Κάθε φορά που εκείνος ήταν να κατέβει στην Αθήνα την έπιανε τρέλα, μέτραγε τα λεπτά. Στο τέλος, του τηλεφωνούσε στο κινητό, έκλειναν ραντεβού στον ένα ή στον άλλο επαρχιακό σταθμό, έπαιρνε το αμάξι κι έτρεχε μες στην άγρια νύχτα να τον βρει, μόνο και μόνο για να περάσουν μαζί λίγες ώρες παραπάνω. Δε λογάριαζε τίποτα. Μεγάλος έρωτας, σου λέω.
Εκείνη τη φορά έφτασε νωρίς. Ντάλα καλοκαίρι, έβραζε το σύμπαν απ΄ τη ζέστη. Κολλούσε ολόκληρη. Ο ιδρώτας κυλούσε ανάμεσα στα στήθη και τις ωμοπλάτες της. Ο αέρας μύριζε βαριά από την κοπριά, τις πικροδάφνες και τα νυχτολούλουδα. Δεν τον ανάσαινε, τον κατάπινε -τόσο πηχτός ήταν από την υγρασία.
Κωλότοπος! σκέφτηκε. Τι περιμένεις… Κάμπος.
Πήγε στο κυλικείο. Ο καφετζής λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα πίσω από τον πάγκο. Δυο τρεις άλλοι καθόντουσαν βαριεστημένοι στα τραπέζια. Κάθησε κι εκείνη να περιμένει.
Ο τύπος την πλησίασε όταν έβγαλε τσιγάρο. Για να της προσφέρει φωτιά, ξέρεις τώρα. Μελαχρινός, γεροδεμένος. Από κείνους τους λαϊκούς, τους δουλευταράδες, που ο λόγος τους είναι συμβόλαιο, και τα σχετικά. Όχι του γούστου της, βέβαια, ωραίος άντρας όμως.
Είπανε τα κλασικά. Πώς σε λένε, πού μένεις, τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα. Εκείνος ήταν νταλικέρης -τι άλλο;- και περίμενε ένα φορτίο κολόνιες απ΄ τη Θεσσαλονίκη.
"Θες να πάμε μια βόλτα;" της είπε κάποια στιγμή, στο άσχετο.
Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Τον έβαλε στο αμάξι και πήγαν παρακάτω. Ποιος άπλωσε πρώτος χέρι δεν ξέρω. Πέσανε ο ένας πάνω στον άλλο σα λυσσασμένα σκυλιά. Πόσο κράτησε; Πέντε; Δέκα λεπτά; Ούτε.
Είδε το τρένο να έρχεται. Καλά καλά δεν είχαν καταλαγιάσει οι σπασμοί της.
Μ΄ ένα τίναγμα του κορμιού της πέταξε από πάνω της τον άντρα.
"Το τρένο! Πάμε να φύγουμε!" τον πρόσταξε λαχανιασμένη.
Εκείνος, αποσβολωμένος, ίσα που πρόλαβε ν' ανεβάσει τα παντελόνια του.
Τον άδειασε καμιά πενηνταριά μέτρα απ' το σταθμό.
"Κατεβαίνω συχνά Αθήνα", της είπε, βγαίνοντας από το αμάξι. "Δώσ΄ μου το τηλέφωνό σου".
Τον κοίταξε λες και ήταν ανώμαλος. "Τι να το κάνεις;"
Έβαλε ταχύτητα και τσούλησε μέχρι το σταθμό. Τον είδε στον καθρέφτη να στέκεται σα χαμένος στη μέση του δρόμου.
Πλάκα μας κάνεις, ρε φίλε; σκέφτηκε.
Έπειτα έριξε μια ματιά στην είσοδο του σταθμού και τον ξέχασε τελείως. Ανάμεσα στους ταξιδιώτες που ξεχύνονταν από τις πόρτες ήταν κι ο δικός της.
Πετάχτηκε από το αμάξι κι έτρεξε καταπάνω του. Τον αγκάλιασε σφιχτά.
"Αγάπη μου…"
Έχωσε το πρόσωπό της στο λαιμό του κι ανάσανε βαθιά. Αναστέναξε. Η μυρωδιά του την τρέλαινε. Εκείνος τη φίλησε κι έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα της.
"Όχι εδώ, βρε μάτια μου… Δε γουστάρω να μας χαζεύει ο κάθε λιγούρης", του είπε.
Τον έπιασε από το χέρι, πήγαν στ΄ αμάξι κι έφυγαν.