<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

Η Κουρούνα στο Βερολίνο

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Εγώ, στο καλάμι μου


Στις 15 Νοεμβρίου του 2006 έλαβα ένα e-mail από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού Βερολίνου με το οποίο με προσκαλούσαν στη Λειψία και το Βερολίνο το Μάρτιο του 2007 για να συμμετάσχω σε λογοτεχνικές παρουσιάσεις, από κοινού με συγγραφείς από άλλες χώρες, στο πλαίσιο του προγράμματος "Μικρές Γλώσσες-Μεγάλες Λογοτεχνίες". Η πρώτη σκέψη μου ήταν πως κάποιο ρεμάλι μού έκανε πλάκα, περιμένοντας να δεχτώ, ώστε στη συνέχεια να δημοσιεύσει σε κάποιο μπλογκ την απάντησή μου και να φάω την καζούρα της ζωής μου. Όταν, δε, πήγα στο site του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Βερολίνου και είδα ποιους είχαν καλέσει τις προηγούμενες χρονιές, πείστηκα ότι ήταν φάρσα και αγνόησα την πρόσκληση. Ο υπεύθυνος, κύριος Κωνσταντίνος Κοσμάς, αφού είδε κι αποείδε, επικοινώνησε με το Διονύση Μαραθιά (με το μαλακό οι λιποθυμίες...), κι εκείνος με τη σειρά του με διαβεβαίωσε ότι δεν έχω πέσει θύμα συνωμοσίας. Στη συνέχεια, αφού μίλησα με τον κύριο Κοσμά και μου υποσχέθηκε ότι δεν θα φάω -πολύ- ξύλο, δέχτηκα (μεγαλόψυχη όπως πάντα) να πάω στη Γερμανία με το κουρουνοβιβλίο υπό μάλης. Έτσι, τα χαράματα της Παρασκευής πετάω για Βερολίνο και Λειψία. Περισσότερα όταν επιστρέψω!

ΥΓ
Ας μην πάθουν παράκρουση ορισμένοι. Δε με κάλεσαν ως μεγάλη συγγραφέα, ως μπλόγκερ με κάλεσαν...

James Brown-I feel good!.mp3

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Σήμερα...

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007
Δεν ξανακάνω φυλακή.mp3




...ένιωσα -έπειτα από πολύ καιρό- τι θα πει να βγάζεις φτερά στα πόδια από τη χαρά σου.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Wanted!

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Χλέμπουρας

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007


Υπάρχει στη γειτονιά ένας μαγαζάτορας, εξηντάρης, στο κατάστημα του οποίου πηγαίνω σχεδόν καθημερινά. Ρεύεται, κλάνει και ξύνει τ΄ αρχίδια του μπροστά στους πελάτες, είναι ξενόφοβος, θρησκόληπτος, προληπτικός, τσιφούτης και μουνάκιας. Στο μαγαζί του έχει κρεμασμένα μια ελληνική σημαία, μια εικόνα του Χριστού, μια πλεξούδα σκόρδα, γαλάζιες χάντρες -ισχυρίζεται ότι τον ματιάζουν συνέχεια-, ενώ σε στρατηγικά σημεία έχει τοποθετημένα σιντριβανάκια του Φενγκ Σούι, βούδες για καλοτυχία και κινέζικους κυπρίνους για πλούτο. Τον θεωρώ άξεστο, λίγδα, κουφιοκέφαλο, και στο μυαλό μου δίπλα στην εικόνα του είναι γραμμένη με μεγάλα γράμματα η λέξη «Αρχιμαλάκας».

Σήμερα, αφού μας θάμπωσε με τη θεωρία του περί μεταθάνατιας ζωής με αφορμή μια εκπομπή με τη Μάρα Μεϊμαρίδου που είδε χθες το βράδυ στην τηλεόραση, άρχισε να μας μιλάει για τη γιαγιά του. Ενώ μας εξιστορούσε ένα άσχετο περιστατικό για εκείνη, ξαφνικά βούρκωσε και, για λίγο, το βλέμμα του χάθηκε σε μια άλλη εποχή. Γύρευε τι έκφραση πήρε η φάτσα μου, γιατί με κοίταξε και είπε, σαν να ήθελε να απολογηθεί, «Ήταν μάνα για μένα». Το σκεφτόμουν συνέχεια μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι. Αισθάνθηκα ενοχές για τις -χιλιάδες- φορές που τον έχω βρίσει από μέσα μου. Ίσως την επόμενη φορά του πάω ένα γλαστράκι με απήγανο. Ο λουλουδοπώλης της λαϊκής λέει πως έχουν γίνει της μόδας τώρα τελευταία κι ορκίζεται πως είναι ένα κι ένα για τη βασκανία. Μάλλον θα χαρεί.


Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Και οι 7 ήταν υπέροχες

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007
Έπειτα από πρόσκληση του Τύπου Νυχτερινού και της Ινδίκτου, ιδού εφτά από τις αγαπημένες μου ταινίες:



The Big Lebowski: Isn't that what makes a man?
The Dude: Mmm, sure. That and a pair of testicles.




Kate: Where are you taking us?
Richie: Mexico.
Kate: What's in Mexico?
Richie: Mexicans.




Kurtz: The horror... the horror...




Dr. Frankenstein: You know, I'm a rather brilliant surgeon.
Perhaps I can help you with that hump.
Igor: What hump?



Annie Hall: Oh, you see an analyst?
Alvy Singer: Yeah, just for fifteen years.
Annie Hall: Fifteen years?
Alvy Singer: Yeah, I'm gonna give him one more year, and then I'm goin' to Lourdes.



Louis Cyphre: They say there's enough religion in the world
to make men hate each other, but not enough to make them love.





Reg: What Jesus fails to appreciate is that it's the meek who are the problem.

Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Έρωτας εξολοθρευτής (Φωτορομάντζο)

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007




Ο καλλιτέχνης και το όργανό του.
(Μπες μέσα, έχει κι άλλο)



Βαράτε, βιολιτζήδες!




"Το μουνί και το πριόνι όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει", αλλά ο καλλιτέχνης δε μασάει.



Το κοινό ενθουσιάζεται.




Ο καλλιτέχνης βουρλίζεται.




Όλοι οι μωροί στην πίστα!




"Το αλυσοπρίονο που μου'πεσε απ' τα χέρια..."




Αμόκ! (Και το αλυσοπρίονο ξανά στη θέση του.)



Η παρουσιάστρια έρχεται στο τσακίρ-κέφι.




Η κριτική επιτροπή (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος) μερακλώνει.




Blood on the dance floor!




Ο καλλιτέχνης πέφτει σε έκσταση...




...και παραδίδεται στο κοινό του.

Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Κοχλίας απόδημος - Η επιστροφή

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007


Ο σαλίγκαρος που εμφανίστηκε για πρώτη φορά κολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή μου, μετακόμισε στα ηχεία, έγινε μπάλα ποδοσφαίρου για τις γάτες μου και στη συνέχεια εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη, βρέθηκε χθες το βράδυ πάνω σε μία τσάντα μου. Ίσως σκέφτηκε ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να ταξιδέψει στον έξω κόσμο. Αναρωτιέμαι: να του κάνω έξωση ή να λανσάρω μόδα;

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Μέριλιν Μάνσον vs Μπάρμπαρα Κάρτλαντ

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007



Mobscene.mp3

Όσο γερό στομάχι κι αν έχεις έρχεται η ώρα που έπειτα από έξι ώρες συνεχόμενου ρομάντσου βγαίνεις νοκ άουτ. Και τότε μόνο ο Μάνσον μπορεί να σε συνεφέρει. Σοκ-θέραπι λέγεται.

Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Ένας Εβραίος στο τραπέζι μας

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007


Hava Nagila.mp3

Εξαιτίας μια ατέλειας του ουρανίσκου και των μπροστινών δοντιών τραβούσε τα «νι» και τα «λι» της, με αποτέλεσμα οι λιγότερο ευφάνταστοι να τη θεωρούν Πατρινιά και οι πιο φαντασιόπληκτοι να την περνάνε Λαρισαία.
«Από πού είσαι;» τη ρωτούσαν όταν ξεκινούσε να μιλάει, κεντρισμένοι από τα μακρόσυρτα σύμφωνά της, σίγουροι ότι είχαν ξετρυπώσει το βλαχαδερό κάτω από τη μεταμφίεση της πρωτευουσιάνας.
Κι εκείνη, που έφερε βαρέως ότι τη νόμιζαν επαρχιώτισσα, και μάλιστα όχι επειδή πράγματι ήταν αλλά λόγω ενός σωματικού ελαττώματος, απαντούσε στενόχωρα, «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο». Κι αμέσως μετά πρόσθετε με έμφαση, «Αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα».
Αφού πέρασαν μερικά χρόνια κι έπηξε λίγο το μυαλό της, χώνεψε πως δεν αποτελεί μειονέκτημα να είναι ένας άνθρωπος επαρχιώτης, πως ο τόπος όπου γεννήθηκε κάποιος και η προφορά του καμία σχέση δεν έχουν με το χαρακτήρα του. Το λέει και το τραγούδι: Σύνορα η μαλακία δε γνωρίζει. (Κι αν δεν το λέει, θα έπρεπε.)
Έτσι, αργότερα, όταν τα «νι» και τα «λι» της εκτροχιάζονταν κι ο κόσμος τη ρωτούσε από πού είναι, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο –γιατί πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι: «Κατάγομαι από την Πελοπόννησο, αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα». Βέβαια δίχως φόβο και πάθος τώρα πια. Όμως, αν και είχε αφήσει πίσω της το όνειδος του επαρχιωτισμού, δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να ξεπεράσει μια άλλη συστολή που είχε κι αυτή σχέση με την καταγωγή της, και η οποία τη βασάνιζε απ’ όταν ανακάλυψε τα καλοφυλαγμένα μυστικά του ανθρώπινου κορμιού –συγκεκριμένα του γυναικείου.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που ενδιαφέρονταν να μάθουν από πού κρατούσε η σκούφια της, υπήρχαν κάμποσοι ταγμένοι να αποκαλύψουν πάσει θυσία τη Ρίζα των Σερνάμενων Νι-Λι.
«Από την Πελοπόννησο, ε;» έλεγαν συλλογισμένοι. «Από ποιο μέρος της Πελοποννήσου;» πρόσθεταν αιφνιδιαστικά, για να την πιάσουν στον ύπνο.
«Εεε… Από τα Καλάβρυτα», απαντούσε εκείνη επιφυλακτικά, γιατί πλέον προχωρούσε σε επικίνδυνο έδαφος.
«Μέσα από τα Καλάβρυτα;»
«Μμμ… Εεε… Όοοχι…»
«Αλλά;»
«Οι γονείς μου είναι από κάτι χωριά έξω από τα Καλάβρυτα».
«Από ποια χωριά;»
«Του μπαμπά δεν το ΄χει ούτε ο χάρτης».
«Έχω περάσει από τα μέρη σας, το ξέρω σίγουρα».
«Το Ταδεχώρι».
«Μπα! Δεν το ξέρω αυτό!»
Άμα σου μιλάνε…
«Και η μαμά σου; Από ποιο χωριό είναι;»
«Εεε… Ααα... Από τα Μαζέικα».
«Μαζέικα… Μαζέικα… Ούτε αυτό το ΄χω ακουστά».
Αν ήταν μόνη της, το θέμα έληγε ανώδυνα εκεί και αναστέναζε ανακουφισμένη. Αν όμως συνοδευόταν από τη Βασούλα, –την πάντοτε πιστή στο πνεύμα του λυσσασμένου ανταγωνισμού μεταξύ άσπονδων φιλενάδων–, η κολλητή της έλεγε με ύφος αδιάφορο και ανέμελο: «Πώς… Είναι κεφαλοχώρι, σίγουρα το ξέρετε. Αλλά μάλλον με το επίσημο όνομά του. Μα πες το στον άνθρωπο, να καταλάβει για ποιο χωριό μιλάς».
Τότε εκείνη κοκκίνιζε, ξεφυσούσε, χαμήλωνε το βλέμμα, ξεροκατάπινε και ψιθύριζε, «Κτκλτρρ…».
«Πώς το ΄πες αυτό;»
«Κτκλτρρ…» μουρμούριζε ξανά το κορίτσι.
«Μίλα πιο καθαρά, βρε παιδάκι μου, δε σε καταλαβαίνω».
«Κάτω... Κλειτορία...» ξεστόμιζε με το ζόρι, υποταγμένη στο αναπόφευκτο, βγάζοντας στη φόρα το ντροπιαστικό μυστικό. Και το όνομα του μητρικού χωριού ποτέ δεν αποτύγχανε –ακόμα και χωρίς το γράμμα που του ΄λειπε – να προκαλεί τις κοροϊδίες και τα πονηρά πειράγματα εκείνων που το άκουγαν, κάνοντάς τη να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί.
«Εμ, πες το, ντε, ότι είσαι από την Κάτω Κλειτορίδα. Ποιος δεν την ξέρει αυτήν!»
Χρειάστηκε να μεγαλώσει κι άλλο μέχρι να καταλάβει ότι δεν ήταν και τόσο κακό να κατάγεται από ένα χωριό που θύμιζε το ευφρόσυνο σάρκινο γλωσσίδι ανάμεσα στα πόδια της. Η Κάτω Κλειτορία –όπως άλλωστε και το παραλίγο συνονόματό της στοιχείο της θηλυκής ανατομίας– με τα χρόνια έγινε πηγή χαράς, αφού πάνω της συσσωρεύτηκαν γλυκιές αναμνήσεις από αγαπημένα πρόσωπα και στιγμές.
Εκεί ήταν ο παππούς ο Αργύρης, που σκάλιζε με τη βέργα του χελωνάκια και κουρούνες πάνω στο χώμα, και που κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν ο εγγονός του, ο Βασίλης, έκοψε μ’ ένα ψαλίδι τα κάτασπρα κεφαλάκια από τις μαργαρίτες του, αφήνοντας μόνο τα κοτσάνια. Εκεί το ραφείο του θείου του Γιώργη, με τις μυρωδιές από τα υφάσματα και τα σαπουνάκια ραπτικής, το λιακωτό με την κληματαριά και τις σφηκοπαγίδες, τα λευκά κουνέλια με τα κόκκινα μάτια. Εκεί το παλιό σχολείο πίσω από την εκκλησία, με τις λαμπερές ντάλιες που βούτηξε ο Αργύρης για να καλοπιάσει τη μάνα του ώστε να μην τον δείρει που 'χε λεκιάσει το κίτρινο μακό μπλουζάκι του με σκουριά από την τσουλήθρα. Εκεί το ποδήλατο με τα σπασμένα φρένα και την ξέφρενη, τρομαχτική πορεία που ανέκοψε το κοπάδι με τα πρόβατα. Εκεί οι μαυροντυμένες γριές -η Αλεξάνδρα, η Όλγα και η Αντιόπη- που κάθονταν στην αυλή με την πελώρια ορτανσία στο ξύλινο κρασοβάρελο και έπλεκαν σαν αφιονισμένες με τα βελονάκια τους, κόβοντας και ράβοντας τα άπλυτα του χωριού.
Εκεί και η Αλέκα, η αγαπημένη ξαδέρφη της, και το Πάσχα του Περιπλανώμενου Ιουδαίου, τότε που πήγαν στο καφενείο, να ξαφνιάσουν τον παππού τους για να του αποσπάσουν κάνα κατοστάρικο. Βρήκαν τους θαμώνες να προσπαθούν να συνεννοηθούν μ’ έναν αλητοτουρίστα, φορτωμένο με γυλιό που στην κορυφή του είχε στερεωμένη μια διπλωμένη κουβέρτα κι από όπου κρέμονταν ένα κατσαρόλι, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, σακούλες, σακουλάκια, κι ένα ματσάκι ρίγανη.
«Είσαι μαλάκας;» τον ρωτούσαν χαμογελαστοί οι χωρικοί.
«Γιες, γιες, Αμέρικαν!» απαντούσε ο φιλικός ξένος.
«Πολύ μαλάκας, αμέρικαν;»
«Γιες, γιες!»
Ο παππούς, περήφανος που οι εγγόνες του ήξεραν αγγλικά, τις έσπρωξε μπροστά, να μιλήσουν στον ουρανοκατέβατο επισκέπτη.
Εκείνη τον κοίταξε, τον ξανακοίταξε, και αργά και καθαρά, με προφορά συνοικιακού φροντιστηρίου τρίτης διαλογής, του έκανε την πρώτη ερώτηση που της ήρθε στο μυαλό: «Αρ… γιου… φουντ;»
Ο γαλανομάτης κοκκινομάλλης με τη μεγάλη μύτη, τις φακίδες και το αραιό γενάκι την κοίταξε ταραγμένος, ζυγιάζοντας τις πιθανότητες να ήταν κανίβαλοι οι απατηλά καλοκάγαθοι ιθαγενείς. Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως απλώς το κορίτσι ήταν ηλίθιο και χαμογέλασε με κατανόηση και συμπάθεια.
«Όχι φουντ, βρε βλίτο!» πετάχτηκε η Αλέκα. «Φουντ είναι η τροφή. Χάνγκρι λέμε. Αρ… γιου… χάνγκρι
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια της, και ο ξενηστικωμένος τουρίστας άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά. «Χάνγκρι! Γιες! Γιες!» φώναξε με λαχτάρα.
«Πεινάει», αποφάνθηκαν οι δυο ξαδέρφες και, προς μεγάλη ανακούφιση του παππού τους που ήξερε ότι δεν είχαν πάει να τον βρουν για καλό στο καφενείο, έπιασαν τον αδέσποτο από το χέρι κι έφυγαν.
Κατά τη διαδρομή, με αγγλικά μι τάρζαν-γιου τζέιν κατάφεραν να μάθουν πως τον έλεγαν Τζόζεφ, ήταν αμερικανοεβραίος από τη Βοστόνη και σκόπευε να γυρίσει την Ευρώπη με οτοστόπ. Μια ματιά στο λιπόσαρκο, στενόμακρο πρόσωπο οσιομάρτυρα και τα καλαμοκανιά του τις έπεισε πως μάλλον θ’ άφηνε τα κοκαλάκια του σε κάποια αχαϊκή ραχούλα. Η σίτισή του δεν ήταν πια απλώς θέμα φιλοξενίας, αλλά φλέγον ζήτημα ζωής και θανάτου.
Όταν έφτασαν στο σπίτι τον πάρκαραν στην ασβεστωμένη αυλή με τις μαντζουράνες και τους απήγανους κι έτρεξαν στις μανάδες τους για τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Εκείνες, με τη σειρά τους, πήγαν να πάρουν την άδεια της γιαγιάς. Η κυρ' Αλεξάνδρα έδωσε τη συγκατάθεσή της, με τον όρο ότι ο επισκέπτης δε θα έτρωγε στη μεγάλη κουζίνα, αλλά στην καλή κάμαρη του σπιτιού «για να μη γίνουν ρεζίλι στον ξένον άνθρωπο».
Τα κορίτσια τον πέρασαν μέσα. Δεξιά, πάνω από το διπλό κρεβάτι της γιαγιάς και του παππού με την πλεκτή λευκή κουβέρτα, ήταν κρεμασμένη μια βελουτέ μπάντα με τον Αλή Πασά να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ναργιλέ και με το αριστερό να χαϊδεύει τα μαλλιά της κυρά-Φροσύνης, που τον κοιτούσε με βλέμμα λάγνο. Αριστερά, στην κόχη που σχημάτιζαν δυο ντουβάρια, βρισκόταν το εικονοστάσι. Ένα μεγάλο, γυάλινο κρεμαστό καντίλι έκαιγε μπροστά σε καμιά δεκαπενταριά αγίους και μια ανατριχιαστική απεικόνιση του Γολγοθά, με νεκροκεφαλές και φίδια να σέρνονται γύρω από το Σταυρό του Μαρτυρίου.
Ο Τζόζεφ δε φάνηκε να πτοείται από το φολκλορικό διάκοσμο, όμως κοίταξε καλά καλά τη γιαγιά που, αναντίρρητα, ήταν το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του δωματίου. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια –πάντα υπήρχε κάποιος πεθαμένος στο σόι–, με τη χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της στερεωμένη με φουρκέτες σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, συγκρατημένη με ψιλό φιλέ. Η έκφρασή της ήταν λίγο πιο βλοσυρή από του Ναπολέοντα μετά την ήττα στο Βατερλό -είχε ζοχάδες επειδή ο παππούς έπαιζε κολτσίνα στο καφενείο μεγαλοβδομαδιάτικα.
Όταν είδε τον Τζόζεφ να την παρατηρεί, έγειρε μπροστά, στήριξε τα δυο της χέρια πάνω στη μαύρη μαγκούρα της και τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Καμία εκτίμηση δεν έτρεφε για τους λιανούς ανθρώπους, και ο επισκέπτης ήταν σαν το κεράκι της Λαμπρής. Άξαφνα, έστρεψε τη μαγκούρα της στο χαμηλό τραπέζι με τα σκαμνάκια μπροστά στο σβηστό τζάκι. «Θρονιάσου», διέταξε τόσο δεσποτικά ώστε ο Τζόζεφ τσακίστηκε ν' αφήσει κάτω τα συμπράγκαλά του και να υπακούσει δίχως να περιμένει τη μετάφραση της εντολής.
«Ξίκικος* είν' ο μαύρος», είπε η γιαγιά στην κόρη και τη νύφη της. «Φέρτε του να φάει. Ας είν' κι αρτύσιμο, ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει». Έπειτα γύρισε στις εγγόνες της. «Πώς τόνε λένε;» ρώτησε.
«Τζόζεφ», απάντησε η Αλέκα.
«Τι όνομα είναι τούτο;» απόρησε η γιαγιά.
«Αμερικάνικο. Σημαίνει Ιωσήφ», πετάχτηκε η άλλη.
«Ααα...» έκανε η κυρ' Αλεξάνδρα, ευχαριστημένη που ο ξένος είχε το όνομα του άντρα της Παναγίας. «Χριστιανός είναι κι αυτός».
«Όχι, βρε γιαγιά, τι χριστιανός; Εβραίος είναι».
Τότε η γιαγιά τινάχτηκε από τη θέση της με ευλυγισία που θα ζήλευε και αίλουρος, αλυχτώντας ένα διαπεραστικό και παρατεταμένο ιιιιιιιιιιιιιι. «Οβριός! Ανάθεμα την πυτιά σας!» φώναξε, με βλέμμα που πετούσε σπίθες. «Μπάσατε Οβριό στο σπίτι μου λαμπριάτικα! Αυτοί σταυρώσανε το Χριστό!» είπε, δείχνοντας με τη μαγκούρα της τον Τζόζεφ, που με την ιαχή είχε ζαρώσει στο σκαμνάκι του.
«Ωχ, μωρέ γιαγιά, κι εσύ! Μήπως ο Τζόζεφ τον σταύρωσε; Άσε που κι ο Χριστός Εβραίος ήταν», είπε η Αλέκα.
«Άει χέσ’ τα πόδια σου, κακοχρονισμένο, που θα μου πεις πως ήταν Οβριός ο Χριστός. Πού τα ΄μαθες αυτά;»
«Στο σχολείο. Ήταν, σου λέω».
«Ήταν», σιγοντάρισε με ύφος προφέσορα η ξαδέρφη της.
Η γιαγιά κοίταξε τις εγγόνες της δύσπιστη, κοίταξε και τον επισκέπτη που είχε γουρλώσει τα μάτια, κι έδωσε τόπο στην οργή.
«Άντε, μέρες που είναι ας φάει κι ο Οβριός», είπε μ' επιείκεια και κάθησε στην πολυθρόνα της. «Ποιος να μου το ΄λεγε...» μουρμούρισε.
Έτσι ο Τζόζεφ ήπιε χωριάτικο κρασί κι έφαγε φακές με ρέγκα –μένοντας με την απορία για το είδος του ψαριού, αφού τα αγγλικά των δύο κοριτσιών δεν κατάφεραν να τον διαφωτίσουν–, μαρουλοσαλάτα, φρέσκο σπιτικό ψωμί και κόκκινα πασχαλινά αβγά. Τους κουραμπιέδες, που η γιαγιά έφτιαχνε σε όλες τις γιορτές κι όχι μόνο τα Χριστούγεννα, τους άφησε για το τέλος και τους κατέβασε με τη φέτα, προκαλώντας μουλωχτές γκριμάτσες αηδίας και κάποια πολύ προσβλητικά σχόλια για τους Οβριούς από την κυρ’ Αλεξάνδρα.
Λίγο προτού φύγει, ο Τζόζεφ θέλησε να ευχαριστήσει τη γιαγιά.
«Θενκ γιου βέρι ματς, γκράνμα. Γιου αρ σοοοο νάις…»
«Τον κακό σου τον καιρό!» είπε δύσθυμα εκείνη. «Δώστε του κουλούρια, κουραμπιέδες, ψωμί, τυρί κι αβγά να πάρει μαζί μην ψοφήσει πουθενά και το ΄χω κρίμα στο λαιμό μου», πρόσθεσε αμέσως μετά. «Κι αν θέλει να φάει κρέας να λιγδώσει λίγο τ΄ άντεράκι του, πείτε του να ξανάρθει ανήμερα το Πάσχα».
Τα κορίτσια πήραν τον Τζόζεφ να του δείξουν τα αξιοθέατα του χωριού και να τον γνωρίσουν στις φίλες τους, μεταξύ των οποίων ήταν και η Κασσιανή, μια μουστακαλού δεκαεξάχρονη με τροφαντά μαστάρια, τρία-τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή τους, που, όπως έλεγαν οι κακές οι γλώσσες, το πήγαινε το γράμμα.
Στο χωράφι με το ψηλό χορτάρι, τις δεντρομολόχες και τους μπάμπουρες που βούιζαν παλαβωμένοι από τη γλυκιά απριλιάτικη ζέστη, ο Τζόζεφ προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τις διδάξει να χορεύουν το Άβα Ναγκίλα. Ωστόσο, όπως έμαθαν λίγες μέρες αργότερα, η σύσφιξη σχέσεων ιουδαϊκού και ελληνορθόδοξου πολιτισμού τελικά επιτεύχθηκε. Η Κασσιανή, υποκύπτοντας στις επίμονες πιέσεις τους, ομολόγησε ότι είχε μια πολύ ρομαντική, αν και σύντομη –περίπου εικοσάλεπτη– περιπέτεια με τον περιπλανώμενο Τζόζεφ. Επίσης, τους περιέγραψε με όλες τις λεπτομέρειες τι μούτρα έχει μια περιτετμημένη εβραϊκή τσουτσού.

*λειψός στο βάρος

Για την Αλέκα

Η ιστορία του Hava Nagila

Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Γάτες κάτω απ' το γραφείο

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2007


Καθώς σπρώχνω το κείμενο όπως το σκαθάρι την κοπρόμπαλά του, με τη Λόλα και τη Φλώρα ν΄ αλλάζουν θέσεις στις γωνίες του γραφείου μου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως χωρίς Personal Computer κάτι πάει κι έρχεται, χωρίς Personal Cats όμως αδύνατον να βγει η μετάφραση.



Η Λόλα



Η Φλώρα

Ετικέτες

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Απενοχοποίηση τώρα...

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007
... ή linkblogs και άγιος ο Θεός (να δουν χαρά στα σκέλια τους και όσοι metabloggers μάς περιμένουν στη γωνία). Με σήμα το μελισσάκι!



Περισσότερα στο BUZZ.

(Με λίγα λόγια: πατάτε το μελισσάκι κάτω δεξιά και γίνεται μεγαλύτερη. Με το μαλακό όμως, όχι είπαν του μουρλού να χέσει. Ακόμα και ο ελέφαντας *μόνο* δυο μέτρα την έχει.)

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα