<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

Μέρα έρωτος

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2005
Ξημέρωσε του Αγίου Βαλεντίνου
κι ακόμα δεν μου έστειλε κανείς
λουλούδια, σοκολάτες ή διαμάντια
-στ' αζήτητα θα μείνω η κορασίς.



Ράγισε η καρδιά μου και ματώνει,
το μούτρο μου επρήστηκε απ΄το κλάμα,
μία καρτούλα ας λάβω στο ι-μέιλ,
και εις τον άγιο της αγάπης κάνω τάμα:

θα φτιάξω μια ροζ τούρτα τρία μέτρα,
στολίδια θα'χει, φράουλες πολλές,
θα βγω να τη μοιράσω στους γειτόνους,
που 'ναι Κινέζοι, Ρώσοι, κι από το Μπαγκλαντές.

Κάνε λοιπόν, κυρ-Βαλεντίνε μου, το θαύμα,
να μου 'ρθουν κάρτες, ορχιδέες, αρκουδάκια,
δεν είναι άδικο να σκάω, να βαλαντώνω,
να μη χαρώ κι εγώ σαν τ' άλλα κοριτσάκια;

Κι άμα, καθοίκι, δεν μου κάνεις το χατίρι,
και τίποτε δεν λάβω ολημερίς,
στον κόρακα να πας και παραπέρα,
κλαπάτσα να σε πιάσει, να πας να ... (*)


(*) Εμείς *δεν* βρίζουμε σαν κάτι άλλους. Ωστόσο,
για όποιον δεν κατάλαβε, ο στίχος λέει "να πας να γαμηθείς".

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Θες, καλόγερε, γυναίκα;

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 09, 2005
Η θρησκεία ποτέ δεν είχε την πρώτη θέση στο οικογενειακό μας τραπέζι. Ο πατέρας μου και η μάνα μου πίστευαν στον Θεό με τον τρόπο που πιστεύει πολύς κόσμος: υπάρχει, συνετό είναι να τα έχουμε καλά μαζί Του, αλλά πολλά πάρε-δώσε δεν χρειάζονται. Έτσι ο Θεός στο μυαλό μου είχε την ίδια θέση με τον μπαρμπα-Αντώνη, έναν θείο του πατέρα μου, βαρύ κι ασήκωτο, πρώην αστυνομικό, τον οποίο επισκεπτόμασταν μια φορά τον χρόνο, στη γιορτή του, από οικογενειακό καθήκον. Οι επισκέψεις μας στον Θεό ήταν κάπως πιο συχνές. Πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, από οικογενειακό καθήκον και πάλι, επειδή τις γιορτές τις περνούσαμε στο χωριό με τους παππούδες μου, που ήταν πιο θεοσεβούμενοι από τους γονείς μου. Τηρούσαν όλες τις νηστείες απαρέγκλιτα, μεταλάβαιναν τακτικά, δεν κατεβάζανε καντήλια και δεν αναρωτιούνταν -όπως ο πατέρας μου- αν αυτό που είδε ο Ιεζεκιήλ ήταν ιπτάμενος δίσκος, ούτε αν ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη υπό την επήρεια κάποιου βαρβάτου ναρκωτικού. Ωστόσο, ακόμα και η γιαγιά μου, την Πρωτοχρονιά, όταν έφτανε η ώρα της βασιλόπιτας, εξαιρούσε διακριτικά τον Θεό. Έκοβε κομμάτια μόνο για τον Χριστό και την Παναγία, που ήταν πιο αγαπητοί και προσιτοί από τον Μεγάλο -όπως η θεία Φούλα και ο Γιωργάκης, η γυναίκα και ο γιος του μπαρμπα-Αντώνη.

Μπορεί οι σχέσεις μας με τον Θεό να ήταν χλιάρες, αλλά με τους εκπροσώπους Του επί της γης είχαμε περισσότερα νταραβέρια. Ο πατέρας μου πήγαινε συχνά-πυκνά στο Άγιον Όρος και επέστρεφε με φτιαγμένα από τους καλόγερους λιβάνια, κομποσκοίνια, φυλαχτά, εικόνες -παραγγελιές της μιας ή της άλλης θειας, γιαγιάς, γειτόνισσας-, με αγριογούρουνα, που κυνηγούσε με τους καλόγερους και τα σκυλιά τους, και με πεντανόστιμες ψαρούκλες, που έπιαναν οι καλόγεροι με τα δίχτυα τους. Είχε πάντα να διηγηθεί συναρπαστικές ιστορίες για τη ζωή και τα κατορθώματα των καλόγερων, έτσι που έφτασα να θεωρώ το Άγιον Όρος παράδεισο της Περιπέτειας. Ποια Άγρια Δύση και κουραφέξαλα; Ποιος Μικρός Σερίφης και πράσινα άλογα; Εδώ είχαμε αποδείξεις! Κάποια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο, είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα να με πάρει μαζί του όταν θα ξαναπήγαινε εκεί.

"Δεν γίνεται", ήταν η απογοητευτική απάντηση.
"Γιατί;"
"Δεν επιτρέπονται γυναίκες στο Άγιον Όρος".
"Δεν είμαι γυναίκα, είμαι παιδί!" (Κάτι σου θυμίζει αυτό, ε;)
"Ωραία. Είσαι θηλυκό παιδί. Δεν επιτρέπεται τίποτε θηλυκό εκεί", είπε ο πατέρας μου, καταφεύγοντας σε ένα μικρό ψέμα για να με αντιμετωπίσει.
"Ούτε θηλυκή γάτα;"
"Ούτε".
"Ούτε θηλυκός σκύλος;"
"Ούτε".
"Ούτε θηλυκό άλογο;"
"Ούτε, ούτε".
"Ούτε θηλυκό πρόβατο;" (Όταν άρχιζα τις ερωτήσεις έσκαγα γάιδαρο. Ναι, και θηλυκό γάιδαρο.)
"Τι θα γίνει τώρα; Θα κάνει παρέλαση όλη η φυσική ιστορία; Είπαμε: δεν επιτρέπεται τίποτε θηλυκό. Τελεία και παύλα".
"Και τα αγριογούρουνα που έφερες πώς γίνεται και είναι θηλυκά;" είπα.
"Και πού το ξέρεις εσύ ότι είναι θηλυκά;" με ρώτησε θορυβημένος.
"Αφού δεν έχουν μεγάλους χαυλιόδοντες, βρε μπαμπά. Μόνο τα αρσενικά έχουν μεγάλους", εξήγησα θριαμβευτικά, ικανοποιημένη που η ανελλιπής παρακολούθηση των ντοκιμαντέρ για τα ζώα της άγριας φύσης απέδιδε καρπούς.
Ο πατέρας μου με κοίταξε φαρμακωμένος, το σκέφτηκε λιγάκι, και τελικά είπε, "Δεν πας να πεις στη μάνα σου να μου φτιάξει ένα καφεδάκι;"

Για κάμποσο καιρό ήμουν πεισμένη ότι ο μπαμπάς μου δεν μου έλεγε την αλήθεια, ότι απλώς δεν ήθελε να με πάρει μαζί του. Μέχρι που μια μέρα μάς ανακοίνωσε ότι θα μας επισκέπτονταν κάποιοι καλόγεροι από τον Άγιον Όρος, που κατέβαιναν στην Αθήνα για δουλειές. Επιτέλους! Θα έβλεπα από κοντά τους φοβερούς και τρομερούς ιθαγενείς του μαγικού βουνού. Περίμενα πώς και πώς το κοσμοϊστορικό γεγονός. Όταν όμως χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μπήκαν μέσα, κατάλαβα με τον πιο οδυνηρό τρόπο τη σημασία της έκφρασης "οικτρή απογοήτευση". Εκεί που περίμενα να δω τουλάχιστον τον Τζιμ Άνταμς και τον Ταρζάν, αντίκρισα παπάδες κατσιασμένους σαν ανορεξικές ρέγκες, με θυσανωτές γενειάδες και αγριεμένο βλέμμα, που μύριζαν σαν τις άδειες μπουκάλες με απομεινάρια ταγκιασμένου λαδιού που ξέμεναν στο ντουλάπι μας κάτω από τον νεροχύτη. Χαιρέτησαν τον μπαμπά μου διά χειραψίας και χάιδεψαν το κεφάλι του αδερφού μου -που τους κοίταξε με μισό μάτι, και έπειτα, καλού-κακού, έψαξε ολόγυρα με το βλέμμα του για το πιστόλι του με τις βεντούζες. Εμένα και τη μαμά μου μάς αγνόησαν επιδεικτικά.

"Μαμά, εμάς γιατί δεν μας χαιρέτησαν;" ρώτησα τη μητέρα μου, όταν ο πατέρας μου πήγε τους καλόγερους στο σαλόνι μας.
"Γιατί είμαστε γυναίκες". Αυτή τη φορά δεν μπήκα στον κόπο να της υπενθυμίσω ότι εγώ ήμουν παιδί. Ήξερα πια πως ήταν μάταιο.
"Και γιατί δεν χαιρετάνε τις γυναίκες;" συνέχισα.
"Γιατί είναι καλόγεροι", μου απάντησε.
"Και ο παπα-Χρήστος γιατί μας χαιρετάει;" Ο παπα-Χρήστος, ο ιερέας του χωριού των παππούδων μου, ήταν στρογγυλός σαν τα βαρέλια του κρασιού που είχε ο παππούς μου στο κατώι, είχε κόκκινα μάγουλα, μαύρη περιποιημένη γενειάδα, χαμογελούσε πάντα, και μύριζε κολόνια και λιβάνι τριαντάφυλλο. Επιπλέον ήταν ο μόνος παπάς που ο μπαμπάς μου δεν αποκαλούσε τράγο.
"Αυτός είναι παπάς".
"Κι αυτοί παπάδες είναι".
"Δεν είναι παπάδες, είναι καλόγεροι".
"Αφού κι αυτοί ράσα φοράνε. Ποια είναι η διαφορά;"
Η μαμά μου με κοίταξε συλλογισμένη, το σκέφτηκε λιγάκι, και τελικά είπε, "Δεν πας μέσα να ρωτήσεις τον πατέρα σου μήπως θέλουν κάνα καφεδάκι;".

Πέρασαν κάποια χρόνια μέχρι να μάθω τι ακριβώς είναι το άβατον του Αγίου Όρους, και ακόμα μερικά μέχρι να αντιληφθώ τι σήμαιναν τα υπονοούμενα που άκουγα από δω κι από κει για τις στενές σχέσεις μεταξύ παπάδων και καλογέρων. Το άβατο δεν με προσβάλλει ως γυναίκα. Πιστεύω ότι είναι δικαίωμα των αθωνιτών μοναχών να ζουν όπως αυτοί επέλεξαν. Ούτε οι αλλαξοκωλιές παπάδων και καλόγερων με απασχολούν. Ας κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μη βγαίνουν να κατακεραυνώνουν όλους τους υπόλοιπους. Γιατί δεν λέει να κουνάς την αχλαδιά με χέρια και με πόδια κι έπειτα να κηρύττεις λάβρος κατά των προγαμιαίων σχέσεων, των πόρνων και των ομοφυλοφίλων. Συμφωνείτε, πάτερ, ή να ψήσουμε κάνα καφεδάκι;

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Σεξουαλική αγωγή

Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2005
Προειδοποίηση: Αν είσαι άντρας και η λέξη περίοδος σου προκαλεί αμηχανία ή σου φαίνεται σιχαμερή και ανατριχιαστική, αν λιποθυμάς στη θέα του αίματος, ή αν δεν έχεις πάει φαντάρος (οπότε δεν έχεις γίνει ακόμα άντρας!), καλύτερα να μη διαβάσεις παρακάτω.

Εκεί γύρω στις αρχές της πέμπτης Δημοτικού συνέβη ένα γεγονός που μου άλλαξε τη ζωή: έγινα γυναίκα. Όχι, τρομάρα σου! Δεν έκανα σεξ στα έντεκα. Εννοώ πως αυτό που σε άλλα κορίτσια συνήθως συμβαίνει στην εφηβεία, δηλαδή η περίοδός τους, εμένα ήρθε να με ταράξει όταν ακόμα δεν με απασχολούσε καθόλου αν θα αποκτούσα βυζιά κι ενώ έβλεπα τα αγόρια ως αντιπαθητικούς και δόλιους Εγγλέζους που ο Μπλεκ -δηλαδή εγώ- έπρεπε να κατατροπώσει.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ κοιμόμουν μακαρίως (είχε περάσει η εποχή του μεταμεσονύκτιου τρόμου και των εφιαλτών), και ονειρευόμουν τα θολά νερά του Μισισιπή και τα πονηρά γατόψαρα που περίμεναν τον Χοκ Φιν -δηλαδή εμένα- να τα ψαρέψω, ξύπνησα από φρικτούς πόνους δεξιά στην κοιλιά μου. Αφού σήκωσα τον κόσμο στο πόδι και έγινε το απαραίτητο οικογενειακό συμβούλιο, οι γονείς μου κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μάλλον είχα πρόβλημα στη σκωληκοειδίτιδα, και κατέφυγαν στο ενδεδειγμένο γιατροσόφι: μπουκάλι με παγωμένο νερό εκεί που πονούσα. Παρά την εσφαλμένη ιατρική διάγνωση και την ακόμα πιο εσφαλμένη μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος που τελικά είχα, επέζησα. Το πρωί, όταν διαπίστωσαν ότι έχαιρα άκρας υγείας, οι γονείς μου ξέχασαν το συμβάν -το ίδιο κι εγώ.

Δεν με ξέχασε εκείνο όμως. Έτσι, το ίδιο απόγευμα και ενώ έπαιζα στην αυλή, διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι το παντελόνι μου ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ινδιάνικο βέλος! ήταν η πρώτη σκέψη. (Πρέπει να σου πω ότι μπαινόβγαινα από την πραγματικότητα στα αποκυήματα της φαντασίας μου με την ίδια ευκολία που τα αγαπημένα μου εξωγήινα τέρατα πηγαινοέρχονταν στις χωροχρονικές διαστάσεις). Όμως δεν έπαιζα Μπλεκ εναντίον πάντων, οπότε ήταν μάλλον απίθανο να με έχει πετύχει βέλος. Απευθύνθηκα λοιπόν στον Υπαρχηγό, δηλαδή στη μαμά μου. Ο Αρχηγός ήταν στη δουλειά του.

"Μαμά, αίματα", ανακοίνωσα.
"Πού σκοτώθηκες πάλι, βρε; Δεν σου έχω πει να προσέχεις;" μου είπε φουρκισμένη.
"Δεν σκοτώθηκα, δεν πονάω. Δεν ξέρω τι έγινε".
Έπειτα από μια γρήγορη εξέταση, η μαμά μου κατάλαβε ότι είχε έρθει η μαύρη ώρα να δώσει εξηγήσεις για τα ανεξήγητα.
"Έλα να σε πλύνω και να σου πω τι θα κάνεις", μου είπε και με πήγε στο μπάνιο.
"Τι έπαθα;" τη ρώτησα ενώ με έπλενε.
"Τίποτα. Έγινες γυναίκα". Πρώτη κεραμίδα. Δεν ήθελα να γίνω γυναίκα. Οι γυναίκες δεν ψαρεύανε γατόψαρα, δεν σκοτώνανε Ινδιάνους, δεν κάνανε τίποτε της προκοπής.
"Δεν είμαι γυναίκα, είμαι παιδί".
"Τώρα είσαι γυναίκα".
"Δεν είμαι!"
"Είσαι".
"Γιατί;"
"Γιατί έτσι". Μαύρα μαντάτα. Άπαξ και έλεγε γιατί έτσι, ο ύφαλος δεν ξεπερνιόταν με τίποτε.
"Πότε θα περάσει αυτό;"
"Δεν θα περάσει. Θα κρατήσει μερικές μέρες και θα γίνεται κάθε μήνα". Δεύτερη κεραμίδα. Τι κάθε μήνα; Πώς κάθε μήνα; Γιατί κάθε μήνα; ΟΧΙ!
"Δεν θέλω!"
"Δεν είναι στο χέρι σου".
"Ποιος το λέει!"
"Ο Θεός". Τρίτη κεραμίδα και φαρμακερή. Δεν γινόταν να αμφισβητήσεις την Υπέρτατη Αρχή -που ήταν πιο πάνω από τον Υπαρχηγό, πιο πάνω ακόμα και από τον Αρχηγό-, ούτε να αλλάξεις τις βουλές της. Έκανα μια προσπάθεια να κερδίσω κάτι από αυτή τη μίζερη υπόθεση.
"Δεν θα πηγαίνω σχολείο αυτές τις μέρες, ε;" ρώτησα με ελπίδα.
"Πώς δεν θα πηγαίνεις σχολείο, θα πηγαίνεις", ήρθε η απάντηση. "Αλλά δεν θα κάθεσαι στο μωσαϊκό, δεν θα κολυμπάς στη θάλασσα, και δεν θα αφήνεις τα αγόρια να σε ακουμπάνε γιατί θα κάνεις μωρό", πρόσθεσε απνευστί.
Ε; Αυτό με το μωσαϊκό δεν με πείραξε, μικρό το κακό. Το άλλο με τη θάλασσα με πείραξε και με έκοψε, αλλά το άφησα κατά μέρος για χάρη του τρίτου, που μου προκάλεσε απόλυτη σύγχυση. Θα έκανα μωρό αν με ακουμπούσαν τα αγόρια; Μα τι έλεγε η μαμά μου;
"Και πώς θα παίζουμε αν δεν με ακουμπάνε;" τη ρώτησα.
"Άσε τα πολλά λόγια και κάνε ό,τι σου λένε!" μου απάντησε εκνευρισμένη.
"Γιατί, ρε μαμά;"
"ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ!"
"Πεεεεεεεες!" επέμεινα.
"Θα πάψεις ή θα σου αστράψω κάναν φούσκο;"

Η απειλή του φούσκου ήταν το υπέρτατο επιχείρημα των γονιών μου όταν στριμώχνονταν, το βούλωσα λοιπόν και άκουσα χολωμένη το τεχνικό μέρος της υπόθεσης Περίοδος, αυτό που είχε να κάνει με τις σερβιέτες και τη χρήση τους. Η απόλυτη φρίκη! Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό, το μυαλό μου δεν μπορούσε να χωρέσει την αποτρόπαιη κατάσταση. Τις επόμενες μέρες περιφερόμουν σαν αυτόματο, με τον εγκέφαλό μου μουδιασμένο, σίγουρη πως όλοι ήξεραν ότι φορούσα εκείνο το πράγμα, βέβαιη πως το τρίξιμό του ακουγόταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Για παιχνίδι ούτε λόγος -φοβόμουν το ρεζίλεμα. Ανασκάλευα ανόρεχτα τα βιβλία μου, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να ενθουσιαστώ με τον Φωτεινό Παντογνώστη. Τζίφος. Τίποτε δεν μπορούσε να με ανασύρει από την κατάθλιψη στην οποία είχα βουλιάξει εξαιτίας της καινούριας πραγματικότητας. Ο Αρχηγός -τον οποίο ο προδότης Υπαρχηγός, παρά τις ικεσίες μου, είχε ενημερώσει για τη μεταμόρφωσή μου σε γυναίκα-, αποφασισμένος να μου φτιάξει το κέφι, αγόρασε ένα παιχνίδι που από καιρό είχα στο μάτι και τον πιλάτευα να μου πάρει: τον Φασόλα.

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Ο Φασόλας έλαμψε σαν ηλιαχτίδα και σκόρπισε τη μαυρίλα των ημερών. Είχε φουντωτά πράσινα μαλλιά, κόκκινη φάτσα, πελώριες ματάρες, πλατύ χαμόγελο με καρδούλες, λαχανί κορμί, και φορούσε καφετιά παπούτσια και κλαρωτή βερμούδα με ροζ τιράντες. Ένας κούκλος, όνομα και πράγμα! Τον αποχωριζόμουν μόνο όταν πήγαινα στο σχολείο. Με το που επέστρεφα τρώγαμε μαζί, διαβάζαμε μαζί, παίζαμε οι δυο μας, και τις νύχτες μοιραζόμασταν το κρεβάτι μου. Έχωνα το πρόσωπό μου στα πράσινα μαλλιά του που μύριζαν κουφέτο και αποκοιμιόμουν, λυτρωμένη από τον εφιάλτη της μετάλλαξής μου και τις φρίκες που τη συνόδευαν.

Μερικές μέρες μετά την άφιξη του Φασόλα, και ενώ η μισητή περίοδος είχε τελειώσει και την είχα αφήσει πίσω μου -ο επόμενος μήνας ήταν πολύ μακριά για το εντεκάχρονο μυαλό μου- με έπιασε πονόκοιλος και πυρετός. Η μαμά μου αποφάνθηκε ότι ήταν κρύωμα και εφάρμοσε την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή: πορτοκαλάδες, παιδικές ασπιρίνες και εντριβές στην κοιλιά με ζεστό λαδάκι και αποξηραμένο χαμομήλι. Παρά τα γιατροσόφια της όμως ο πονόκοιλος δεν υποχωρούσε. Και τότε μες στο μυαλό μου άστραψε η φοβερή αλήθεια: θα έκανα μωρό γιατί με είχε ακουμπήσει ο Φασόλας, που ήταν αγόρι! Η μία συμφορά μετά την άλλη: πρώτα η μεταμόρφωση σε γυναίκα, έπειτα η απόκτηση μωρού εξαιτίας της αποκοτιάς μου. Κατέρρευσα. Στη μαμά μου δεν γινόταν να πω τίποτε. Πώς θα αποκάλυπτα ότι δεν είχα ακούσει τις συμβουλές της και είχα αφήσει ένα αγόρι να με αγγίξει; Έπρεπε να κρύψω το μωρό. Και σε πόσο καιρό θα ερχόταν αυτό; Σε τρεις μέρες, σε μια βδομάδα; Οι γνώσεις μου στο θέμα ήταν ανύπαρκτες. Ήξερα μόνο ότι ένα μωρό περιμένει στην κοιλιά της μαμάς του μέχρι να έρθει η ώρα να βγει. Άρχισα να πίνω το ένα ποτήρι νερό μετά το άλλο, σαν τον Ντίνο Ηλιόπουλο μετά την καταναγκαστική λακερδοφαγία στο αστυνομικό Τμήμα του Νικήτα Πλατή, πιστεύοντας πως, αν γέμιζε η κοιλιά μου, το μωρό θα έκανε μπουρμπουλήθρες και θα αναγκαζόταν να βγει μια ώρα αρχύτερα. Μάταιος κόπος. Στο τέλος, κι ενώ το νερό κόντευε να αναβλύσει από τ΄ αφτιά μου, ο κοιλόπονος και ο πυρετός πέρασαν και κατάλαβα ότι είχα καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα. Ωστόσο, ο Φασόλας έμεινε να σκονίζεται παραπεταμένος, και επανήλθε στην ενεργό δράση ένα χρόνο αργότερα, όταν η αγαπημένη μου θεία, θεωρώντας ότι είχε έρθει η ώρα να μάθω τα μυστικά της ζωής, μου έκανε δώρο το βιβλίο Από τα δώδεκα έως τα δεκαοχτώ ("όλα όσα θέλουν να ξέρουν τα κορίτσια για το σώμα, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις"), και μου άνοιξε τα μάτια.

Παρότι σήμερα γελάω με την κρυψίνοια που επικρατούσε γύρω από αυτά τα θέματα όταν ήμουν παιδί, ζοχαδιάζω όταν τώρα πια βλέπω στην τηλεόραση τις διαφημίσεις για σερβιέτες. Έχεις προσέξει ότι το υγρό που χρησιμοποιείται για να διαφημιστεί η απορροφητικότητά τους είναι πάντα γαλάζιο και ποτέ κόκκινο, λες και οι γυναίκες στις οποίες απευθύνονται είναι, στη χειρότερη περίπτωση, ετερόχθονες του Άλφα του Κενταύρου, και στην καλύτερη γαλαζοαίματες πριγκίπισσες; Απωθημένα!



Εγώ και ο αγαπημένος μου

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα