<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Kyrallina

Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2005


Μη μείνεις μόνο στη συνταγή και την τηλεκριτική της Kyrallina. Βρες και διάβασε στα αρχεία τις ιστορίες της από τη Μάνη.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Κυριακή πρωί στην πλατεία Αμερικής

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2005

Έχω πάει διακοπές στην Κέρκυρα. Στεκόμαστε στην άκρη ενός γκρεμού με τη φίλη μου τη Σοφία και θαυμάζουμε την πανέμορφη θάλασσα από κάτω. Καθαρή σαν διαμάντι, μας αφήνει να διακρίνουμε τους κόκκους άμμου στο βυθό της. Εκεί είναι ξαπλωμένοι τρεις τέσσερις άνθρωποι και κάνουν ηλιοθεραπεία χαμογελαστοί, με τα μάτια κλειστά. "Μα στο βυθό κάνουν ηλιοθεραπεία αυτοί; Πώς στο διάβολο αναπνέουν;" ρωτάει απορημένη η Σοφία. Δεν προλαβαίνει να αποσώσει τα λόγια της κι από μια υπόγεια σπηλιά ξεπροβάλλει ένα κακάσχημο μαλλιαρό καβούρι, μεγάλο σαν βάρκα, αρπάζει στις κοφτερές δαγκάνες του τον έναν, και ξαναχώνεται αστραπιαία στη φωλιά του. Το νερό θολώνει από τα αίματα. Οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώνονται όρθιες. Με πιάνει πανικός. Στρέφομαι στη Σοφία. Βλέπω ότι έχει μεταμορφωθεί σε ασπρόμαυρη γάτα που με κοιτάζει αποσβολωμένη με πελώριες, κατάμαυρες ίριδες. Τη βουτάω στην αγκαλιά μου κι αρχίζω να τρέχω. "Πάμε να φύγουμε, Σοφία! Θα μας φάει κι εμάς!" φωνάζω. Καθώς τρέχω πανικόβλητη, ακούγεται μουσική τέκνο που γίνεται όλο και πιο εκκωφαντική. Νιώθω βάρος στο ηλιακό πλέγμα μου κι αμέσως μετά την αίσθηση ότι πέφτω από πολύ ψηλά. Πέφτω… πέφτω… πέφτω…

…και προσγειώνομαι μ' ένα δυνατό τράνταγμα μες στο κορμί μου. Το αστρικό σώμα μου, η ψυχή μου, η ζωτική πνοή μου έχει γυρίσει στο περίβλημά της. Είμαι ξαπλωμένη στο στρώμα μου, ανάσκελα. Το στόμα μου είναι πικρό από τον ύπνο, το κεφάλι μου μουδιασμένο από την απότομη επιστροφή στη γήινη διάσταση. Δεν ανοίγω τα μάτια μου. Το περίβλημά μου δεν έχει καμία διάθεση να σηκωθεί κυριακάτικα απ' το κρεβάτι, ενώ η ζωτική πνοή μου, πιο αδύναμη κι από γλόμπο σαράντα κηρίων, δεν έχει το κουράγιο να το σύρει. Παραμένω όπως είμαι. Η Λούνα καταλαβαίνει ότι έχω ξυπνήσει και σηκώνεται. Με πλησιάζει -νιώθω το αλαφροπάτημά της- κι αρχίζει να τρίβεται επίμονα πάνω μου. Ανοίγω μια ιδέα τα μάτια μου. Τσούζουν, θολώνουν, τα κλείνω. Τ' ανοίγω ξανά. Η μεταξωτή, ασπρόμαυρη, γουργουριστή μουντζούρα ακουμπάει τη μύτη της στη δική μου. Είναι παγωμένη και υγρή. "Σοφία, τη γλιτώσαμε", της λέω, και γελάω μόνη μου. Τι όνειρο κι αυτό! Η Κέρκυρα, το καβούρι-γίγαντας, η δυνατή μουσική… Που δονεί ακόμα τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Ακόμα; Ναι. Φαίνεται πως οι διπλανοί Πολωνοί ξυπνήσανε με κέφια. Ο τοίχος που χωρίζει το δωμάτιό μου απ' το σαλόνι τους είναι σαν τσιγαρόχαρτο. Τους ακούω να μιλάνε. Δεν καταλαβαίνω γρι. Όταν πρωτοήρθα σ' αυτό το σπίτι νόμιζα ότι ήταν Αλβανοί, αργότερα Ρώσοι. Αν είχαν άλλο χρώμα πετσί ίσως τους θεωρούσα Μαορί, Ινδιάνους, Κλίνγκον. Σφήνα στους δυσκολοπρόφερτους φθόγγους τους οι χαρούμενες τρίλιες του τρίχρονου παιδιού τους. Ένας Θεός ξέρει τι λένε. Τι σημασία έχει; Έχουν κέφια.

Όμως δε συμβαίνει το ίδιο με τη Σαπφώ Νοταρά. Που ξαφνικά ανεβαίνει στο παλκοσένικο με τα μανίκια ανασηκωμένα και τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς. "Πιο σιγαααααααά!" κραυγάζει η ασώματη γαϊδουροφωνάρα απ' τον ακάλυπτο. Τίποτε δεν αλλάζει. Η μουσική εξακολουθεί να τσιτώνει, τα πολωνικά κατρακυλάνε σα βότσαλα παρασυρμένα απ' το κύμα, οι παιδικές τρίλιες ζωγραφίζουν τσιγκελάκια στα μπαλόνια των διαλόγων. "Πιο σιγαααααααά!" δεύτερη φορά. Τίποτε. "ΠΙΟ ΣΙΓΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!" τρίτη φορά. Και φαρμακερή. Η μουσική κόβεται με το μαχαίρι, οι κουβέντες κοκαλώνουν στον αέρα, το παιδί καταπίνει τη φωνή του. Εδώ δεν έχει ελληνικό "α γαμήσου, μωρή γκιόσα", ούτε "δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας, μωρή φακλάνα". Μόνο σιωπή. Απόλυτη. Οριστική. Φοβισμένη. "ΚΑΦΡΟΙ!" προσθέτει θριαμβευτικά η Σαπφώ. Δεν είναι Κάφροι, Σαπφώ μου, θέλω να της πω. Οι Κάφροι είναι Αφρικανοί. Ετούτοι είναι Πολωνοί -και μένα η διαχειρίστρια μου το ΄πε. Αλλά πού να μπλέκεις, για τέτοια είμαστε τώρα; Άσε που η Σαπφώ σίγουρα έχει χωθεί ξανά στη σπηλιά της σαν το μαλλιαρό καβούρι της Κερκύρας, έχοντας τσακίσει το θήραμά της. Όμως η περιέργεια είναι ισχυρή κινητήρια δύναμη. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και βγαίνω στη βεράντα που βλέπει στον ακάλυπτο. Το βλέμμα μου σκοτώνεται σε μετωπική με τοίχους από βρωμερό γκρίζο και ώχρα σε αποσύνθεση. Μπαλκόνια με σκουριασμένα κάγκελα, ξεφλουδισμένα ξύλινα παντζούρια, καλάθια με πατάτες και λεμόνια, πολύχρωμα πλαστικά μανταλάκια, σουτιέν, σώβρακα, πετσέτες, γλάστρες με ξεραμένα φυτά, ξεχαρβαλωμένα παιδικά παιχνίδια, σκούπες, φαράσια, σκουπιδοσακούλες, πίσω από πράσινες περσίδες μια τηλεόραση που παίζει. Η ασχήμια με πλακώνει στα χαστούκια και σκύβω το κεφάλι. Στο βάθος, από κάτω, δε βλέπω τη γαλάζια θάλασσα του ονείρου μου και τον ξανθό βυθό της, αλλά πλάνο από ιταλική ταινία με την Άννα Μανιάνι και τον Γκαστόνε Ρενζέλι.

Η πίσω αυλή ενός ισογείου, στρωμένη με λερά από την πολυκαιρία ασπρόμαυρα πλακάκια και σιρίτι μαίανδρο -απομεινάρια άλλων εποχών, μελαγχολικά και θλιβερά σαν τους γηραιούς απόστρατους που πίνουν λεμονάδα σε πόλεις με ιαματικά λουτρά. Ο ένοικος… ή, μάλλον, η ένοικος… έχει βάλει καμιά δεκαριά γλάστρες για να πιαστεί απ' την ομορφιά τους. Τα καταπράσινα γυαλιστερά φύλλα και τα λαμπερά κόκκινα λουλούδια τονίζουν περισσότερο τη μιζέρια -έντονο βάψιμο στα πλισαρισμένα μούτρα ογδοντάχρονης κυρίας. Το τελειωτικό πλήγμα έρχεται από το πλαστικό, βαθύ πορτοκαλί δίχτυ -κλεμμένο από έργα οδοποιίας- που ΄χει τοποθετήσει στη μάντρα της για να κρατήσει έξω… ποιον εχθρό; Τις καχεκτικές κεραμιδόγατες που περιφέρονται στη Σπάρτης; Τους μαύρους των νησιών με τα εξωτικά ονόματα που τραγουδάνε γκόσπελ κάθε Κυριακή στο κτίριο της Μοσχονησίων; Τους ξένους -Μαορί, Ινδιάνους, Κλίνγκον- που μένουν στο διπλανό ισόγειο και κάθε τόσο πιάνονται στα χέρια με ουρλιαχτά και κλάματα, σπάζοντας πράγματα; Δεν ξέρω, ούτε πρόκειται να μάθω.

Πιάνει ψιλή βροχή. Σηκώνω το κεφάλι μου. Κοιτάζω τα χαμηλά, μολυβένια σύννεφα και χώνομαι ξανά στη σπηλιά μου -κρατώντας γερά στις δαγκάνες μου την καρδιά μου.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Love letter

Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2005
Κατά εκατοντάδες συρρέουν εβδομαδιαίως στο ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιό μου οι επιστολές λατρείας από αναγνώστες και αναγνώστριες της Κουρούνας. Μάλιστα, τώρα που γράφω σπανιότερα έχουν αυξηθεί τα γράμματα θαυμασμού που λαμβάνω. Τοπ της εβδομάδας που μας πέρασε ήταν η παρακάτω επιστολή από αναγνώστριες στη Θεσσαλονίκη. Την παραθέτω αυτούσια. Σας ευχαριστώ, κορίτσια!

Αγαπητε κυριε Κουρουνη,

ειμαστε αναγνωστριες απο την μακρυνη Θεσσαλονικη και διαβαζουμε την σελιδα σας ακομη πιο ταχτικα και απ οσο την ενημερωνετε. Με αποτελεσμα να διαβαζομε καμμια ή και καδυο φορας περιεχομενον πανομοιοτυπον. Αυτι η απογοητεφσις μας σωφερησε να σας γραψωμεν την επιστολην αυτην (εδω) μπας (και) εφιλοτιμηθητε να ματαγραψετε κανενα σινερομαντζο απο αυτα που βαζατε και παλια αλλα μετα χαλασατε αλλα μια που κοψαμε εισητηριο καθομαστε και σας βλεπουμε.

Κυριε Κουρουνη μας, σας υπερπληζουράμε βαλτε ενα θρυληστορημα, ενα σειριαλ σε μεριδες εστω, να δειξουμε κατι στα παιδια που δεν πανε για υπνο αμα δεν τους διαβασουμε Τερενς Κουηκ. Κριμα δεν ειναι? Τι ανθρωποι θα γινουν οταν (και εαν) μεγαλωσουν.

Ευχαριστουμαι και σας ευχομασται ολα να παναι καλα

κατι αναγνωστριες απο Καλαμαρια (Θεσσαλονικης)
(Το λεωφορειο το 6 θα παρετε μετα τα φαναρια τριτη σταση)

Εαν ειναι νυχτα στην περιοχη που διαμενετε σας ευχελαιομεθα καλην ξημερωσιν, εαν δε απο την αλλη τυγχανετε χρηστης ημερησίας ηλιοφανείας σας ευχομεθα καλην ημεραν.

Φοβερο. Ευχη 2σε1. Αναρπαστη θα γινει στο τηλεμαρκετιγκ. Αναρπαστη.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Διάβασέ τον

Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2005


Vangelakas

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Φθινοπωρινή μελαγχολία

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2005

«…την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τα χνάρια της
στον ουρανό αστράψαν τα φανάρια της.»


Ήταν η μέρα των γενεθλίων μου κι επέστρεφα στο σπίτι απ’ το σχολείο –πήγαινα στην πέμπτη δημοτικού. Δεν ήμουν ενθουσιασμένη όπως κάθε παιδί τέτοια μέρα, κι ο λόγος που βιαζόμουν να γυρίσω δεν ήταν η προσμονή για τα δώρα, αλλά το γεγονός ότι σιχαινόμουν το σχολείο και δεν έβλεπα την ώρα να ξαναβρεθώ με τα παιχνίδια και τα βιβλία μου έπειτα απ' τον καταναγκαστικό περιορισμό στην τάξη. Τα γενέθλιά μου, που είναι πέντε μέρες μετά τη γιορτή μου, θα περνούσαν απαρατήρητα αν κάθε χρόνο τέτοια μέρα δεν τηλεφωνούσε η θεία μου η Βικτωρία, η αδερφή της μάνας μου, για να μου ευχηθεί. Τις περισσότερες φορές ξεχνούσα κι εγώ η ίδια ότι γιόρταζα –μέχρι που έπεφτε το τηλεφώνημα της θείας.

Φτάνοντας στο σπίτι, διέσχισα το μακρόστενο διάδρομο που οδηγούσε από την εξώπορτα στη μικρή πίσω αυλή μας. Αυτό που είδα μπροστά μου μ’ έκανε να πετάξω τη σάκα μου κάτω και ν’ αρχίσω να χοροπηδάω ολόγυρα αλαλάζοντας. Στη μέση της αυλής, αστραφτερό και ολοκαίνουριο, στεκόταν πάνω στο σταντ του ένα πράσινο ποδήλατο. Το δικό μου ποδήλατο. Γιατί δεν μπορούσε να είναι για τον αδερφό μου ένα τόσο μεγάλο ποδήλατο. Επί μήνες παρακαλούσα τον μπαμπά μου να μου το πάρει, κι εκείνος απαντούσε «δεν έχουμε λεφτά, καλό είναι και το παλιό σου». Να όμως που μου το είχε αγοράσει και, μάλιστα, τη μισητή μέρα των γενεθλίων που πάντα πήγαινε στράφι λόγω της γιορτής μου. Τα γκρίζα σύννεφα του Γενάρη διαλύθηκαν, άστραψε ήλιος καλοκαιρινός, η μπουκαμβίλια της αυλής άνθησε, και στα κλαδιά της ήρθαν και κάθησαν πολύχρωμοι παπαγάλοι, εξωτικά φλαμίνγκο και φωνακλάδικα τουκάν. Κι όταν ο μπαμπάς μου βγήκε από την πόρτα της κουζίνας, όπου περίμενε υπομονετικά να επιστρέψω απ’ το σχολείο για ν’ απολαύσει τη χαρά μου, γύρω από το κεφάλι του είδα να λάμπει το φωτοστέφανο του αγίου Ανδρέα.

Την τελευταία βόλτα με το πράσινο ποδήλατό μου την έκανα στα δεκάξι μου, με τον Ντίνο μπροστά μου, και μια καλοκαιρινή ζεστή μπόρα να πέφτει με δύναμη στα κεφάλια μας. «Θα μας σκοτώσει ο μπαμπάς!» φώναζε ο αδερφός μου γελώντας και πάταγε με δύναμη τα πετάλια του γαλάζιου δικού του ποδηλάτου -που ήταν το παλιό δικό μου. Γιατί ο Ντίνος είχε την κατάρα του μικρού αδερφού κι έπαιρνε πάντα τα δικά μου, μεταχειρισμένα ποδήλατα.

Η θεία μου η Βικτωρία τώρα πια έχει πεθάνει και τα γενέθλιά μου δεν τα θυμάται κανείς. Τις περισσότερες φορές τα ξεχνάω κι εγώ η ίδια. Το φωτοστέφανο του πατέρα μου έχασε κάτι από τη λάμψη και την αίγλη του εξαιτίας των καβγάδων και των διαφωνιών μας στα χρόνια που πέρασαν, ενώ το πράσινο ποδήλατο είναι κρεμασμένο στον πέτρινο τοίχο του σπιτιού μας στο χωριό, σκονισμένο και αραχνιασμένο -όμως έχει ακόμα τη δύναμη, κάθε φορά που το βλέπω, να διαλύει τα σύννεφα και να μαζεύει τα παραδείσια πουλιά.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Δυστοκία

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2005
Δε 'φτάναν όλα τ' άλλα, αργεί να φανεί και το Σούπερμπαγκ...

Ανανέωση:


Τελικά φάνηκε το κακορίζικο, αλλά τις πίστες ακόμα να τις βγάλω.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Αιέν αριστεύειν (2)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2005

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Αίμα, Σκατά και Λαμία

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2005


Μισεί τη Λαμία, του τη δίνουν οι γυναίκες, απεχθάνεται τους άντρες που φοράνε σανδάλια και τρώνε το σουβλάκι χωρίς κρεμμύδι, λατρεύει το χέσιμο και τα γαλλικά αυτοκίνητα, κάνει τον Βάτραχο να φαίνεται πιο μειλίχιος από τον Άλκη Στέα, και φοράει αστείο σκούφο. Γνωρίστε τον Λιάκο. Ίσως τον λατρέψετε, ίσως τον μισήσετε, σίγουρα πάντως δε θα περάσει απαρατήρητος.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Καλώς όρισες, έρωτα...

Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2005
... με τον πούτσο στα χέρια


Άγρια μεσάνυχτα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Μισανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το ρολόι στο κομοδίνο. Ποιος μαλάκας παίρνει τέτοια ώρα; Σηκώνει το ακουστικό -μπορεί να είναι ανάγκη.
"Ναι;"
"Εγώ είμαι", του λέει εκείνη.
Παύση μερικών δευτερολέπτων.
"Τρέχει τίποτα; Γιατί παίρνεις τέτοια ώρα;"
"Ήθελα να σου μιλήσω".
Κάτι ορέξεις που της έρχονται νυχτιάτικα! Κρατιέται να μην της πετάξει κάνα μπινελίκι.
"Μ' ακούς;"
"Σ' ακούω. Λέγε".
Δισταγμός.
"Είμαι ερωτευμένη μαζί σου".
Ε, όχι! Μαλάκα, η γκόμενα δεν παίζεται.
"Αυτό ήθελες να μου πεις;"
"Ναι", απαντάει μουδιασμένη.
"Δεν είναι ώρα για τέτοιες συζητήσεις, ρε μωρό. Δε λέμε τίποτ' άλλο;"
"Σαν τι;"
"Σαν ότι σ' άκουσα και καύλωσα. Να ΄ρθω από κει να σε σκίσω;"
"Σου λέω ότι είμαι ερωτευμένη κι αυτό μόνο έχεις να μου πεις;"
"Ναι".
Σιωπή για λίγο.
"Καλά... Αλλά σε καμιά ώρα. Να προλάβω να κάνω ένα μπανάκι πρώτα", του λέει τελικά και κλείνει το τηλέφωνο.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα