<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Διαγωνισμός ποίησης

Κυριακή, Ιουλίου 31, 2005
Νομίζω δηλαδή. Ποτέ δεν είναι σίγουρος κανείς με το Shitsite. Για καλό και για κακό στείλτε τις συμμετοχές σας. Μπορεί να κερδίσετε -αν βάλουν δώρα.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Άρτι αφιχθείς

Παρασκευή, Ιουλίου 29, 2005

Copyright by Spiros Derveniotis


Μια και το Monitor δε δέχεται αγγλόφωνα blogs, τον παρουσιάζω από δω:

SPIDER'S WEB

Όχι μόνο γράφει, αλλά συνοδεύει τα κείμενά του και με δικά του σκίτσα. Enjoy!

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Θα μου λείψεις πολύ...

(χωρίς σχόλια)

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Αμαλίααα, το δίκανο!

Τετάρτη, Ιουλίου 27, 2005


"Έδρα μεγέθους θωρηκτού Ποτέμκιν; Ενδεδυμένη με τόπια υφάσματος από του Χυτήρογλου;"

Σα να μου φαίνεται ότι άνοιξε η περίοδος κυνηγίου στο Χαλάνδρι! :-)

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αφτιά

Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2005


Αφιερωμένο με πολλή αγάπη στον γάιδαρο -ξέρει αυτός.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Free Willie

Τρίτη, Ιουλίου 12, 2005
Image Hosted by ImageShack.us


Άλλο ένα πρωινό στο Ίντερνετ-Καφέ-Μπιλιαρδάδικο των Καλαβρύτων. Μόνιμοι πελάτες εγώ και ο πιτσιρίκος δίπλα μου -γύρω στα 7 με 8 αυτός. Παίζει Age of Mythology, ένα παιχνίδι στο οποίο χτίζεις πόλεις, χωριά, τα προστατεύεις με στρατούς, βρίσκεις τρόφιμα για τους υπηκόους σου, ζώα κλπ. Ο πιτσιρίκος διαλέγει ανάμεσα στ' άλλα ζώα και όρκες.

"Μα όρκες στην Αίγυπτο, βρε Αχιλλέα;" του λέει η αδερφή του, γύρω στα 9 με 10. "Σα να λέμε βάρκες στον Χελμό".
"Μην ανησυχείς", απαντάει εκείνος. "Όλα γίνονται. Μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται".

Αυτά τα πιτσιρίκια θα με στείλουν αδιάβαστη. Άσε που πολύ θα ήθελαν να με στείλουν έτσι κι αλλιώς, αφού πιάνω τον δεύτερο υπολογιστή του μαγαζιού και δεν μπορούν να παίξουν και τα δύο ταυτόχρονα. Μόλις με βλέπουν να σηκώνομαι λάμπει το μούτρο τους. Έφυγα!

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Χαράς ευαγγέλια

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2005
Όχι, μάγκες, μη χαίρεστε. Δεν επέστρεψε η Χαρά -που είχε κλείσει το μαγαζάκι της λόγω εγκυμοσύνης. Στο κάτω κάτω δεν πέρασαν εννιά μήνες. Ο τίτλος έχει να κάνει με τη δική μου χαρά για το γεγονός ότι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ τα Καλάβρυτα απόκτησαν Ίντερνετ Καφέ. Και αυτό σημαίνει δύο πράγματα.

α) Θα κάτσω κι άλλο στο χωριό -που απέχει 15 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα- αφού πλέον μπορώ να στέλνω από δω τη δουλειά στους εργοδότες μου (τι άνθρωποι κι αυτοί. Πάνω που πάω να ξεκουραστώ αρχίζουν τα "η προθεσμία" και "η προθεσμία").
β) Θα μπορώ να σας παρακολουθώ και δεν θα πάθω σύνδρομο στέρησης (την Παρασκευή το απέφυγα στο τσακ χάρη στην ευγένεια της βιβλιοθηκαρίου του Πανεπιστημίου Πατρών, της συμπαθέστατης Δώρας, που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω τον υπολογιστή της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης για να ξεχαρμανιάσω. Την ευχαριστώ πολύ!).

Πάντως θ' αρχίσω να πιστεύω ότι διαθέτω κληρονομικό χάρισμα. Μη σκοτωθείτε είπα, δεν πρόλαβα να στρίψω και να οι πρώτες εχθροπραξίες. Πιτσιρίκος vs Dystropoppygus. Ή Dystropoppygus vs Πιτσιρίκου, για να μην έχουμε άλλες παρεξηγήσεις. Γιατί περί παρεξήγησης πρόκειται. Πιτσιρίκο μου, ξέρεις ότι σε συμπαθώ πολύ και θα συνεχίσω να σε υποστηρίζω όπου βρεθώ κι όπου σταθώ. Όμως είμαι σίγουρη ότι ο Dystropoppygus δεν είχε καμία πρόθεση να σε συκοφαντήσει, να σε ειρωνευτεί, να σε βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο όταν έγραφε το κείμενό του στο μπλογκ του. Καλό παιδί είναι κι αυτός, Πιτσιρίκο μου, πίστεψέ με. Ξέρω ότι χόντρυνε το πράγμα, και δεν περιμένω να γίνετε κολλητάρια, αλλά, βρε παίδες, θερμή παράκληση: μην το συνεχίσετε. Και οι δύο -ο καθένας με το στυλ του- κάνετε με τα κείμενά σας εμάς τους υπόλοιπους να γελάμε. Σας προτιμάμε -σας προτιμώ- έτσι. Αφήστε τον πετροπόλεμο. Αρκετό έχουμε στην "άλλη" μας ζωή. Δεν τον χρειαζόμαστε κι εδώ μέσα.

Δίπλα μου ένας πιτσιρίκος γύρω στα δώδεκα παίζει κάποιο παιχνίδι και κάθε τόσο αναφωνεί "Ιιιιιγεεεεεέ! -αχαϊκό επιφώνημα- Με σκότωσε!". Γελάω μόνη μου...

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Παίρνω τα βουνά

Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2005


Ο εργοδότης ήταν κατηγορηματικός. Θέλει πριν απ' την επίλυση του Παλαιστινιακού τη μετάφραση που μου 'χει αναθέσει, διαφορετικά το βιβλίο θα είναι ανεπίκαιρο. Την κάνω λοιπόν για μέρος εξωτικό στα βουνά της Αχαΐας ώστε να εργαστώ απερίσπαστη. Θα επιστρέψω τη Δευτέρα, 11 Ιουλίου. Μέχρι τότε, φροντίστε να μη σκοτωθείτε μεταξύ σας -δε θα'χω σύνδεση εκεί που θα πάω και δε θα ήθελα να χάσω κάτι τέτοιο. Εις το επανιδείν.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Hellhound on my tail - Μέρος Β΄

(Σύνδεση με τα προηγούμενα - Μέρος Α΄)

(Σύνδεση με Κάιρο)


Ημέρα 3η
Η ελπίδα για παρέα είναι πάντοτε ωραία...

Το συμβάν με τον κύριο Χατζηγούλα μου είχε κάνει τα νεύρα κορδέλες. Αισθανόμουν σαν τον Πολάνσκι στον Ένοικο. Κάθε φορά που ήθελα να πάρω κάτι από το ψυγείο, πήγαινα στην κουζίνα περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου για να μην εξαγριωθεί ο παρανοϊκός γείτονας του πρώτου ορόφου –ταυτόχρονα μ’ έτρωγε η ανησυχία μήπως ακούγονταν τα δικά μου νύχια στο παρκέ. Το προηγούμενο βράδυ είχα βάλει να δω μια ταινία. Οι ηθοποιοί μου φάνηκαν βροντόφωνοι, η μουσική εκκωφαντική, οι διαφημίσεις ενοχλητικές. Έκλεισα τελείως τον ήχο κι έμεινα να βλέπω το έργο σαν πράκτορας του FBI που παρακολουθεί με κιάλια τους μαφιόζους της Κόζα Νόστρα, προσπαθώντας να διαβάσει τα χείλη τους. Στο τέλος έσβησα την τηλεόραση σιχτιρίζοντας κι έπεσα για ύπνο.

Ο Φιντέλ, όπως κάθε νύχτα, ερχόταν κάθε τόσο στο οδόφραγμα που είχα στήσει μεταξύ κρεβατοκάμαρας και διαδρόμου, να ελέγξει μήπως είχα αποφασίσει να σηκωθώ μες στ’ άγρια μεσάνυχτα για να παίξω μαζί του –μπαίνουν κάτι τέτοιες αλλόκοτες ιδέες στους σκύλους ώρες ώρες. Φλέρταρα με τη σκέψη να του φορέσω κάλτσες για να μην ακούγεται, αλλά θυμήθηκα μια φορά που είχα κάνει το ίδιο πράγμα στο γάτο μου, τον Κυριάκο. Μες στον πανικό του λίγο είχε λείψει να διαλύσει το σπίτι και, στη συνέχεια, να πέσει από το μπαλκόνι. Θεώρησα συνετό να μην επαναλάβω το εγχείρημα. Κάποια στιγμή που ξύπνησα και σηκώθηκα για κατούρημα, όταν τράβηξα το καζανάκι μού φάνηκε ότι ξεχύθηκαν στη λεκάνη οι καταρράκτες του Νιαγάρα. Έσβησα άρον άρον το φως για να μη φαίνεται από το φωταγωγό, κράτησα την αναπνοή μου και περίμενα. Όμως δε βρόντηξε ο Όλυμπος, ούτ’ άστραψε η Γκιόνα. Ο κύριος Χατζηγούλας μάλλον κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου –κι όχι τον αιώνιο, όπως θα προτιμούσα. Ωστόσο, εγώ την είχα πάθει τη ζημιά. Από το άγχος δε μου κόλλαγε ύπνος. Σκέφτηκα να διαβάσω κάτι ανάλαφρο. Το χάραμα με βρήκε με τον Κούτζο στο χέρι. Μμμ! Σιγά το άγριο σκυλί. Δηλαδή τι θα έγραφε ο Κινγκ αν είχε γνωρίσει τον Φιντέλ;


Ο Κυριάκος -χωρίς τις κάλτσες του

Το πρωί βρέθηκα μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Έπρεπε να βγω από το σπίτι για ν’ αγοράσω ψωμί, γάλα και εφημερίδες. Αν άφηνα το σκυλί μέσα, το πιθανότερο ήταν πως επιστρέφοντας θα έβρισκα –όπως ο κύριος Κάβουρας– το τσαρδί ρημάδι και τον Φιντέλ με μπούκλες, σαν πρόβατο Μερινός –οι πρίζες και τα καλώδια τον τραβούσαν όπως το φως τις νυχτοπεταλούδες. Να τον πάρω μαζί μου ούτε λόγος. Δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι και, ή θα κατέληγε κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου, ή θα γινόταν άφαντος. Φαντάστηκα τις αφίσες που θα τοιχοκολλούσαμε με τον Νίκο: «Χάσαμε σκυλάκι μπασέ χάουντ, κανελί και άσπρο. Το λένε Φιντέλ. Όποιος το βρήκε παρακαλείται να το κρατήσει». Χμ… Λες; Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, αλλά στο τέλος επικράτησε ο καλός εαυτός μου.

Τον έβγαλα στη βεράντα δωροδοκώντας τον με κροκέτες και έκλεισα τη τζαμόπορτα. Στην αρχή, προσηλωμένος καθώς ήταν να μασουλάει, δεν έδωσε σημασία. Όταν όμως γύρισα το κλειδί στην εξώπορτα για να βγω έξω, η σκυλίσια ακοή του τον ειδοποίησε. Ποιος είδε τον Φιντέλ και δεν τον φοβήθηκε! Βρέθηκε με δυο σάλτα στη μπαλκονόπορτα κι άρχισε να γρατζουνάει με λύσσα τα τζάμια και να γαβγίζει μανιασμένος. Έφυγα άρον άρον για να επιστρέψω όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ψώνισα σαν να με κυνηγούσαν και γύρισα στην πολυκατοικία. Μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ κώλωσα. Κι αν ο κύριος Χατζηγούλας με περίμενε έξω από το διαμέρισμα του Νίκου; Ανέβηκα με την ψυχή στα δόντια στον τρίτο όροφο, κι από κει κατέβηκα στο δεύτερο με τα πόδια. Αν έβλεπα τον εχθρό, θα συνέχιζα μέχρι το ισόγειο παριστάνοντας την αδιάφορη. Βέβαια δεν είχα ιδέα με τι έμοιαζε ο κύριος Χατζηγούλας, αλλά αυτό ήταν λεπτομέρεια.

Ευτυχώς κανείς δε με περίμενε έξω από το σπίτι. Επίσης, ο Φιντέλ το είχε βουλώσει. Μπήκα μέσα σαν τον κλέφτη και πήγα στη μπαλκονόπορτα. Είχε ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι της βεράντας, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια του και κοίταζε στο κενό. Με τα θλιμμένα σκυλίσια μάτια του ήταν η προσωποποίηση της δυστυχίας. Ένιωσα σαν τον Ιούδα λίγο πριν φουρκιστεί. Χτύπησα απαλά το τζάμι. Αμέσως ο Φιντέλ τινάχτηκε σαν ελατήριο. Πήδηξε από το τραπέζι στην πάνινη καρέκλα, από κει στο πάτωμα, και στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κουνώντας σαν τρελός την ουρά του. Το καημένο το σκυλάκι… Του άνοιξα, πλημμυρισμένη από αγάπη και στοργή. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βουτήξει από το χέρι μου την πλαστική σακούλα με το ψωμί. Το δεύτερο να εξαφανιστεί στα ενδότερα του σπιτιού.
«Φιντεεεεεεεεεεεεεεεέλ!» κραύγασα.

Λίγη ώρα αργότερα, η τάξη είχε αποκατασταθεί, δηλαδή είχε γίνει αυτό που ήθελε ο Φιντέλ. Απολάμβανε –ικανοποιημένος με τον εαυτό του- τη φραντζόλα του στο σαλόνι, γεμίζοντας τον τόπο ψίχουλα. Εγώ έβραζα στο ζουμί μου, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί ποτέ δεν κατάφερα να επιβληθώ σε κανένα από τα ζώα που πέρασαν από τη ζωή μου. Μη μπορώντας να βγάλω συμπέρασμα γι’ αυτό το καίριο υπαρξιακό πρόβλημα, πήρα απόφαση ότι δεν μου έμενε τίποτε άλλο να κάνω και στρώθηκα με βαριά καρδιά μπροστά στον υπολογιστή, να ασχοληθώ με τα βάσανα της Σοφίας και του Μιτς, των ηρώων του ρομάντζου που μετέφραζα.

Μάταια ο Φιντέλ –που πια, έχοντας γεμάτο στομάχι, αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα για διασκέδαση– ερχόταν κάθε τρεις και λίγο, και με κοίταζε παρακλητικά, κρατώντας στα δόντια σαν μπαγκέτα μαέστρου πότε το πλαστικό κοτοπουλίσιο μπούτι, πότε το αηδιαστικό χιλιομασημένο γουρουνίσιο αφτί, πότε ένα δεξί αθλητικό παπούτσι, πότε ένα αριστερό σανδάλι. Κουνούσα απειλητικά πάνω-κάτω την παλάμη μου μπροστά στη μουσούδα του και ψιθύριζα «Φρόνιμα, Φιντέλ! Έχω δουλειά». Απομακρυνόταν με την απορία στο βλέμμα και με παρατηρούσε από απόσταση. Κάποια στιγμή αποφάσισε να βάλει μπροστά τα μεγάλα μέσα. Χώθηκε κάτω από το γραφείο κι άρχισε να γλείφει τα δάχτυλα των ποδιών μου. Εδώ που τα λέμε, η αίσθηση δεν ήταν και τόσο άσχημη. Η γλώσσα του ήταν ζεστή, υγρή, μαλακιά και, το κυριότερο, επιδέξια.

Άφησα τις ψάθινες παντόφλες –νούμερο 46, του Νίκου– να πέσουν στο πάτωμα και τέντωσα τις πατούσες μου μπροστά στη μουσούδα του. Ο Φιντέλ μπήκε αμέσως στο νόημα και άρχισε να τις γλείφει επιμελώς. Παραδέχομαι ότι είμαι σιχαμερή, αλλά μου άρεσε. Ξαφνικά όμως άρχισαν να με βασανίζουν διάφορες σκέψεις. Μήπως ήταν κτηνοβασία αυτό που γινόταν; Αν ναι, ποιος ήταν ο κτηνοβάτης; Εγώ; Ο Φιντέλ; Και οι δύο; Το γλείψιμο των ποδιών μπορούσε να θεωρηθεί σεξ; Μάλλον όχι. Ναι, αλλά τα ίδια έλεγε κι ο Κλίντον για το τσιμπούκι με τη Μόνικα και τον μούντζωνε όλος ο πλανήτης. Ακόμα κι αν ήταν διαστροφή να μου γλείφει τα πόδια ο Φιντέλ, το έκανε με τη θέλησή του. Αφού, λοιπόν, υπήρχε συναίνεση, δεν υπήρχε πρόβλημα. Μια στιγμή όμως! Ο Φιντέλ δεν είχε χρονίσει ακόμα. Οπότε, με τα σκυλίσια δεδομένα, δεν είχε ενηλικιωθεί. Ωιμέ! Ήμουν παιδόφιλη, κτηνοβάτης, και είχα μπλέξει μ’ έναν ανήλικο, τετράποδο ποδολάγνο!

Το κουδούνισμα του κινητού διέκοψε τον βαθύ προβληματισμό μου. Απάντησα κι έσπρωξα αποφασιστικά με το πόδι μου τον Φιντέλ. Έπρεπε να μπει ένα τέλος σ’ αυτή την κολασμένη σχέση.
«Έλα, η Ελένη είμαι. Τι κάνεις;»
Τι να της έλεγα τώρα; «Δουλεύω», απάντησα τελικά.
«Κατάλαβα… Κωλοβαράς. Να περάσω από κει;»
«Και το ρωτάς; Πάρε και την άλλη τηλέφωνο, μήπως θέλει να ΄ρθει και κείνη». Η αποφασιστικότητά μου όταν πρόκειται για ζητήματα εργασίας είναι αξιοζήλευτη.
«Έγινε», μου είπε, κι έκλεισε.

Επιτέλους παρέα! σκέφτηκα και πετάχτηκα όρθια. Δυστυχώς μες στον ενθουσιασμό μου ξέχασα τις σαλιωμένες πατούσες μου. Έφαγα μια ξεγυρισμένη γλίστρα, έκανα μια πιρουέτα που θα ζήλευε κι ο Γιεβγένι Πλουσένκο, και προσγειώθηκα στο πάτωμα, τινάζοντας ταυτόχρονα στην άλλη άκρη του δωματίου τον πλαστικό κινέζο μάγειρα που σε μια στιγμή νεανικής τρέλας –δηλαδή μερικούς μήνες νωρίτερα– είχαμε βουτήξει με τον Νίκο από ένα κινέζικο εστιατόριο. Ο Φιντέλ, που θεώρησε τη χορογραφία σινιάλο για παιχνίδι, άρχισε να χοροπηδάει ολόγυρα και να γαβγίζει ξετρελαμένος. Αμέσως ο κύριος Χατζηγούλας αναδύθηκε σαν φονικός καρχαρίας από τα βάθη του μυαλού μου. Άρπαξα την ψάθινη παντόφλα του Νίκου και του τη σβούριξα.
«Πάψε, βρε μαλακισμένο! Θα σηκώσεις τον κόσμο στο πόδι!»
Το σκυλί άρπαξε την παντόφλα και βγήκε καλπάζοντας στη βεράντα.
«ΦΕΡΕ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΦΛΑ, ΦΙΝΤΕΛ!» τσίριξα. Ο κύριος Χατζηγούλας άνοιξε διάπλατα τα σαγόνια του. «Φέρε πίσω την παντόφλα, Φιντέλ!» ξανάπα, ψιθυριστά αυτή τη φορά.
Κανένα ίχνος του σκυλιού.
Φόρεσα την άλλη παντόφλα, σηκώθηκα με κόπο από το πάτωμα και βγήκα κουτσαίνοντας στη βεράντα, προς αναζήτηση του καλύτερου φίλου του ανθρώπου.


Ο κινέζος μάγειρας

Ο Φιντέλ, όπως έκανε πάντα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, είχε χωθεί στο σπιτάκι του, ένα πλαστικό κατασκεύασμα διαστάσεων του Μεγάρου Μαξίμου. Κοίταξα από το πορτάκι. Καθόταν στο βάθος και ροκάνιζε αμέριμνος την παντόφλα. Προσπάθησα να τον καλοπιάσω.
«Φιντελάκι, έλα έξω να παίξουμε».
Με αγνόησε επιδεικτικά.
«Έλα, καλό μου σκυλάκι, βγες έξω. Έλα, Φιντελάκο μου».
Τίποτε.
Σήκωσα το μεταλλικό μπολ του από το πάτωμα.
«Φιντέλ! Φαγητό!» είπα.
Αυτή τη φορά σήκωσε το κεφάλι του. Με κοίταξε καχύποπτα, έπειτα κοίταξε το μπολ του, και ο πανούργος σκυλίσιος εγκέφαλός του πήρε στροφές. Ξανάρχισε να μασουλάει ανενόχλητος την παντόφλα.
Στο δικό μου εγκέφαλο κάποια βίδα χαλάρωσε εκείνη τη στιγμή. «Τώρα θα σου δείξω εγώ, άθλιε ψωριάρη!» βρυχήθηκα. Πήγα πίσω από το σπιτάκι-μεγαθήριο, το άρπαξα και άρχισα να το ταρακουνάω, με απώτερο στόχο να τινάξω έξω το σκυλί.
«Βγες έξω, μωρή τετράποδη συμφορά! Πού θα πάει, δε θα βγεις; Θα κάνω το τομάρι σου χαλάκι για το μπάνιο!» έκρωξα.
Ενώ βρισκόμουν σε παροξυσμό, έπιασα μια κίνηση στο απέναντι μπαλκόνι. Γύρισα και κοίταξα. Ο πιο συμπαθητικός γείτονας του Νίκου, ένας τύπος γύρω στα πενήντα, που κάθε απόγευμα έβγαινε και φρόντιζε επιμελώς τα φυτά του, με ατένιζε με τα μάτια γουρλωμένα πίσω από τα γυαλιά του, κρατώντας τη γάτα του στο στήθος σαν ασπίδα.
«Γεια σας», είπα, ξεμαλλιασμένη, με το σπιτάκι του Φιντέλ στα χέρια, φορώντας τη μία παντόφλα του Νίκου. «Τι κάνετε;»
Ο ανθρωπάκος είχε μείνει άφωνος.
«Παίζω με το σκυλάκι», του εξήγησα.
Έγνεψε καταφατικά παρότι ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε πειστεί, σήκωσε το χέρι του, με χαιρέτησε, κι έπειτα ξαναγύρισε στην ασφάλεια του σπιτιού του.
Ο Φιντέλ, στο μεταξύ, είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και είχε χωθεί στο διαμέρισμα. Με την παντόφλα μου στα σαγόνια. Άφησα κάτω το σπιτάκι του και αποφάσισα πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσω να μάχομαι. Είχα χάσει οριστικά τον πόλεμο.

(συνεχίζεται)

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα