<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Φουσκοδεντριές!

Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006


Ψηφίστε για να γίνει η ελληνική μπλογκόσφαιρα ακόμα πιο καυτή!

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Τα μακαρόνια λάσπωσαν (μέρος γ΄)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006


Το βράδυ του Σαββάτου, όταν χτύπησε το κουδούνι, η Ζωή πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν αγχωμένη όπως ο ασθενής σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Μια ψυχή που ΄ναι να βγει, ας βγει, σκέφτηκε, ελπίζοντας ότι η επίσκεψη του Ξενοφώντα θα ήταν σύντομη.
Όταν άνοιξε την πόρτα, της επιτέθηκε μια ανθοδέσμη από κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
"Τα λουλούδια στα λουλούδια!" φώναξε με ενθουσιασμό ο Ξενοφών, που είχε προτάξει το μπουκέτο όπως ο γενίτσαρος το γιαταγάνι. "Κι αυτά για να σε γλυκάνω, Ζωΐτσα μου", πρόσθεσε, σηκώνοντας ψηλά ένα γαλάζιο κουτί με μαργαρίτες, που έγραφε επάνω ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ Η Γλυκιά Γωνιά.
Η Ζωή πήρε τα δώρα και παραμέρισε για να περάσει στο σπίτι ο Ξενοφών. Όταν εκείνος μπήκε μέσα και τον είδε καλύτερα, μόνο που δεν έκανε το σταυρό της. Το ξυρισμένο κεφάλι και η μουστάκα είχαν παραμείνει ίδια -αδύνατον να θυσιάσει το σύμβολο του ανδρισμού του ο Ξενοφών, ακόμα και για τη Ζωΐτσα- αλλά ο υπόλοιπος είχε μεταμορφωθεί. Φορούσε σκούρο καφέ κοτλέ κοστούμι, μπεζ καλοσιδερωμένο πουκάμισο, σατέν κρεμ παπιγιόν και καφέ δερμάτινα παπούτσια με κορδόνια. Τον περιέβαλε δε ένα βαρύ αρωματικό σύννεφο που ο πατέρας της Ζωής, αν ήταν παρών, θα αποκαλούσε "κουνουποδιώκτη".
Καλέ! Αυτός ντύθηκε σαν γαμπρός! σκέφτηκε η Ζωή. Την έζωσαν τα μαύρα φίδια, ωστόσο κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
"Κάτσε, Ξενοφών", του είπε, δείχνοντάς του τον καναπέ της κυρίας Αντιόπης, με τα πλεχτά σεμέν στα μπράτσα και τη ράχη. Πήγε στην κουζίνα, έβαλε το κουτί με τα γλυκά στο ψυγείο, τα λουλούδια σ' ένα βάζο και στη συνέχεια στο τραπέζι του σαλονιού, κι έπειτα κάθησε στην πολυθρόνα απέναντι στον Ξενοφώντα, με το τραπεζάκι του καφέ ανάμεσά τους -για λόγους ασφαλείας.
Τον κοίταξε.
Καθόταν με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια πλεγμένα πάνω στα γόνατά του και, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, την κάρφωνε λιγωμένος.
Η Ζωή περίμενε.
Καμία αντίδραση από τον Ξενοφώντα.
Πέρασαν μερικά λεπτά. "Θες έναν καφέ, Ξενοφών; Ένα γλυκάκι;" τον ρώτησε τελικά, αμήχανη.
"Όχι, Ζωΐτσα μου, το γλυκάκι μου είσαι εσύ", απάντησε εκείνος.
Κακή αρχή κάναμε, σκέφτηκε η Ζωή, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ο Ξενοφών της έριξε κι άλλες φλογερές ματιές.
Εκείνη άρχισε να παρατηρεί με ζήλο τα νύχια της.
"Ζωΐτσα, κανείς δεν θα σε αγαπήσει όπως εγώ", δήλωσε ξαφνικά ο Ξενοφών.
Μπα; Και πού το ξέρεις; Τους ρώτησες όλους; ήθελε να του πει πικαρισμένη. Αυτό έλειπε, να ήταν ο Ξενοφών εκείνος που θα την αγαπούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της! Όμως δεν έκανε κανένα σχόλιο. Όσο πιο γρήγορα τέλειωναν, τόσο το καλύτερο -κυρίως για κείνη.
"Μου είπες ότι τα έχεις με άλλον, όμως δε θέλω να φύγω απ' αυτή τη ζωή χωρίς να τρυγήσω το αμπελάκι σου".
Η Ζωή τα ΄χασε. "Ποιο αμπελάκι, βρε Ξενοφών; Τι λες; Χάζεψες;"
"Το αμπελάκι σου", είπε ο Ξενοφών, χαμηλώνοντας με νόημα το βλέμμα και κοιτώντας κάπου ανάμεσα στον αφαλό και τα γόνατα της Ζωής.
"Ποιο αμπελ… Α, αυτό!" είπε εκείνη, καταλαβαίνοντας καθυστερημένα για ποιο αμπελάκι μιλούσε ο Ξενοφών.
"Προτιμάς να το λέω αλλιώς; Πώς το ΄χεις βαφτίσει;"
"Δεν το ΄χω βαφτίσει. Δεν τα βρήκαμε με το νονό κι έμεινε αλάδωτο. Μα τι είναι αυτά που λες, Ξενοφών; Πλάκα μου κάνεις;"
"Γιατί, Ζωΐτσα μου; Εγώ το δικό μου το λέω Μικρό Ξενοφώντα".
"Έχεις και συ αμπελάκι;"
"Ε, όχι κι αμπελάκι ο Μικρός Ξενοφώντας!"
"Σωστά, παρασύρθηκα…" είπε η Ζωή. "Και δε μου λες, είναι αντιπροσωπευτικό το 'μικρός';" ρώτησε προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Έξις δευτέρα φύσις.
"Όχι, δα!" απάντησε με στόμφο ο Ξενοφών. "Ο Μικρός Ξενοφώντας είναι το καμάρι μου! Το καύχημά μου! Το στολίδι μου!"
"Εντάξει, το μήνυμα ελήφθη. Μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα;"
"Ό,τι πεις εσύ, πεπονάκι μου", είπε ο Ξενοφών.
"Πώς το ΄πες αυτό;"
"Ποιο;"
"Αυτό με το πεπονάκι".
"Μου αρέσουν τα υποκοριστικά. Σε πειράζει να σε λέω πεπονάκι μου;"
"Ναι, με πειράζει".
"Καρπουζάκι μου;"
"Κι αυτό με πειράζει".
"Κολοκυθούλα μου;"
"Κοίτα, Ξενοφών, αν πιάσουμε όλα τα κηπευτικά με τη σειρά θα ξημερώσουμε. Δε θέλω να με λες τίποτα. Έχω όνομα".
"Καλά, Ζωΐτσα μου", είπε υπάκουα ο Ξενοφών, φανερά απογοητευμένος όμως που δεν του επιτρεπόταν να εκδηλώσει τον έρωτά του με τον τρόπο που ήθελε. "Όπως σου είπα, δε θέλω να πεθάνω χωρίς να τρυγήσω το αμπελάκι σου. Μπορεί τώρα να έχεις σχέση με άλλον, αλλά όταν τα χαλάσετε…"
"Γιατί να τα χαλάσουμε, βρε γρουσούζη; Το ΄χεις σίγουρο, δηλαδή;"
"Ναι".
"Πώς το ξέρεις;"
"Γιατί είναι γραφτό να είμαστε μαζί εμείς οι δύο. Να πώς το ξέρω".
"Μπα;"
"Ναι. Αν σου εξηγήσω πώς σε ερωτεύτηκα, θα καταλάβεις. Να σου εξηγήσω;"
Όχι, να σηκωθείς και να πέσεις απ' το μπαλκόνι, ήθελε να του απαντήσει η Ζωή, που πια είχε μετανιώσει για την πρόσκληση, όμως η ευγένεια δεν το επέτρεπε.
"Εξήγησέ μου", του απάντησε με μισή καρδιά.
"Λίγο καιρό μετά που σε γνώρισα…"
Α, πάει μακριά η βαλίτσα, σκέφτηκε εκείνη.
"…είδα ένα όνειρο".
Η Ζωή δύο πράγματα βαριόταν περισσότερο κι από τις αμαρτίες της: να της περιγράφουν οι άλλοι τα όνειρα και τις δίαιτές τους. Όμως είχε παραχωρήσει ακρόαση στον Ξενοφώντα, και το πρωτόκολλο απαιτούσε να υπομείνει τη δοκιμασία. Αναστέναξε, πήρε βαθιά ανάσα και περίμενε.
"Ήμουν, που λες, σε μια έρημο και περπατούσα. Ο ήλιος έκαιγε πάρα πολύ και πουθενά δεν υπήρχε ούτε ένα πράσινο φύλλο. Ο λαιμός μου είχε ξεραθεί", άρχισε να αφηγείται ο Ξενοφών. "Εκεί που κόντευα να κορακιάσω από τη δίψα, βλέπω μπροστά μου έναν πέτρινο κρουνό σαν λιονταροκεφαλή, από τον οποίο ξεχυνόταν γάργαρο νερό. Έτρεξα σαν τρελός, έσκυψα, κι άρχισα να πίνω, να πίνω, να πίνω… Όταν ξεδίψασα, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ότι η λιονταροκεφαλή είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της καθόσουν εσύ με ανοιχτά τα πόδια και το νερό ανάβλυζε από το μουνί σου".
Για μια στιγμή η Ζωή νόμισε ότι την είχαν γελάσει τα' αφτιά της. Ο Ξενοφών, το καλό παιδί και άξιο παλικάρι που ποτέ πριν δεν το είχε ακούσει να βρίζει, είχε πει μουνί; Μουνί; Ούτε καν μουνάκι; Και τι είχε απογίνει το αμπελάκι; Από την έκπληξη δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει λέξη.
"Κατάλαβες, Ζωΐτσα;" τη ρώτησε με αγωνία ο Ξενοφών, χωρίς να προσέξει την ταραχή της. "Ήμουν διψασμένος και μου έδωσες νερό! Το όνειρο ήταν σημαδιακό. Πάει να πει ότι σ' αυτή τη ζωή εσύ θα μου χαρίσεις την ευτυχία".
"Ε, καλά, Ξενοφών. Ένα όνειρο ήταν. Μη δίνεις τόση σημασία. Εγώ κάποτε είδα ότι μου φύτρωσαν ρόδες και…"
"Μα δεν ήταν μόνο αυτό!" τη διέκοψε ο Ξενοφών. "Είδα κι άλλο όνειρο μετά!"
Ρε, τι πάθαμε! σκέφτηκε η Ζωή.
"Περπατούσα σε μια παγωμένη λίμνη", συνέχισε ακάθεκτος ο Ξενοφών. "Ξαφνικά, έσπασε ο πάγος και βυθίστηκα στο νερό. Έπειτα οι πάγοι έσμιξαν ξανά κι άρχισα να πνίγομαι. Όπως σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου, σε βλέπω να εμφανίζεσαι στην επιφάνεια της λίμνης, ν' ανοίγεις τα πόδια και να κατουράς. Τότε ο πάγος έλιωσε και βγήκα από το νερό. Με έσωσες, Ζωΐτσα! Έτσι θα με σώσεις και στην πραγματική ζωή".
"Κατουρώντας σε;" ρώτησε με αθώο ύφος εκείνη.
"Ζωΐτσα!"

"Ο Ξενοφών ήταν συναισθηματικά ανασφαλής!" κραύγαζε θριαμβευτικά ο Θανάσης, ο ερασιτέχνης ψυχολόγος, όταν η Ζωή έφτανε σ' αυτό το σημείο της ιστορίας. "Το νερό στον ύπνο μας εμφανίζεται με πολλές μορφές, που συνήθως συμβολίζουν τα συναισθήματά μας. Ο δε πνιγμός σε αυτό υποδηλώνει συναισθηματική ανασφάλεια".
"Άσε μας, ρε Θανάση, που έγινες και Καζαμίας τώρα", του έλεγε η Ζωή. "Συναισθηματική ανασφάλεια και κολοκύθια με τη ρίγανη. Ο Ξενοφών ήταν βιτσιόζος. Τη μια έβλεπε ότι έπινε νερό που ανάβλυζε από το… αμπελάκι μου και την άλλη ότι τον κατουρούσα. Ήταν ουρολάγνος, πώς το λένε; Πάψε τώρα ν' ακούσεις τη συνέχεια".
Έτσι ο Θανάσης, θέλοντας και μη, σώπαινε, και κείνη συνέχιζε.

"Εντάξει, Ξενοφών. Θα έχω υπόψη μου όσα μου είπες, κι αν ποτέ χωρίσω μ' αυτόν που είμαι τώρα, θα είσαι ο πρώτος που θα θυμηθώ. Δεν το διαλύουμε τώρα γιατί πέρασε η ώρα;" είπε η Ζωή.
"Όχι!!!" φώναξε ο Ξενοφών. "Έχω κι άλλα να σου πω".
"Τι άλλα; Αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω".
"Κι όμως μπορείς". Ο Ξενοφών την κοίταξε στα μάτια. "Ζωΐτσα, παίζεις Λόττο;"
Τι ερώτηση ήταν πάλι αυτή; "Όχι, δεν παίζω", απάντησε εκείνη. "Δεν είμαι τυχερή σ' αυτά".
"Εγώ παίζω. Ούτε κι εγώ είμαι τυχερός όμως".
"Τι σχέση έχει αυτό με τη συζήτησή μας, Ξενοφών;"
"Έχει. Είμαι σίγουρος πως αν κοιμηθούμε μαζί θα χτυπήσω το τζακ-ποτ".
"Δε λέω, δεν είμαι τελείως νούλα στο κρεβάτι, αλλά μάλλον τα παραλές", είπε η Ζωή, κολακευμένη κατά βάθος.
"Ζωΐτσα, κυριολεκτώ".
"Δηλαδή;"
"Δηλαδή αν κοιμηθούμε μαζί και παίξω Λόττο είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσω".
"Θα μοιραστούμε και τα κέρδη;" τον ρώτησε η Ζωή, απηυδισμένη με τη μαύρη της τη μοίρα που έστελνε όλους τους πυροβολημένους στο δρόμο της. "Ξενοφών, με δουλεύεις ή το ΄χεις χάσει εντελώς; Τι είναι αυτά που λες;"
"Αφού έχω διαίσθηση, σου λέω".
"Ακόμα κι έτσι να είναι, πώς θα κοιμηθούμε μαζί; Αφού τα έχω με άλλον. Θα κερατώσω τον άνθρωπο για να κερδίσεις εσύ το Λόττο;"
"Δε θα τον κερατώσεις".
"Πώς δε θα τον κερατώσω αφού θα κοιμηθούμε μαζί;"
"Δε θα είναι κεράτωμα γιατί δε θα σου κάνω τίποτα επιλήψιμο".
"Ε;" Η Ζωή δεν καταλάβαινε Χριστό.
"Κοίτα, Ζωΐτσα, έχω ένα μικρό πρόβλημα".
Να ΄ταν μόνο ένα καλά θα ήταν! σκέφτηκε η Ζωή.
"Αν δεν κάνω μια απλή επέμβαση, δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στα καθήκοντα ενός άντρα στο ερωτικό κρεβάτι", εξομολογήθηκε ο Ξενοφών, χαμηλώνοντας ντροπαλά το βλέμμα.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να χωνέψει η Ζωή αυτό που άκουσε. "Κι αυτά που έλεγες για το καμάρι σου, το καύχημά σου, το στολίδι σου; Πώς σκόπευες να τρυγήσεις το αμπελάκι μου, βρε Ξενοφών, χωρίς κοφίνι;"
"Μα ο Μικρός Ξενοφών δεν έχει πρόβλημα μεγέθους!" είπε θιγμένος ο Ξενοφών. "Για μια μικρή δυσλειτουργία πρόκειται, που μπορεί να διορθωθεί με μια απλή επέμβαση, την οποία σκοπεύω να κάνω αμέσως μόλις τα φτιάξουμε".
"Καλά, ντε, μη συγχύζεσαι. Κι αυτό που είπες για το Λόττο;" ρώτησε η Ζωή.
"Ε, γι' αυτό δεν χρειάζεται να κάνουμε έρωτα. Απλώς θα γδυθούμε και θα σε χαϊδολογήσω", απάντησε με απόλυτη φυσικότητα ο Ξενοφών.
"Απλώς…"
"Ναι".
"Ξενοφών, νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνεις".
"Όχι!!! Θέλω να σου πω κι άλλα!"
"Έχει κι άλλα;"
"Ναι. Άκουσέ με και δε θα σε ενοχλήσω ξανά".
Αυτό το τελευταίο η Ζωή δεν τον πολυπίστευε πια, την έτρωγε όμως και η περιέργεια ν' ακούσει τι άλλο είχε να της πει ο Ξενοφών. Μέχρι τώρα θεωρούσε ότι τα είχε ακούσει όλα. Πόσο χειρότερα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα;
"Άντε, να σε ακούσω".
"Ζωΐτσα, μπορεί να με έχεις παρεξηγήσει, αλλά είμαι καλός άνθρωπος. Κι αφού κι εσύ είσαι καλός άνθρωπος γιατί να μην τα βρούμε;"
Ατράνταχτη λογική.
"Όλοι καλοί είμαστε, Ξενοφών. Οι κακοί είναι στη φυλακή. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι μπορούμε να κάνουμε χωριό. Να σε ρωτήσω κάτι;"
"Ό,τι θέλεις, Ζωΐτσα μου".
"Να, βρε παιδάκι μου, δεν σε προβληματίζει καθόλου το γεγονός ότι είμαστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι;"
"Όχι. Ξέρω ότι δεν είσαι της εκκλησίας, ότι συχνά μιλάς αισχρά, ότι παραέχεις προχωρημένες απόψεις, κι ότι εγώ είμαι θρήσκος, σοβαρός, εθνικιστής και ρατσιστής", δήλωσε απερίφραστα ο Ξενοφών. "Ναι, είμαι ρατσιστής", συνέχισε απτόητος όταν είδε τη Ζωή να γουρλώνει τα μάτια της. "Δε ντρέπομαι να το πω. Πιστεύω ότι όλοι οι ξένοι, και ειδικά οι μετανάστες, είναι κατώτεροι από τους Έλληνες, αλλά δε λέω κιόλας να βγούμε με τα τουφέκια να τους καθαρίσουμε".
Καλοσύνη σου, σκέφτηκε η Ζωή.
"Όμως οι μικρές διαφορές είναι το αλάτι στη ζωή ενός ζευγαριού. Καλή θέληση να υπάρχει κι όλα γίνονται".
"Προπάντων…"
"Ζωΐτσα, κανείς δε θα σε αγαπήσει όπως εγώ".
"Το ΄παμε αυτό".
"Ζωΐτσα, από τη στιγμή που σε γνώρισα έχω γίνει άλλος άνθρωπος".
Άμα σ' έκανε ο έρωτας όπως είσαι τώρα, φαντάζομαι πώς ήσουν πριν, σκέφτηκε εκείνη.
"Μέχρι τότε δεν είχα φαντασιώσεις με γυναίκες".
"Με τι είχες φαντασιώσεις; Με κατσίκες;"
"Ζωΐτσα!"
"Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι με πιάνει. Συνέχισε".
"Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ζήλευα τον Σπύρο. Τρελαινόμουν στη σκέψη ότι σε άγγιζε. Το ίδιο τρελαίνομαι και τώρα όταν σκέφτομαι ότι σε αγγίζει άλλος. Όμως, αν τα φτιάξουμε, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά".
Τι θ' ακούσω τώρα; σκέφτηκε η Ζωή.
"Δηλαδή, Ξενοφών;" τον ρώτησε επιφυλακτικά.
"Να, όταν τα φτιάξουμε θέλω να πηγαίνεις με άλλους. Από τη στιγμή που θα είσαι δικιά μου δε με πειράζει. Το αντίθετο μάλιστα. Η σκέψη με φτιάχνει πολύ".
Η Ζωή έμεινε κάγκελο.
Στο μεταξύ, το βλέμμα του Ξενοφώντα έγινε απλανές. Σαν να την κοίταζε, χωρίς όμως να τη βλέπει. Φαινόταν χαμένος ένας Θεός ξέρει σε τι ονειροπολήσεις. Ξαφνικά, πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να κουνάει πέρα-δώθε τα χέρια του, προσπαθώντας να εκφράσει τα συναισθήματα που τον έπνιγαν.
Η Ζωή λίγο έλειψε να πέσει από την πολυθρόνα απ' την τρομάρα της.
"Θέλω να σε βλέπω να πηδιέσαι με Νιγηριανούς! Με όλους τους τρόπους! Απ' όλες τις μπάντες! Σε όλες τις στάσεις!" φώναξε ο Ξενοφών. Πάνω στον παροξυσμό του, η φωνή του ανέβηκε κάμποσες οκτάβες και στο λαιμό του φούσκωσαν φλέβες. "Όσο πιο μαύροι, τόσο το καλύτερο!"
"Εντάξει, Ξενοφών! Ηρέμησε!" είπε η Ζωή πανικόβλητη. "Μπήκα στο νόημα, μην ταράζεσαι. Κάτσε κάτω, σε παρακαλώ". Δεν την ανησυχούσε τόσο η παραφορά του Ξενοφώντα. Αν η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο, δεν το ΄χε σε τίποτα να του φορέσει καπέλο τη φοντανιέρα που είχε η κυρία Αντιόπη πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. Και ήταν κρυστάλλινη, βαριά, όχι ψευτόπραμα. Θα πήγαιναν βέβαια χαμένα τα σοκολατάκια -κι ήταν από τ' ακριβά- αλλά ο Ξενοφών θα έβγαινε από τη μέση. Τι γινόταν όμως αν η διαχειρίστρια είχε πάρει θέση, όπως το συνήθιζε, έξω από την πόρτα του διαμερίσματος και είχε στήσει αφτί; Οι πάσης φύσεως αλλοδαποί, οι πιτσιρικάδες που μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια, οι διαζευγμένοι και οι ανύπαντροι, αποτελούσαν κόκκινο πανί για τους καθωσπρέπει οικογενειάρχες ταύρους της πολυκατοικίας. Αν κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Ζωή, μια χωρισμένη, πηδιόταν με Νιγηριανούς -δηλαδή όχι απλώς αλλοδαπούς αλλά … άκουσον, άκουσον… μαύρους αλλοδαπούς- θα της κρεμούσαν κουδούνια. Την αντίδραση δε της κυρίας Αντιόπης ούτε να τη σκεφτεί δεν ήθελε η κόρη της.
"Μη με παρεξηγήσεις, δεν τα λέω αυτά για να σε προσβάλω", είπε ο Ξενοφών και κάθησε στον καναπέ, απολύτως ήρεμος, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα. "Είναι που σε θεωρώ πολύ ερωτική γυναίκα".
"Όχι, προς Θεού", τον καθησύχασε η Ζωή, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι αμαρτίες πλήρωνε. "Άνθρωποι είμαστε, όλοι έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας…"
Ο Ξενοφών την κοίταξε ξανά με λιγωμένο βλέμμα.
Εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Αρκετά είχε ακούσει σε μια μέρα, δεν ήθελε να πυροδοτήσει
άλλες εξομολογήσεις.
"Ζωΐτσα, νομίζω ότι είπα όλα όσα είχα να σου πω", της ανακοίνωσε επιτέλους ο Ξενοφών.
Να που υπάρχει Θεός, σκέφτηκε η Ζωή.
"Εγώ τον λόγο μου τον κρατάω. Δε θα σε ενοχλήσω ξανά. Θα περιμένω όμως. Όταν χωρίσεις με τη σχέση σου πάρε με τηλέφωνο. Αν πέσεις στον αυτόματο τηλεφωνητή, για να μην καταλάβει τίποτα η μαμά, πες 'Ξενοφών, εδώ Ζωΐτσα. Τα μακαρόνια έβρασαν'. Αν, ο μη γένοιτο, δε χωρίσεις, μη με αφήσεις να ελπίζω. Πάρε και πες 'Ξενοφών, εδώ Ζωΐτσα. Τα μακαρόνια λάσπωσαν'".
"Εντάξει…"
"Υποσχέσου ότι θα με σκέφτεσαι, Ζωΐτσα".
"Ξεχνιέσαι εσύ;" είπε η Ζωή -και το εννοούσε.
"Να θυμάσαι πάντα ότι…"
"…κανείς δε θα μ' αγαπήσει όπως εσύ", είπε η Ζωή και σηκώθηκε όρθια να τον ξεπροβοδίσει, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που δεν είχε χρειαστεί να κάνει θρύψαλα την κρυστάλλινη φοντανιέρα της κυρίας Αντιόπης.
Στο κατώφλι, ο Ξενοφών κοντοστάθηκε, την κοίταξε και της είπε, "Θέλω να σου ζητήσω μια τελευταία χάρη, Ζωΐτσα".
"Τι χάρη;" ρώτησε εκείνη δύσπιστα.
"Μήπως μπορείς να μου δείξεις τα βυζάκια σου;"

"Δύσκολη ψυχιατρική περίπτωση ο Ξενοφών", αποφαινόταν ο Θανάσης.
"Σου τα ΄λεγα, αλλά δε με πίστευες", έλεγε η Ζωή.
"Και τι απέγινε τελικά μ' αυτή την ιστορία;"
"Τι ήθελες ν' απογίνει; Τίποτα. Ο Ξενοφών ακόμα περιμένει να βράσουν τα μακαρόνια. Όσο για τη μάνα μου, έμεινε με την απορία".
"Ποια απορία;"
"Γιατί εγώ, που πάντα τρελαινόμουν για ζυμαρικά, τώρα δε θέλω να τα βλέπω ούτε ζωγραφιστά", απάντησε η Ζωή.

***

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Τα μακαρόνια λάσπωσαν (μέρος β΄)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Γιος μιας θεοσεβούμενης νοικοκυράς κι ενός εθνικόφρονα στρατιωτικού ("Τον παππού τον λέγανε Αργύρη, αλλά ο μπαμπάς θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό με βγάλανε Ξενοφώντα"), φίλος του συζύγου της Ζωής, ο Ξενοφών ήταν είκοσι έξι χρόνων την εποχή της γνωριμίας τους. Λίγο καιρό αργότερα της αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της κι ότι θα τη διεκδικούσε αν δεν ήταν σύζυγος του φίλου του.
Η Ζωή σταυροκοπήθηκε νοερά κι ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτή τη μικρή χάρη. Όχι ότι αντιπαθούσε τον Ξενοφώντα, που ήταν πράος, ευγενικός, και φαινόταν άκακος όσο ένα αρνί. Όμως απ΄ τον άντρα της είχε μάθει πως δεν άφηνε ομιλία για ομιλία του Πλεύρη που να μην πηγαίνει και πως ήταν συνδρομητής στο Δαυλό. Αυτά, βέβαια, δεν τον έκαναν απαραίτητα μετεμψύχωση του Αδόλφου, όμως η Ζωή είχε πικρή πείρα από βαρεμένους και οι οιωνοί δεν ήταν καλοί.
Ο Ξενοφών επισκεπτόταν το ζευγάρι στις ονομαστικές εορτές τους, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μέχρι που τελικά έκοψε κι αυτές τις συναντήσεις γιατί, όπως εξομολογήθηκε στη Ζωή, "δεν άντεχε να τη βλέπει και να ξέρει ότι δεν ήταν δικιά του". Εκείνη στενοχωρήθηκε όσο απαιτούσε η ευγένεια κι έπειτα έβγαλε τον Ξενοφώντα από το μυαλό της.
Πέρασαν αρκετά χρόνια. Η Ζωή πήρε διαζύγιο και βρισκόταν στη Μετά Γάμον Σοβαρή Σχέση Νο 2, όταν συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο. Εξαιρώντας ένα παχύ μουστάκι που αγκάλιαζε το στόμα του κι έφτανε χαμηλά στο σαγόνι του, και το οποίο η Ζωή δεν είχε ξαναδεί, ο Ξενοφών δεν είχε αλλάξει πολύ. Παρά τη διαπεραστική ψύχρα φορούσε, όπως πάντα, κοντομάνικο μπλουζάκι που άφηνε να φαίνονται τα μυώδη μπράτσα του -"Ο μπαμπάς με έβαζε από μικρό να γυμνάζομαι. Πίστευε στη σκληραγώγηση". Το ξυρισμένο κεφάλι, το στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και οι καλογυαλισμένες μαύρες Βέρμαχτ συμπλήρωναν την εικόνα κι έδιναν την εντύπωση ότι μόλις τον είχαν αμολήσει από συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής. Μετά τις συνηθισμένες σ' αυτές τις περιπτώσεις ερωτήσεις και τις ακόμα πιο συνηθισμένες απαντήσεις, έφτασαν στα δύσκολα.
"Τι κάνει ο Σπύρος, Ζωΐτσα μου;" ρώτησε ο Ξενοφών.
"Μας πήδηξε φέτος ο κωλόκαιρος, όλο βροχή, βροχή", μουρμούρισε η Ζωή, κοιτώντας επιδεικτικά το συννεφιασμένο ουρανό.
"Ναι, χάλια, μην τα συζητάς…" συμφώνησε εκείνος. "Ο Σπύρος τι κάνει;" ξαναρώτησε.
"Κι αυτή η ΕΜΥ δεν ξέρει πού πάν' τα τέσσερα".
"Ναι, δίκιο έχεις… Ο Σπύρος τι κάνει;"
"Γαμώ το, και δεν πήρα ομπρέλα μαζί μου".
"Δεν νομίζω να πιάσει, μην ανησυχείς. Ο Σπύρος τι κάνει;"
Η Ζωή κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή που πλησίαζε καλπάζοντας, και παράτησε τις προσπάθειες.
"Ε, τι να κάνει κι αυτός… Καλά θα είναι. Δεν άκουσα κάτι δυσάρεστο".
"Τι πα' να πει 'καλά θα είναι', βρε Ζωΐτσα μου; Δεν ξέρεις τι κάνει ο άντρας σου;"
"Όχι, δεν ξέρω, γιατί δεν είναι πια άντρας μου ο Σπύρος. Πάνε τρία χρόνια που χωρίσαμε", ξεφούρνισε την αλήθεια θαρραλέα η Ζωή. Θα έπαιρνε όρκο ότι ξαφνικά ο Ξενοφών ψήλωσε πέντε πόντους. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και τα μάτια του πλημμύρισαν από τη λαχτάρα του ναυαγού που βλέπει στον ορίζοντα την ξηρά, αφού πρώτα έχει θαλασσοπνιγεί μια βδομάδα.
"Τι λες, βρε Ζωΐτσα… Πωπώ! Στενοχωρήθηκα τώρα", είπε εκείνος, με το ύφος ανθρώπου που μόλις έμαθε ότι κέρδισε το Λόττο.
"Ε, δεν είναι και για θάνατο, τυχερά είναι αυτά. Το έχω ξεπεράσει. Λοιπόν, Ξενοφών, χάρηκα που σε ξαναείδα, αλλά πρέπει να πηγαίνω…" είπε η Ζωή.
"Ζωΐτσα, θέλω να με ακροαστείς!" φώναξε με φούρια ο Ξενοφών, αρπάζοντάς την από το μπράτσο.
"Γιατρός είμαι να σε ακροαστώ, βρε Ξενοφών;" ρώτησε εκείνη, τραβώντας διακριτικά το χέρι της.
"Ζωΐτσα, δεν είναι ώρα γι' αστεία, θέλω να σου μιλήσω, όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψα να σε αγαπώ, ζούσα με τη σκέψη σου, τώρα μπορείς να γίνεις δικιά μου, δε χρειάζεται να νοιαστώ τον φίλο μου, χωρίσατε, είσαι ελεύθερη", απάγγειλε απνευστί ο Ξενοφών.
"Όχι ακριβώς", είπε η Ζωή.
"Ε;" βραχυκύκλωσε ο Ξενοφών.
"Δεν είμαι ελεύθερη. Θέλω να πω, έχω σχέση".
Βαστάτε, Τούρκοι, τ' άλογα!
Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Ξενοφών -ο πράος, ο ευγενικός, ο άκακος, το αρνί- μεταμορφώθηκε. Το μούτρο του κοκκίνισε, τα μάτια του στένεψαν, τα φρύδια του έσμιξαν, στο μέτωπό του εμφανίστηκαν κόμποι ιδρώτα, τα χείλια του έγιναν μια ίσια γραμμή, τα ποντίκια του φούσκωσαν, οι γροθιές του σφίχτηκαν.
"Τι θα πει έχεις σχέση;" ρώτησε με στριγκιά φωνή.
"Θα πει έχω σχέση", απάντησε η Ζωή, σαστισμένη με την ξαφνική αλλαγή.
"Πότε πρόλαβες; Τρία χρόνια έχεις που χώρισες!"
"Ε, καλά, βρε Ξενοφών, χώρισα, δε χήρεψα ώστε να τα βάψω μαύρα. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος".
"Κι εγώ;" είπε ο Ξενοφών -με παραπονιάρικο ύφος τώρα.
"Πάρε νούμερο και περίμενε τη σειρά σου, τι να σου πω;" απάντησε απότομα η Ζωή, που είχε αρχίσει να φορτώνει.
Βλέποντάς τη να εκνευρίζεται, ο κύριος Χάιντ έγινε ξανά δόκτωρ Τζέκιλ. "Καλά, Ζωΐτσα μου, μην εξάπτεσαι. Πάντα ήμουν άτυχος. Αν είχα μάθει νωρίτερα για το διαζύγιό σου, τώρα θα ήμασταν μαζί", της είπε με πένθιμο ύφος.
Αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ζωή.
"Δεν το ΄θελε η μοίρα, Ξενοφών. Ίσως σε μια άλλη ζωή…" του είπε μελοδραματικά.
Όμως ο Ξενοφών δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Ήταν βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή.
"Ζωΐτσα", της είπε ξαφνικά, "πρέπει να σου μιλήσω".
"Γιατί, τι κάνεις τόση ώρα; Δε μου μιλάς;"
"Εννοώ κάπου ήσυχα, όχι μες τη μέση του δρόμου. Πρέπει να σου πω πώς νιώθω για σένα".
"Τα ΄παμε αυτά, βρε Ξενοφών, δεν τα ΄παμε; Αφού είμαι με άλλον".
"Ναι, αλλά εγώ πρέπει να σου εξομολογηθώ κάποια πράγματα να τα ξέρεις. Και μετά δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά".
Το τελευταίο έπεισε τη Ζωή. Δεν έπρεπε ν' αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.
"Ωραία", είπε στον Ξενοφώντα. "Πάμε σε μια καφετέρια να τα πούμε".
"Όχι! Δεν πάω σε καφετέριες. Μπορεί να μας δει κάνα μάτι", είπε εκείνος αλαφιασμένος.
"Ε, και;" τον ρώτησε απορημένη η Ζωή.
"Μπορεί να το μάθει η μαμά".
"Και λοιπόν;"
"Α, δεν αρέσουν αυτά στη μαμά. Είναι παλαιών αρχών. Ξέρεις τι έχει να γίνει αν μάθει ότι τραβιέμαι με γυναίκες;"
"Γιατί, προτιμάει να τραβιέσαι με άντρες;"
"Ζωΐτσα! Τι είναι αυτά που λες;"
"Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι μ' έπιασε, ίσως φταίει ότι είμαι νηστική απ' το πρωί".
"Απλώς η μαμά θέλει να γνωρίζει τις κοπέλες με τις οποίες βγαίνω".
"Πόσο είπαμε ότι είσαι, Ξενοφών; Κάτσε… Με περνάς τρία χρόνια, άρα είσαι πια στα τριάντα οχτώ. Δηλαδή κάπως μεγάλος για να δίνεις αναφορά στη μαμά σου, σωστά;"
"Ζωΐτσα, όλα κι όλα. Εγώ τη μαμά μου τη σέβομαι. 'Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου'. Το λέει κι ο Θεός".
"Καλά, αφού το λέει ο Θεός ποια είμαι εγώ να φέρω αντίρρηση; Αφού δεν μπορούμε να πάμε σε καφετέρια, ας το αφήσουμε καλύτερα. Σου είπα, δεν ήταν γραφτό".
"Όχι!!! Μπορώ να έρθω στο σπίτι σου".
"Δε γίνεται. Εκεί μένει η δική μου η μαμά", είπε η Ζωή. Μπορεί η κυρία Αντιόπη να μην ήταν παλαιών αρχών, αλλά ξέροντας ότι η κόρη της είχε Σοβαρή Σχέση, δε θα έβλεπε με καλό μάτι ένα δεύτερο αρσενικό -για το οποίο, το σημαντικότερο, δεν είχε απολύτως καμία πληροφορία.
"Σε παρακαλώ, Ζωΐτσα", επέμεινε ο Ξενοφών. "Πρέπει να με ακροαστείς. Και δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά".
"Βρε λύσσα μ' αυτή την ακρόαση!"
Η Ζωή το σκέφτηκε λιγάκι. Οι γονείς της τα σαββατοκύριακα κατέβαιναν στο εξοχικό τους. Μπορούσε να καλέσει τότε τον Ξενοφώντα. Θα της έλεγε ό,τι είχε να της πει, εκείνου θα του περνούσε ο καημός, κι εκείνη θα ξεμπέρδευε μια και καλή μ' αυτή τη θλιβερή ιστορία.
"Πολύ καλά. Μπορείς να έρθεις το Σάββατο το απογευματάκι;" τον ρώτησε.
Σιγά που δεν μπορούσε!

(Συνεχίζεται)

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Ε, και;

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006
Image Hosted by ImageShack.us
Ήταν, λέει, κάποια που δεν ήταν γυναίκα όπως νομίζαμε, αλλά άντρας. Κι έπεσαν όλοι να σκάσουν απ' τη στενοχώρια τους, κι όλο λέγανε "και πού πάει αυτός ο κόσμος", και "θα πέσει φωτιά να μας κάψει", και "τς, τς, τς". Καλά, μωρέ παιδιά, μην κάνετε έτσι. Και τι έγινε; Το φύλο άλλαξε μόνο. Το μυαλό, η καρδιά -που ΄ναι και ζωτικά όργανα- μείνανε ίδια.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα