Η θρησκεία ποτέ δεν είχε την πρώτη θέση στο οικογενειακό μας τραπέζι. Ο πατέρας μου και η μάνα μου πίστευαν στον Θεό με τον τρόπο που πιστεύει πολύς κόσμος: υπάρχει, συνετό είναι να τα έχουμε καλά μαζί Του, αλλά πολλά πάρε-δώσε δεν χρειάζονται. Έτσι ο Θεός στο μυαλό μου είχε την ίδια θέση με τον μπαρμπα-Αντώνη, έναν θείο του πατέρα μου, βαρύ κι ασήκωτο, πρώην αστυνομικό, τον οποίο επισκεπτόμασταν μια φορά τον χρόνο, στη γιορτή του, από οικογενειακό καθήκον. Οι επισκέψεις μας στον Θεό ήταν κάπως πιο συχνές. Πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, από οικογενειακό καθήκον και πάλι, επειδή τις γιορτές τις περνούσαμε στο χωριό με τους παππούδες μου, που ήταν πιο θεοσεβούμενοι από τους γονείς μου. Τηρούσαν όλες τις νηστείες απαρέγκλιτα, μεταλάβαιναν τακτικά, δεν κατεβάζανε καντήλια και δεν αναρωτιούνταν -όπως ο πατέρας μου- αν αυτό που είδε ο Ιεζεκιήλ ήταν ιπτάμενος δίσκος, ούτε αν ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη υπό την επήρεια κάποιου βαρβάτου ναρκωτικού. Ωστόσο, ακόμα και η γιαγιά μου, την Πρωτοχρονιά, όταν έφτανε η ώρα της βασιλόπιτας, εξαιρούσε διακριτικά τον Θεό. Έκοβε κομμάτια μόνο για τον Χριστό και την Παναγία, που ήταν πιο αγαπητοί και προσιτοί από τον Μεγάλο -όπως η θεία Φούλα και ο Γιωργάκης, η γυναίκα και ο γιος του μπαρμπα-Αντώνη.
Μπορεί οι σχέσεις μας με τον Θεό να ήταν χλιάρες, αλλά με τους εκπροσώπους Του επί της γης είχαμε περισσότερα νταραβέρια. Ο πατέρας μου πήγαινε συχνά-πυκνά στο Άγιον Όρος και επέστρεφε με φτιαγμένα από τους καλόγερους λιβάνια, κομποσκοίνια, φυλαχτά, εικόνες -παραγγελιές της μιας ή της άλλης θειας, γιαγιάς, γειτόνισσας-, με αγριογούρουνα, που κυνηγούσε με τους καλόγερους και τα σκυλιά τους, και με πεντανόστιμες ψαρούκλες, που έπιαναν οι καλόγεροι με τα δίχτυα τους. Είχε πάντα να διηγηθεί συναρπαστικές ιστορίες για τη ζωή και τα κατορθώματα των καλόγερων, έτσι που έφτασα να θεωρώ το Άγιον Όρος παράδεισο της Περιπέτειας. Ποια Άγρια Δύση και κουραφέξαλα; Ποιος Μικρός Σερίφης και πράσινα άλογα; Εδώ είχαμε αποδείξεις! Κάποια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο, είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα να με πάρει μαζί του όταν θα ξαναπήγαινε εκεί.
"Δεν γίνεται", ήταν η απογοητευτική απάντηση.
"Γιατί;"
"Δεν επιτρέπονται γυναίκες στο Άγιον Όρος".
"Δεν είμαι γυναίκα, είμαι παιδί!" (Κάτι σου θυμίζει αυτό, ε;)
"Ωραία. Είσαι θηλυκό παιδί. Δεν επιτρέπεται τίποτε θηλυκό εκεί", είπε ο πατέρας μου, καταφεύγοντας σε ένα μικρό ψέμα για να με αντιμετωπίσει.
"Ούτε θηλυκή γάτα;"
"Ούτε".
"Ούτε θηλυκός σκύλος;"
"Ούτε".
"Ούτε θηλυκό άλογο;"
"Ούτε, ούτε".
"Ούτε θηλυκό πρόβατο;" (Όταν άρχιζα τις ερωτήσεις έσκαγα γάιδαρο. Ναι, και θηλυκό γάιδαρο.)
"Τι θα γίνει τώρα; Θα κάνει παρέλαση όλη η φυσική ιστορία; Είπαμε: δεν επιτρέπεται τίποτε θηλυκό. Τελεία και παύλα".
"Και τα αγριογούρουνα που έφερες πώς γίνεται και είναι θηλυκά;" είπα.
"Και πού το ξέρεις εσύ ότι είναι θηλυκά;" με ρώτησε θορυβημένος.
"Αφού δεν έχουν μεγάλους χαυλιόδοντες, βρε μπαμπά. Μόνο τα αρσενικά έχουν μεγάλους", εξήγησα θριαμβευτικά, ικανοποιημένη που η ανελλιπής παρακολούθηση των ντοκιμαντέρ για τα ζώα της άγριας φύσης απέδιδε καρπούς.
Ο πατέρας μου με κοίταξε φαρμακωμένος, το σκέφτηκε λιγάκι, και τελικά είπε, "Δεν πας να πεις στη μάνα σου να μου φτιάξει ένα καφεδάκι;"
Για κάμποσο καιρό ήμουν πεισμένη ότι ο μπαμπάς μου δεν μου έλεγε την αλήθεια, ότι απλώς δεν ήθελε να με πάρει μαζί του. Μέχρι που μια μέρα μάς ανακοίνωσε ότι θα μας επισκέπτονταν κάποιοι καλόγεροι από τον Άγιον Όρος, που κατέβαιναν στην Αθήνα για δουλειές. Επιτέλους! Θα έβλεπα από κοντά τους φοβερούς και τρομερούς ιθαγενείς του μαγικού βουνού. Περίμενα πώς και πώς το κοσμοϊστορικό γεγονός. Όταν όμως χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μπήκαν μέσα, κατάλαβα με τον πιο οδυνηρό τρόπο τη σημασία της έκφρασης "οικτρή απογοήτευση". Εκεί που περίμενα να δω τουλάχιστον τον Τζιμ Άνταμς και τον Ταρζάν, αντίκρισα παπάδες κατσιασμένους σαν ανορεξικές ρέγκες, με θυσανωτές γενειάδες και αγριεμένο βλέμμα, που μύριζαν σαν τις άδειες μπουκάλες με απομεινάρια ταγκιασμένου λαδιού που ξέμεναν στο ντουλάπι μας κάτω από τον νεροχύτη. Χαιρέτησαν τον μπαμπά μου διά χειραψίας και χάιδεψαν το κεφάλι του αδερφού μου -που τους κοίταξε με μισό μάτι, και έπειτα, καλού-κακού, έψαξε ολόγυρα με το βλέμμα του για το πιστόλι του με τις βεντούζες. Εμένα και τη μαμά μου μάς αγνόησαν επιδεικτικά.
"Μαμά, εμάς γιατί δεν μας χαιρέτησαν;" ρώτησα τη μητέρα μου, όταν ο πατέρας μου πήγε τους καλόγερους στο σαλόνι μας.
"Γιατί είμαστε γυναίκες". Αυτή τη φορά δεν μπήκα στον κόπο να της υπενθυμίσω ότι εγώ ήμουν παιδί. Ήξερα πια πως ήταν μάταιο.
"Και γιατί δεν χαιρετάνε τις γυναίκες;" συνέχισα.
"Γιατί είναι καλόγεροι", μου απάντησε.
"Και ο παπα-Χρήστος γιατί μας χαιρετάει;" Ο παπα-Χρήστος, ο ιερέας του χωριού των παππούδων μου, ήταν στρογγυλός σαν τα βαρέλια του κρασιού που είχε ο παππούς μου στο κατώι, είχε κόκκινα μάγουλα, μαύρη περιποιημένη γενειάδα, χαμογελούσε πάντα, και μύριζε κολόνια και λιβάνι τριαντάφυλλο. Επιπλέον ήταν ο μόνος παπάς που ο μπαμπάς μου δεν αποκαλούσε τράγο.
"Αυτός είναι παπάς".
"Κι αυτοί παπάδες είναι".
"Δεν είναι παπάδες, είναι καλόγεροι".
"Αφού κι αυτοί ράσα φοράνε. Ποια είναι η διαφορά;"
Η μαμά μου με κοίταξε συλλογισμένη, το σκέφτηκε λιγάκι, και τελικά είπε, "Δεν πας μέσα να ρωτήσεις τον πατέρα σου μήπως θέλουν κάνα καφεδάκι;".
Πέρασαν κάποια χρόνια μέχρι να μάθω τι ακριβώς είναι το άβατον του Αγίου Όρους, και ακόμα μερικά μέχρι να αντιληφθώ τι σήμαιναν τα υπονοούμενα που άκουγα από δω κι από κει για τις στενές σχέσεις μεταξύ παπάδων και καλογέρων. Το άβατο δεν με προσβάλλει ως γυναίκα. Πιστεύω ότι είναι δικαίωμα των αθωνιτών μοναχών να ζουν όπως αυτοί επέλεξαν. Ούτε οι αλλαξοκωλιές παπάδων και καλόγερων με απασχολούν. Ας κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μη βγαίνουν να κατακεραυνώνουν όλους τους υπόλοιπους. Γιατί δεν λέει να κουνάς την αχλαδιά με χέρια και με πόδια κι έπειτα να κηρύττεις λάβρος κατά των προγαμιαίων σχέσεων, των πόρνων και των ομοφυλοφίλων. Συμφωνείτε, πάτερ, ή να ψήσουμε κάνα καφεδάκι;