Τα μακαρόνια λάσπωσαν (μέρος α΄)
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006"Πάει και τέλειωσε. Έχω μαλακομαγνήτη". Αυτό ήταν το αιώνιο παράπονο της Ζωής, που το συνόδευε με βαρύ αναστεναγμό, στωικό χαμήλωμα του βλέμματος και σούφρωμα των λεπτών χειλιών της -το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα κάτι που η μάνα της, πολύ παραστατικά, αποκαλούσε "κώλο της κότας".
"Μην κάνεις το στόμα σου σαν τον κώλο της κότας, Ζωζώκα μου", συμβούλευε η κυρία Αντιόπη κάθε φορά που έπιανε την κόρη της το παράπονο.
"Άσε με, ρε μάνα, και συ!" νευρίαζε η Ζωή. "Και μη με λες Ζωζώκα. Δεν είμαι πια πέντε χρονών!"
"Ό,τι πεις εσύ, Ζωζώκα μου. Εγώ δεν ξαναμιλάω", έλεγε καρτερικά η κυρία Αντιόπη, ρίχνοντας επιδέξια άλλο ένα κροσέ στα νεύρα του σπλάχνου της -από αγάπη όμως, όπως όλες οι μανούλες.
Στα σαράντα πέντε η Ζωή είχε στο ενεργητικό της δύο αποτυχημένους αρραβώνες, έναν αποτυχημένο γάμο, τρεις αποτυχημένους σοβαρούς δεσμούς, κι έναν αδιευκρίνιστο αριθμό από ερωτικές περιπέτειες, επίσης αποτυχημένες, που όμως ήταν επιπόλαιες οπότε δεν πιάνονται.
Ο φίλος της ο Θανάσης, που πήγε στην Αμερική να γίνει ψυχολόγος αλλά τελικά παράτησε τις σπουδές του κι επέστρεψε στην Ελλάδα για ν' αναλάβει την πατρική επιχείρηση Νεωτερισμοί-Οκαζιόν "Η Τουλίπα" -στις Τζιτζιφιές- προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν έφταιγε κάποιος σατανικός μαλακομαγνήτης αλλά η ίδια. Για λόγους τους οποίους μόνο η ψυχανάλυση μπορούσε να αποσαφηνίσει, υποστήριζε ο Θανάσης, η Ζωή επέλεγε ανισόρροπους.
"Καλά έκανες και προτίμησες ν' ασχοληθείς με το εμπόριο", του έλεγε εκείνη, που μικρή εκτίμηση έτρεφε για τις ψυχαναλυτικές ικανότητες του Θανάση. "Δεν τους επέλεγα, σου λέω, με επέλεγαν". Στη συνέχεια, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία της και φτάνοντας στο παρόν, του αράδιαζε μια σειρά από περιπτώσεις που, κατά τη γνώμη της, αποτελούσαν τρανή απόδειξη πως ο μαλακομαγνήτης όχι μόνο ήταν υπαρκτός, αλλά επιπλέον λειτουργούσε στο φουλ.
Πρώτος στη λίστα της ήταν ο Κανέλος, ένας μαθητής της πέμπτης δημοτικού. Όταν η Ζωή ήταν τριτάκι, προκειμένου να τη γοητεύσει, μετά το σχόλασμα την έπαιρνε στο κυνήγι μέχρι το σπίτι της, κραδαίνοντας στο χέρι μια βέργα πάνω στην οποία είχε καρφώσει κουραδάκια σκύλων -ένα εμπνευσμένο, σουρεαλιστικό σουβλάκι που, στην τρυφερή ηλικία των οχτώ ετών, εκείνη δεν μπόρεσε να εκτιμήσει.
Ακολουθούσε ο Φίλιππος, ένας συμμαθητής της στην τρίτη γυμνασίου, που της άφηνε στο θρανίο ραβασάκια γραμμένα στον Οδηγητή. Η Ζωή είχε κρατήσει μια αναμνηστική σελίδα και την έδειχνε στο Θανάση. Ανάμεσα σε καρδούλες, φύλλα ινδικής κάνναβης, κρυπτογραφικές μουντζούρες, κι έναν πύραυλο που εκτοξευόταν βγάζοντας φλόγες -και που, σύμφωνα με τον Θανάση, ήταν φαλλικό σύμβολο-, σχεδιασμένα όλα με κόκκινο στυλό, ήταν γραμμένο ένα ερωτικό ποίημα:
Είμαι μια σκουλικαντέρα 47 κιλών κρεμασμένη σ' ένα τσιγγέλι.
Δεσποινίς μου επιτρέπεται ν' αγγίξω τα βυζιά σας;
Δεσποινίς μου επιτρέπεται ν' αγγίξω τα βυζιά σας;
"Όχι μόνο ήταν μισή μερίδα, δεν ήξερε κι ορθογραφία", έλεγε χολοσκασμένη η Ζωή. Τελικά ο Φίλιππος είχε περάσει στη Θεολογική, και σήμερα ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά, γεγονός που διαόλιζε την πάντα παρούσα στις συζητήσεις της Ζωής με το φίλο της κυρία Αντιόπη.
"Ανορθόγραφος ξανορθόγραφος την έκανε τη δουλίτσα του", σχολίαζε. Κι όταν της έριχνε φαρμακερές ματιές η κόρη της πρόσθετε βιαστικά, "Καλά, Ζωζώκα μου, εγώ δεν ξαναμιλάω".
Μετά τον Φίλιππο σειρά είχε ο Γρηγόρης, μαθητής της τελευταίας τάξης του Λυκείου όταν η Ζωή πήγαινε στη δευτέρα. Λεχρίτης, μηχανόβιος, ραδιοπειρατής -ο Γρηγόρης αφιερώνει στη Ζωζώκα… Ζωζώκα… Ζωζώκα…-, θεωρούσε επαναστατική πράξη να αμολάει βροντερές πορδές όταν του απηύθυναν το λόγο οι καθηγητές του. Παραδόξως, το τελευταίο, και όχι όλα τα υπόλοιπα, είχε εντυπωσιάσει τη Ζωή. Όπως και να το κάνεις είναι ταλέντο -αν και παρεξηγημένο- να κλάνεις κατά βούληση. Ο Γρηγόρης λοιπόν επί ένα χρόνο της έκανε το βίο αβίωτο, απειλώντας ότι θα την κάνει ασήκωτη από το ξύλο αν δεν πήγαιναν μαζί για καφέ, αν δεν καθόταν στο θρανίο του, αν δεν τον συντρόφευε στις κοπάνες, αν τον κάρφωνε στο λυκειάρχη, αν, αν, αν… Ευτυχώς, μολονότι μέχρι τότε έμενε σταθερά από δυο χρόνια σε κάθε τάξη, στην τρίτη λυκείου οι καθηγητές βαρέθηκαν αυτόν και τις ομοβροντίες του και τον πέρασαν χατιρικά, γλιτώνοντας τη Ζωή από άλλους δώδεκα μήνες τρομοκρατίας.
Στο πανεπιστήμιο, τη Ζωή ερωτεύτηκε σφόδρα ο Μελέτης, γιος του κυρίου Βασίλη που είχε το καφενείο απέναντι από τη φοιτητική εστία. Τον απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι, όμως εκείνος κολλούσε με σελοτέιπ στην πόρτα του δωματίου της σημειώματα: "Γλυκιά μου, πέρασα με τυρόπιτες αλλά έλειπες", ή "Αγαπούλα, έφερα σουβλάκια αλλά δε σε βρήκα", ή "Ζωΐτσα, πέρνα από το καφενείο. Η μάνα μου έφτιαξε λουκουμάδες". Στο τέλος, ολόκληρη η σχολή θεωρούσε ότι η Ζωή πηδιόταν με το Μελέτη για να εξασφαλίζει τσάμπα φαγητό.
Ο κατάλογος των επίδοξων πυροβολημένων μνηστήρων ήταν μακρύς, όμως ο άσος στο μανίκι της Ζωής, το μεγάλο ατού στους διαξιφισμούς της με τον Θανάση ήταν ο Ξενοφών.
(συνεχίζεται)
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |