Sexual healing
Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007Τα βλέφαρά μου άνοιξαν απότομα, όπως του βρικόλακα τη στιγμή που τον περιεργάζεται στο φέρετρό του το ανυποψίαστο κολατσιό του. Μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου στο ρολόι του κομοδίνου και να διαπιστώσω ότι ήταν τρεις και τριάντα εφτά το πρωί, ο γδούπος που με ξύπνησε πολλαπλασιάστηκε, αποκτώντας έναν ολοένα πιο φρενήρη ρυθμό. Γυναικεία βογκητά διάνθισαν το ηχητικό σκηνικό.
Α, οκ, σκέφτηκα. Η διπλανή πηδιέται. Πάλι.
«Αααααχ! Ωωωωωωχ! Αααααααααχ, μάνα μουυυυ!» ήρθε η επιβεβαίωση.
Κοίταξα ξανά το ρολόι. Ο οργασμός επιτεύχθηκε στις 3.39 π.μ. ακριβώς.
Το κεφαλάρι του κρεβατιού της –που ακουμπάει, νοερά, στο κεφαλάρι του δικού μου κρεβατιού– συνέχισε να χτυπιέται πάνω στον τοίχο. Προφανώς ο καψωμένος παρτενέρ της καυλιάρας γειτόνισσας διεκδικούσε τη δική του θέση στον ήλιο. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, το γκάπα-γκούπα σταμάτησε. Θρίαμβος και για το μουγκό εραστή!
Αν ήξερα καλά τη διπλανή εντός ολίγου θα άρχιζε δεύτερος γύρος. Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθήσω να ξανακοιμηθώ. Άναψα το πορτατίφ και πήρα από το κομοδίνο την Ιστορία της φαλάκρας μου –όχι της δικής μου, του Μάρεκ βαν ντερ Γιαχτ. Καθώς βολευόμουν στα τέσσερα μαξιλάρια μου, στο μυαλό μου ήρθε ο Νίκος Καλογερόπουλος, στη Θηλυκή Εταιρία, να παραπονιέται με αγανάκτηση «έβρι μπόντι ιν δις τάουν φακς εξέπτ του μι». Αγνόησα τον ενοχλητικό συνειρμό κι άρχισα να διαβάζω:
[...Την κοίταξα στα μάτια και χαμογέλασα, κι εκείνη κάρφωσε τα μάτια της στον καβάλο μου, παρέα με τη Μιλένα.«Ο αιγυπτιακός πολιτισμός», είπα, «είναι ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς του κόσμου, και η Αίγυπτος δεν είναι μακριά από την Αλγερία».
«Δεν μεγαλώνει άλλο;» ρώτησε η Αντρέα.
Κοίταξα προς τα κάτω.
«Όχι», είπα, «μεγαλύτερο απ’ αυτό δεν γίνεται, έτσι είναι όσο πιο μεγάλο μπορεί να γίνει».
…..
Η Αντρέα καθόταν στις φτέρνες της, γονατισμένη μπροστά στον καβάλο μου.
Έδειχνε να μη γνωρίζει ντροπή. Όπως η μαμά…
…..
«Έχεις το πέος ενός νάνου», είπε η Αντρέα.
…..
«Δεν θέλουμε να σε προσβάλουμε», είπε η Μιλένα. «Αλλά εδώ μιλάμε για σκατά».
«Το κάνεις επίτηδες, έτσι;» είπε η Αντρέα. «Μπορεί άνετα να μεγαλώσει, έτσι; Το κάνεις επίτηδες».
«Όχι, στ’ αλήθεια όχι», είπα, «σόρι, πιο μεγάλο απ’ αυτό δεν τον έχω δει ποτέ».
«Γαμώ το κέρατό μου», τσίριξε η Μιλένα, «δεν μπορείς να μ’ αφήσεις έτσι, πάντα το ίδιο γίνεται, εγώ παίρνω τα Β΄ διαλογής, δεν παίζω άλλο.»]
«Δεν μεγαλώνει άλλο;» ρώτησε η Αντρέα.
Κοίταξα προς τα κάτω.
«Όχι», είπα, «μεγαλύτερο απ’ αυτό δεν γίνεται, έτσι είναι όσο πιο μεγάλο μπορεί να γίνει».
…..
Η Αντρέα καθόταν στις φτέρνες της, γονατισμένη μπροστά στον καβάλο μου.
Έδειχνε να μη γνωρίζει ντροπή. Όπως η μαμά…
…..
«Έχεις το πέος ενός νάνου», είπε η Αντρέα.
…..
«Δεν θέλουμε να σε προσβάλουμε», είπε η Μιλένα. «Αλλά εδώ μιλάμε για σκατά».
«Το κάνεις επίτηδες, έτσι;» είπε η Αντρέα. «Μπορεί άνετα να μεγαλώσει, έτσι; Το κάνεις επίτηδες».
«Όχι, στ’ αλήθεια όχι», είπα, «σόρι, πιο μεγάλο απ’ αυτό δεν τον έχω δει ποτέ».
«Γαμώ το κέρατό μου», τσίριξε η Μιλένα, «δεν μπορείς να μ’ αφήσεις έτσι, πάντα το ίδιο γίνεται, εγώ παίρνω τα Β΄ διαλογής, δεν παίζω άλλο.»]
Α, ρε Μιλένα, πού πας και τους βρίσκεις; σκέφτηκα. Έλα να μάθεις το μυστικό της επιτυχίας από τη γειτόνισσά μου. Η οποία –όσο εγώ ασχολιόμουν με το «ψαροκόκαλο στο μέγεθος ενός δαχτύλου του ποδιού» που βρισκόταν ανάμεσα στα σκέλια του Μάρεκ–, όπως φαινόταν, είχε φροντίσει να αναστήσει την παλαμίδα του εραστή της, γιατί το κεφαλάρι του κρεβατιού είχε ξαναπιάσει δουλειά –πιο ράθυμα τώρα, είναι η αλήθεια, λες και ο αθέατος εραστής ήθελε να το ροντάρει προτού το σανιδώσει.
Συνέχισα να διαβάζω και, επαληθεύοντας τις προσδοκίες μου, στις 4.51 π.μ. οι εκστατικές κραυγές της διπλανής ακούστηκαν άλλη μια φορά. Επιτέλους θα κοιμόμουν. Σωστό; Λάθος! Η πεταλούδα που είχε χτυπήσει τα φτερά της στην Κίνα (ή μήπως ήταν στην Ιαπωνία; Ποτέ δεν τα πήγα καλά με τη θεωρία του χάους), προκαλώντας τους μεταμεσονύχτιους οργασμούς της διπλανής, είχε πυροδοτήσει μια αλληλουχία γεγονότων πιο πολύπλοκη απ’ αυτή που φανταζόμουν. Ακριβώς τη στιγμή που η γειτόνισσα άρχισε να κραυγάζει «Αααααχ, ιιιιιιιιιχ, χύνωωωωω!», κάτω από το σπίτι άρχισε να βαράει ένας συναγερμός αυτοκινήτου (είχα ακούσει πως μερικοί άνθρωποι βγάζουν κορόνες που ραγίζουν κρύσταλλα, όμως αυτό παραπήγαινε). Αμέσως οι δύο ψυχονευρωτικοί σκύλοι Δαλματίας από τη μεζονέτα τής απέναντι πολυκατοικίας, που όταν ακούνε σειρήνες περιπολικών, συναγερμούς και έντονους διαπληκτισμούς καταλαμβάνονται από αμόκ, επιδόθηκαν σ’ ένα άνευ προηγουμένου θρηνητικό αλύχτισμα, σηκώνοντας όχι μόνο τις τρίχες μου, αλλά και τα ξύλινα ρολά ενός διαμερίσματος.
«Βγάλτε το σκασμό, κοπρίτες, ε κοπρίτες!» έσκουξε κάποιος αγουροξυπνημένος γείτονας.
Ακούστηκαν πνιχτοί σκυλίσιοι λυγμοί και τα ζωντανά το βούλωσαν.
Σε άλλες εποχές, υπό αυτές τις συνθήκες, θα συμμετείχα στο ξεφάντωμα των διπλανών εντρυφώντας στην, κατά Μαρκ Τουέιν, επιστήμη του αυνανισμού.
Τώρα απλώς άφησα το βιβλίο μου στο κομοδίνο, έσβησα το φως, βολεύτηκα κάτω απ΄ τα σκεπάσματα και έκλεισα τα μάτια μου.
Μάλλον γερνάω...
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |