερφό δεν θα ‘βλεπε χαΐρι. Ξενύχτια απανωτά, σπίτι-νοσοκομείο και τούμπαλην. Του τηλεφώνησε τρεις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. «Αρρώστησε η μάνα μου, δεν μπορώ να κατέβω. Μη στενοχωριέσαι, μωράκι μου, θα έρθω την Πρωτοχρονιά, να μας βρει ο καινούριος χρόνος μαζί». Ακόμη καλά – καλά δεν τον γνώρισε και τον υποχρέωνε να την καταλάβει. Το ίδιο βράδυ έκλαψε με μαύρο δάκρυ.
Κι ύστερα φτάσανε τα χειρότερα. Όλοι τους ξέρανε στην οικογένεια πως ο Γιαννάκης κάποτε θα την πλήρωνε με τις κόντρες. Η κακιά στιγμή κι ένα συντριπτικό κάταγμα της περόνης. Η χειροβομβίδα έσκασε μέσα της. Δυο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά του τηλεφώνησε ξανά. «Αγαπούλα, γκαντεμιά. Χτύπησε ο αδερφός μου με τη μηχανή. Όχι, δεν είναι σοβαρό, μην ανησυχείς, αλλά δεν μπορώ να φύγω τώρα. Θα κατέβω στη γιορτή σου. Έχω σκάσει απ’ τη στενοχώρια μου. Δε φαντάζομαι να μου θυμώσεις, ε;». Ήξερε πως πιθανότατα θα τον έχανε. Σχεδόν σίγουρα. Ποιός ξέρει τι θα σκεφτότανε για την πάρτη της. Κι αν όχι αυτός, τότε οι γύρω του. Αν όμως όχι; Κι άμα την καταλάβαινε; Γι’ αυτή την αμφιβολία, άξιζε η προσπάθεια.
Την προηγούμενη των Φώτων η μάνα της ήταν ήδη καλύτερα. Στο προσκεφάλι του αδερφού η δικιά του, ας κάνει κάτι κι αυτή. Δυο μέρες θα ‘λειπε, θ’ άντεχαν δίχως της. Πήγε κι αγόρασε ένα κουτί τρίγωνα Πανοράματος για να τον γλυκάνει. Έφτασε στο σταθμό δυο ώρες πριν, να ‘ναι σίγουρη. Μα του Κάκου, που λεν στα παραμύθια. Εκεί που αγνάντευε, ξάφνου οι άνθρωποι γίνανε γαλάζιοι, τα πράματα κίτρινα. Λιποθύμησε.
Ξύπνησε μέσα στο ασθενοφόρο. Μια λευκή παλάμη της χάιδεψε το μέτωπο, μια σκιά ξεστόμισε κάτι ακαταλαβίστικο. Ξανακοιμήθηκε. Κι όταν οι αισθήσεις της επανήλθαν στο έπακρο, είδε να της αλλάζουν τον ορό και θυμήθηκε. Κάτι απροσδιόριστο την έσπρωξε να πιάσει το κινητό και να γράψει: «Signomi gia ola. Mh moy tilefoniseis ksana».
11:27 μ.μ.
αααααααααα πανω που παω να γραψω "την πουτάνα....τσίπα δεν εχει πάνω της" τσουπ σκαει και το the other point of view και μου τα χαλάει ολα....
δεν παιζω...αποφασήστε για να ξερω..να την βρίσω ή όχι????
3:53 μ.μ.
Αμάν ρε συ Κουρούνα με τις ιστορίες τσαλαπατημένης αγάπης!
Δεν τις μπορώ, μου ραγίζουν την καρδιά. Τι απορείς που μας ξυπνάς το κτήνος; Έτσι που τα καταφέρνεις θέλουμε να πλακώσουμε τη Θεσσαλονικιά στο ξύλο! Μπράβο! Ωραίο το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα σου!
10:58 μ.μ.
Βασικά πιστεύω πως της την έπεσε το πνεύμα των ιξμασ και του κάθησε. Τι να κάνει κι αυτή; Μόνη κι απροστάτευτη μπροστά σε κοτζάμ πνεύμα;
Φιλιά Ρούνα!!
12:00 π.μ.
Μα καλα, λιγη ευαισθησια για το ελατακι (που ηταν και φυσικο) δε βρεθηκε κανεις να δειξει;
Ολοι σχολιαζουν τους πρωταγωνιστες και μετα παραπονιομαστε οτι η Αθηνα δεν εχει πρασινο! :-ΡΡΡ
4:50 μ.μ.
Δε βαριέσαι. Θα χει Χριστουγεννιάτικη ιστορία να διηγείται. Πολύ όμορφη ιστορία.
3:35 π.μ.
H istoria htan oraia kai me arese kai mporw na se pw vevaia oti edw panw den eimaste oles etsi...aaxax, afth h kodra salonikh-athhna einai polu wraia..
akousa ki ena wraio, pws lene(leme) sth salonikh ton Knith?
Mpougatsa me grammh
11:49 π.μ.
Αθήνα – Θεσσαλονίκη 514 (ως αναφέρθηκε παραπάνω) x2 συναπτά έτη (2003-2004).
Οι τελευταίες λέξεις τις ήταν «Χρειάζομαι λίγο περισσότερο χώρο μωρό μου»
Τα λόγια είναι περιττά...
12:37 μ.μ.
to thema einai pws h zwh einai ena aggouri!!! h' polla!!!!
10:28 π.μ.
Η typisa einai gia xysimo sth mapa mono.
» Σχολιάστε Το Υπέροχο Τούτο Κείμενο