Ολική επαναφορά
Σάββατο, Αυγούστου 20, 2005«Γιάννα! Άσε, παιδάκι μου, τ’ αφτιά της Κοπέλας!» παρακαλούσε αποκαμωμένος ο πατέρας μου και με τραβούσε απ’ τα πόδια. «Δήμητρα, τράβα πιο δυνατά το σκυλί!» φώναζε στη μάνα μου.
Αυτή η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε φορά που φεύγαμε απ’ το χωριό, από το σπίτι των παππούδων μου, για να επιστρέψουμε στην Αθήνα. Εγώ έκλαιγα και οδυρόμουν όταν έφτανε η στιγμή της αναχώρησης, και γαντζωνόμουν απ’ όπου προλάβαινα, ενώ ο πατέρας και η μάνα μου προσπαθούσαν να με ξεκολλήσουν –απ’ τα κάγκελα της βεράντας, απ’ την ουρά του γαϊδάρου, απ’ την κοτσίδα της γιαγιάς μου. Μ’ αυτό τον τρόπο το σκυλί του παππού μου, η Κοπέλα, απέκτησε αφτιά μεγάλα σαν βατραχοπέδιλα, κι εγώ απωθημένο με τους αποχαιρετισμούς.
Καθώς απομακρυνόμασταν με τ’ αμάξι μας, τον Κίτσο, ο παππούς και η γιαγιά μου στέκονταν στη βεράντα με πένθιμη διάθεση, λες και φεύγαμε μετανάστες στην Αμερική. Η γιαγιά μου σκούπιζε τα μάτια της με την άκρη της μαντίλας της, ο παππούς μου, σκασμένος, στριφογύριζε στα χέρια του την τραγιάσκα του, κι εγώ έμενα κολλημένη με το μούτρο στο πίσω τζάμι και τους κοίταζα σαν αδέσποτο κουτάβι μέχρι που ο Κίτσος έστριβε στη γωνία του δρόμου και δεν μπορούσα πια να τους δω. Μερικές φορές, όταν τύχαινε να έχει χαρτζιλίκι το σκυλί, έβλεπα τα βεγγαλικά που έριχνε για να γιορτάσει την ελευθερία του.
Σ’ όλη τη διαδρομή των δεκαπέντε χιλιομέτρων απ’ το χωριό έως τα Καλάβρυτα μουρμούριζα και γκρίνιαζα αδιάκοπα για το χαμένο παράδεισο. Αντίο, θεια Χρυσάνθη... Αντίο, μπαρμπ’ Αργύρη... Αντίο, Κική... Αντίο, Βαγγέλη, Νίτσα, Θανάσω, Κοπέλα... Αντίο, δεινόσαυροι... Αντίο, αρνάκια, κατσικούλες, γουστερίτσες, σερσέγκια... Αντίο Ινδιάνοι... Αντίο κακοί γερμανοί στρατιώτες... Έχετε γεια γατόψαρα... Σας χαιρετώ, καβούρια... Σας φιλώ, βατράχια... Οι γονείς μου με άκουγαν και αναρωτιόντουσαν ποια ήταν η ποινή για παιδοκτονία εν βρασμώ ψυχής.
Απ’ τα Καλάβρυτα και μετά τα πράγματα ηρεμούσαν κάπως. Είχαμε φτάσει πια στον πολιτισμό, κι αυτό σήμαινε πως έπρεπε να πάρω απόφαση ότι γυρίζαμε στην Αθήνα. Ατένιζα με καρτερική μελαγχολία τα έλατα πέρα απ’ το παράθυρό μου, αναστέναζα μελοδραματικά, έκανα δυο τρεις εμετούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας όσο διαρκούσε το κατέβασμα των φιδογυριστών στροφών από το Μέγα Σπήλαιο μέχρι την Ακράτα, μου ερχόταν κατούρημα στην εθνική μόνο όπου δεν υπήρχε πάρκινγκ, και δοκίμαζα την υπομονή της μάνας μου ζητώντας επίμονα κουλούρια, καραμέλες, νερό, πορτοκαλάδα, και σουβλάκια. Στο μεταξύ οι δικοί μου έταζαν λαμπάδες στην αγία Βαρβάρα, την εκκλησία της ενορίας μας στη Δάφνη, προκειμένου να πέσω σε αφασία. Λίγο πριν απ’ την Κόρινθο το τάμα έπιανε τόπο και ξεραινόμουν μέχρι που φτάναμε στο σπίτι μας, τρανή απόδειξη ότι σ’ εκείνους τους αθώους καιρούς οι άγιοι βολεύονταν ακόμα με τις ταπεινές προσφορές –αργότερα, όπως όλοι μας, έγιναν κι αυτοί ανικανοποίητοι και αχόρταγοι.
Τα χρόνια πέρασαν, όμως δεν πήραν μαζί τους την αγάπη μου για το χωριό του πατέρα μου. Ενήλικη πια επέστρεφα εκεί κάπου κάπου, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος, ακόμα κι αφότου πέθαναν οι παππούδες μου. Τώρα δεν καθόμουν πίσω από τον πατέρα μου («Ντίνο, κάτσε πίσω απ’ τη μαμά και σκάσε!»), δεν κρατούσα φανταστικό τιμόνι, ούτε πατούσα αόρατα πετάλια. Οδηγούσα εγώ το αμάξι –ένα άλλο αμάξι, όχι τον Κίτσο–, και μπορούσα να σταματήσω για σουβλάκια και κατούρημα όπου μου άρεσε. Μόνο που δε σταματούσα πουθενά, γιατί όταν είσαι μόνη σου δεν έχει πλάκα.
Μετά ο πατέρας μου πήρε σύνταξη και πραγματοποίησε το όνειρό του. Έριξε μούντζα στην Αθήνα και μαύρη πέτρα πίσω του, πήρε τα μπογαλάκια του –και τη μάνα μου μαζί– και επέστρεψε στο χωριό, να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια του. Όπως ήταν φυσικό, οι επισκέψεις μου έγιναν ακόμα πιο συχνές. Χριστούγεννα, Πάσχα, σαββατοκύριακα, γιορτές, στα καλά καθούμενα, μπαίνω στο αμάξι και την κοπανάω. Με το που περνάω τον Ισθμό συμβαίνει κάτι μαγικό. Όλες μου οι έγνοιες μένουν πίσω, σαν λαθρομετανάστες που τους τσακώνουν στα σύνορα. Με πιάνει μια ευχάριστη ταχυπαλμία και αδημονώ να δω τη στροφή στη δημοσιά μετά τα Καλάβρυτα, που βγάζει, έπειτα από ένα χιλιόμετρο ελεεινού καρόδρομου («γαμώ το σπίτι σου, καργιόλη πρόεδρε»), στο χωριό.
Αυτή τη φορά, καθώς έστριψα από τη δημοσιά και είδα μπροστά μου την Αγία Τριάδα, το ξωκκλήσι στην αρχή του δρόμου του χωριού, διαπίστωσα ότι κάτι είχε αλλάξει.
Στον ασβεστωμένο μαντρότοιχο της εκκλησίας με παχιά, γυαλιστερά, κόκκινα γράμματα, κάποιος είχε γράψει: ΚΕΡΑΤΑ! ΔΙΩΞΤΕ ΤΟΥΣ ΓΑΜΙΑΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΑΣ!!!
Πρόοδος, σκέφτηκα. Εφημερίδα τοίχου στην ορεινή Αχαΐα.
Στην άκρη του μαντρότοιχου καθόταν ο μπαρμπα-Βασίλης, που ΄χε δώσει τα χρήματα για να χτιστεί η Αγία Τριάδα, και κάπνιζε σαν αράπης. Είχα πάρα πολύ καιρό να τον δω.
Σταμάτησα μπροστά του με το αυτοκίνητο.
«Γεια σου, μπαρμπα-Βασίλη!»
«Καλώς την! Είδες πώς καταντήσανε το εκκλησάκι μου;» με ρώτησε αγανακτισμένος.
«Ποιοι τα γράψανε αυτά, μπάρμπα;»
«Κάτι λεβέντες απ’ τ’ απέναντι χωριό», είπε.
«Γιατί;»
«Για να μπουν στο μάτι μιανού συχωριανού τους που καβαλάει μια δικιά μας παντρεμένη».
«Ντροπή, μπάρμπα!» τον κατσάδιασα τάχα μου, κι έσκυψα το κεφάλι για να μη δει ότι χαμογελούσα.
«Γιατί; Εγώ την καβαλάω; Κείνος που την καβαλάει πρέπει να ντρέπεται», μου είπε απτόητος. «Άντε, τράβα τώρα στο δρόμο σου μη σε φάει η ζέστα. Και πού ΄σαι...»
«Ναι, μπάρμπα;»
«Μη με ξεχνάς, ε; Άμα ξεχνάς τους πεθαμένους χάνονται μια και καλή».
«Μην ανησυχείς, μπάρμπα. Δεν ξεχνιέσαι με τίποτα εσύ», του είπα γελώντας.
Κούνησε το χέρι του, μου ΄κλεισε το μάτι και χάθηκε στο φως του ήλιου.
Στη διαδρομή μέχρι το χωριό είδα μια ντουζίνα ανθρώπους. Μόνο δυο τρεις απ' αυτούς ήταν ζωντανοί. Οι υπόλοιποι μας έχουν αφήσει χρόνους εδώ και καιρό, όμως εξακολουθούν να περιφέρονται στους δρόμους του χωριού γιατί εκείνοι που ζουν ακόμα είναι πολύ γέροι και βαριεστημένοι για τέτοιες περιπέτειες. Ανάμεσά τους είδα και τον Αζώρ, το μαύρο αγριόσκυλο του μπαρμπα-Θόδωρου. Κάποτε που ο μπάρμπας έκοβε το τριφύλλι με την κόσα, έδωσε μια στο σκυλί που κοιμόταν αμέριμνο μες στο δροσερό χορτάρι, κι από τότε το ζώο κούτσαινε. Φαίνεται ότι άνθρωποι και ζώα κρατάνε τα κουσούρια τους στην άλλη ζωή, γιατί ο Αζώρ κούτσαινε ακόμα. Όμως δε με γάβγισε όπως έκανε κάθε φορά που περνούσα από μπροστά μου. Ίσως ο θάνατος τον έχει ημερέψει.
Καθώς πλησίαζα στο σπίτι μας, άκουσα τα γαβγίσματα του Νταλί, του σκύλου του πατέρα μου. Με είχε αντιληφθεί και χοροπηδούσε ξετρελαμένος πίσω από την πόρτα της αυλής. Όταν μπήκα μέσα, κρατώντας το σακίδιό μου, όρμησε πάνω μου και, όπως πάντα, κατούρησε τα πέδιλά μου απ’ τη χαρά του.
«Να, σιχαμένε!» του είπα και του ΄ριξα ένα φάσκελο. Έπειτα του χάιδεψα το κεφάλι, ενώ εκείνος με έγλειφε όπου πρόφταινε.
«Αυτόν γιατί δεν τον βασανίζεις όπως βασάνιζες εμένα;» ακούστηκε πίσω μου μια φωνούλα όλο παράπονο.
Γύρισα και αντίκρισα την Κοπέλα, που είναι φευγάτη εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν γλυκούλα και μικροκαμωμένη όπως τότε που ήμουν παιδί, με τη διαφορά πως το κανελί κορμί της τώρα ήταν μισοδιάφανο. Πίσω από το στέρνο της ξεχώριζαν οι λαμπεροί πορτοκαλιοί κατηφέδες και οι ζωηρές πράσινες μέντες που έχει φυτέψει η μάνα μου στην αυλή.
«Θυμάσαι τότε που ήμουν κουταβάκι και με καπάκωνες με το κουτί των παπουτσιών; Ξεκαρδιζόσουν στα γέλια όταν το έβλεπες να περπατάει καθώς προσπαθούσα να το σκάσω, αλλά εγώ έτρεμα απ’ το φόβο μου μες στο σκοτάδι», είπε το σκυλί. «Για να μην πω για τα κυπαρισσόμηλα που μου ΄δενες στην ουρά με χοντρό κόκκινο νήμα για να την κυνηγάω, και τις βουτιές στο σαπουνόνερο της σκάφης για να με βαφτίσεις».
Κοίταξα αλλού, νιώθοντας άβολα. Μα τι διάβολο… αναρωτήθηκα. Υποτίθεται ότι οι καμήλες και οι ελέφαντες δεν ξεχνάνε τίποτε, όχι τα σκυλιά. Πώς τα θυμάται όλα αυτά; Έπειτα σκέφτηκα ότι δεν τα θυμόταν εκείνη αλλά εγώ, αφού η Κοπέλα ήταν γέννημα του μυαλού μου, αλλά έγινε υπερβολικά πολύπλοκο το πράγμα και προτίμησα να συνεχίσω την κουβέντα μαζί της.
«Ήμουν μικρή τότε, και ξέρεις πώς είναι τα παιδιά», δικαιολογήθηκα. «Σε αγαπούσα πολύ όμως».
«Το ξέρω», μου είπε και ήρθε να τριφτεί στα πόδια μου, κουνώντας την ουρά της.
«Πώς τα περνάς στην άλλη ζωή λοιπόν; Καλύτερα απ’ όταν ήσουν μαζί μας;»
«Και ποιος σου είπε ότι υπάρχει άλλη ζωή;» με ρώτησε απορημένη και μασούλησε μια παραγινωμένη μούρα που είχε πέσει απ’ τη μουριά της αυλής, όπως έκανε τότε που ζούσε.
«Μα εσύ είσαι η απόδειξη», απάντησα.
«Ωραία απόδειξη! Πώς είσαι σίγουρη ότι με βλέπεις;» είπε πονηρά και με κοίταξε με τα τρυφερά, καστανά μάτια της.
Χαμογέλασα. Είχε δίκιο. Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι την έβλεπα. «Πάντα ήσουν έξυπνο σκυλάκι», την καλόπιασα.
Τότε έσκυψε το κεφάλι της και μου ΄κοψε μια γερή δαγκωνιά στον αστράγαλο.
«Ε!» φώναξα πονεμένα. «Τώρα γιατί το ΄κανες αυτό;»
«Γιατί κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ», απάντησε η Κοπέλα και, γυμνώνοντας τα δόντια της, χαμογέλασε με κείνο τον παράξενο τρόπο που χαμογελούν καμιά φορά τα σκυλιά.
Έσκυψα να της ξύσω τ’ αφτιά, αλλά εξαφανίστηκε προτού την αγγίξω. Μου έκανε νάζια για να με τιμωρήσει που της τα ξεχείλωνα όταν ήμουνα παιδί.
«Εσύ τι λες για όλα αυτά;» ρώτησα τον Νταλί, που εξακολουθούσε να χοροπηδάει χαρούμενος γύρω απ’ τα πόδια μου.
«Γαβ!» έκανε εκείνος. Τι να μου πει; Μιλάνε οι σκύλοι;
«Αχ, μωρ’ Γιάννα!» είπε η γιαγιά μου απ’ το κεφαλόσκαλο, κοιτώντας τα πέδιλά μου. «Πάλι σε κατούρησε το αφορεσμένο; Στειλιάρι που θέλει! Άμα ζούσα θα το κανόνιζα».
«Έλα τώρα, γιαγιά. Σκυλί είναι, μην το συνερίζεσαι», της είπα κι ανέβηκα τα πέτρινα σκαλιά. «Τι κάνεις;» τη ρώτησα και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Τι να κάνω... Ακόμα περιμένω να μ’ ανάψεις το καντήλι. Θυμάσαι που σου ΄λεγα πως όταν πεθάνω ούτε το καντηλάκι δε θα ΄ρχεσαι να μου ανάβεις; Κάτι ήξερε η κυρά-Γιαννούλα», μου είπε με ύφος ανθρώπου που έχει πάντα δίκιο.
Προφανώς ήταν η μέρα των παραπόνων.
«Αμάν, βρε γιαγιά! Ακόμα δεν ήρθα, άρχισες τη μουρμούρα; Αφού ξέρεις ότι δεν πιστεύω. Δεν τα ΄παμε τόσες φορές;»
«Τα ΄παμε, αλλά δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά, παιδάκι μου. Τι θα πει δεν πιστεύεις; Θα μας κάψει ο Θεός! Πιστεύω εγώ. Θα μου τ’ ανάψεις το καντηλάκι;»
«Σου χαλάω χατίρι; Θα σου το ανάψω προτού φύγω», την καθησύχασα. «Έλα τώρα να κάτσουμε εδώ, να τα πούμε λιγάκι».
Άφησα κάτω το σακίδιό μου, κάθησα στο κεφαλόσκαλο και η γιαγιά μου βολεύτηκε δίπλα μου. Στήριξα στο γόνατό μου τον αγκώνα μου, ακούμπησα το κεφάλι μου στο χέρι μου και την κοίταξα λοξά. Σήμερα φορούσε το καφέ μαντίλι της, του σπιτιού. Είχε ένα για κάθε περίσταση. Άλλο για το σπίτι, άλλο για τα χωράφια, άλλο για την εκκλησία, άλλο για το πανηγύρι της αγίας Κυριακής. Ξέσκεπη –χωρίς μαντίλι δηλαδή– την έβλεπα μόνο όταν κοιμόταν. Ποτέ άλλοτε.
«Μη στηρίζεις το κεφάλι σου στο χέρι, δεν κάνει», με μάλωσε.
«Ωχ, βρε γιαγιά, με τις δεισιδαιμονίες σου!» μουρμούρισα, όμως κατέβασα το χέρι μου. Με την κυρά-Γιαννούλα δεν τα έβαζες ποτέ –ήξερες ότι θα βγεις χαμένος.
«Ο παππούς ακόμα μου κρατάει μούτρα επειδή δεν ήρθα στην κηδεία του;» τη ρώτησα. Από τότε που είχε πεθάνει δεν είχε εμφανιστεί ούτε μια φορά. Μόνο στα όνειρά μου τον έβλεπα.
«Ε, τον ξέρεις τον παππού σου, είναι παραπονιάρης. Θα ΄ρθει, μη χολοσκάς», είπε όταν με είδε να σκοτεινιάζω, και μου χτύπησε απαλά το χέρι με το δικό της.
Μείναμε αμίλητες για λίγο.
«Παραδέξου όμως ότι μας βγήκε σε καλό που δεν ήρθα», της είπα τελικά. «Αν έβλεπα τον Ντίνο να παραπατάει και να πέφτει στον τάφο δε θα κατάφερνα να κρατηθώ. Βούκινο θα γινόμασταν».
Στο χωριό, όταν πεθαίνει κάποιος τον βάζουν στον ίδιο τάφο με τον τελευταίο νεκρό της οικογένειάς του. Ο παππούς πέθανε πολλά χρόνια μετά τη γιαγιά, έτσι έπρεπε ν’ ανοίξουν τον τάφο της για να τον κηδέψουν μαζί της. Καθώς λοιπόν ξέθαβαν τα κόκαλα της γιαγιάς για να τα πλύνουν με κρασί, να τα τυλίξουν μ’ ένα πανί και να τα βάλουν δίπλα στον παππού, ο αδερφός μου παραπάτησε, έπεσε στον τάφο κι έκανε θρύψαλα ό,τι είχε απομείνει από κείνη. «Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω», μου είπε προβληματισμένος, όταν τον είδα στην Αθήνα μέρες μετά την κηδεία. Στη θέση του δε θα είχα συγκρατηθεί, θα είχα πέσει κι εγώ μέσα. Απ’ τα γέλια.
«Όχι τίποτ’ άλλο, μου χάλασε τη μασέλα το παλιόπαιδο!» μουρμούρισε η γιαγιά μου. Κοιταχτήκαμε κι αρχίσαμε να χαχανίζουμε.
«Στενοχωρήθηκε ο καημένος», είπα.
«Πες του ότι δεν πειράζει. Σκόνη είχα γίνει, έτσι κι αλλιώς».
«Γιαγιά, άμα του πω ότι μιλάω μαζί σου θα με περάσει για παλαβή».
«Καλά λες, παιδάκι μου. Άσ’ το καλύτερα», συμφώνησε.
Ο Νταλί την κοίταξε με τη γλώσσα του να κρέμεται ανάμεσα απ’ τα δόντια του.
«Μα τι κοιτάει έτσι αυτό το κακόχρονο; Με βλέπει;» ρώτησε η γιαγιά μου.
«Ξέρω γω, βρε γιαγιά; Σκυλί είναι, υποτίθεται ότι έχει έκτη αίσθηση. Ίσως σε βλέπει», απάντησα.
«Ουστ, κοπρίτη!» πρόγκιξε τον Νταλί η γιαγιά μου.
Εκείνος γύρισε ανάσκελα και περίμενε να του χαϊδέψω την κοιλιά. Έκτη αίσθηση του κώλου!
«Άντε, ώρα να πηγαίνω κι εγώ», είπε η γιαγιά μου και σηκώθηκε όρθια.
«Γιαγιά!» φώναξα με βιάση, για να την προλάβω.
«Έλα, παιδάκι μου».
«Πες στον παππού όταν εμφανιστεί να μην είναι νύχτα, γιατί θα πάω από συγκοπή. Μπορεί να μην πιστεύω, αλλά φοβάμαι τα φαντάσματα!»
«Αχ, μωρ’ Γιάννα...» είπε η γιαγιά μου και διαλύθηκε στον αέρα.
Μπήκα στο σπίτι. Οι γονείς μου έλειπαν. Άφησα τα πράγματά στο δωμάτιό μου και βγήκα στη βεράντα. Στον κήπο, κάτω από την κυδωνιά, στεκόταν ο αδερφός μου. Φορούσε κίτρινο μακό μπλουζάκι και χακί σορτς. Ήταν γύρω στα έξι.
«Ντίνο! Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» του φώναξα από τη βεράντα. «Αφού είσαι ακόμα ζωντανός!»
Σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε, και χαμογέλασε. Του ΄λειπε ένα δόντι. «Καλά κρασιά!» είπε. «Αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις μια ανάμνηση από ένα φάντασμα, ζήτω που καήκαμε».
«Εσύ δηλαδή είσαι ανάμνηση;»
«Εμ!»
«Και τι έκανες κάτω απ’ την κυδωνιά;»
«Τι κάναμε, να λες. Φτιάξαμε λασπότουρτες εγώ, εσύ και η Αλέκα, και είπατε ότι η δική μου ήταν η καλύτερη. Δε θυμάσαι;»
Θυμόμουν. Είχαμε κάνει διαγωνισμό λασπότουρτας κι ο Ντίνος είχε στολίσει τη δική του με πλαστικές κόκκινες μαργαρίτες απ’ τα χαλασμένα λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου δέντρου που είχε ξεθάψει από το κατώι. Με την ξαδέρφη μου είχαμε συμφωνήσει ότι του άξιζε το πρώτο βραβείο και του χάρισα –με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια– έναν τόμο των Μικρών Εξερευνητών.
«Εγώ και η Αλέκα πού είμαστε τώρα;» τον ρώτησα.
«Πήγατε να πλύνετε τα χέρια σας. Να, έρχεστε!» φώναξε και φωτίστηκε η φάτσα του.
Κοίταξα προς τα κει που έδειχνε και είδα τον εαυτό μου στα δέκα να κατεβαίνει δύο δύο τα σκαλιά, μαζί με την ξαδέρφη μου. Πήγαμε κοντά στον Ντίνο, κάτι μουρμουρίσαμε κι έπειτα βγήκαμε και οι τρεις απ’ την αυλή.
Ήξερα πού πηγαίναμε. Μας παρακολούθησα μέχρι που χαθήκαμε πίσω απ’ το παλιό δημοτικό σχολείο που εδώ και χρόνια, αφού δεν υπάρχουν πια παιδιά στο χωριό, είναι κοινοτικό γραφείο. Ήξερα τι θα γινόταν στη συνέχεια. Θα βρίσκαμε σε μια μηλιά, κρεμασμένο σαν πελώριο ώριμο σταφύλι, ένα μελίσσι, και θα τρέχαμε ενθουσιασμένοι να το πούμε στον κυρ-Γιώργη, τον πρόεδρο του χωριού, που είχε τις κυψέλες του σ’ ένα χωράφι δίπλα στο σπίτι μας. Ο κυρ-Γιώργης, που το ένα μάτι του ήταν χαλασμένο και που, πίσω απ’ την πλάτη του, όλο το χωριό τον φώναζε Νταγιάν, ευχαριστημένος που δε θα ΄χανε το παραστρατημένο μελίσσι, θα μας έδινε ένα βάζο μέλι με μια κηρύθρα μέσα, κι εμείς θα το πηγαίναμε λάφυρο στο σπίτι.
Εκεί που θυμόμουν την κατσάδα που μας έριξε ο πατέρας μου γιατί πήγαμε πίσω απ’ το σχολείο χωρίς να ρωτήσουμε και κινδυνέψαμε να μας τσιμπήσουν τα φίδια και οι μέλισσες, να μας φάνε οι σκορπιοί και να μας αρπάξουν οι νεράιδες, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει.
Έτρεξα μες στο σπίτι και σήκωσα το ακουστικό. «Παρακαλώ;» είπα.
«Έλα, Γιάννα, η μαμά είμαι. Ήρθες;»
«Εμ... για να σου μιλάω, βρε μάνα! Πού είσαστε;» ρώτησα.
«Ήρθαμε να δούμε τη θεία την Όλγα». Η θεία η Όλγα, η μικρή αδερφή –ετών ενενήντα τριών– της γιαγιάς μου από τη μεριά της μάνας μου, μένει σ’ ένα κοντινό χωριό.
«Εντάξει, τα λέμε όταν έρθετε», είπα.
«Δε θ’ αργήσουμε, μην ανησυχείς».
«Δεν ανησυχώ. Έχω παρέα, έτσι κι αλλιώς».
«Ποιον;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Κάτι παλιούς φίλους», απάντησα.
«Δε μου ΄πες ότι θα φέρεις κόσμο, δεν έχω τίποτα να κεράσουμε τους ανθρώπους. Όλο τέτοια μου κάνεις!»
«Δε θέλουν κέρασμα, βρε μάνα, ησύχασε».
«Ε, πώς! Θα πάρω κάνα γλυκό από δω. Τι τους αρέσει;»
Δε θυμάσαι ότι στη γιαγιά άρεσαν οι κουραμπιέδες; Ξέχασες ότι ο Ντίνος όταν ήταν μικρός τρελαινόταν για τηγανητό ψωμί με ζάχαρη; ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα. Θα νόμιζε ότι με βάρεσε η ζέστη στο κεφάλι.
«Πάρε ό,τι να ΄ναι», είπα.
«Θα τους προλάβουμε; Πόσο θα κάτσουν;» με ρώτησε αγχωμένη.
Καλή ερώτηση. Έμεινα συλλογισμένη για λίγο.
«Όσο τους έχω ανάγκη, μάνα», απάντησα τελικά. «Όσο τους έχω ανάγκη».
***
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |