Η Αμαλία Κανονάκη, του Σωτήρη και της Ευανθίας –χονδρέμπορου και μοδίστρας αντίστοιχα–, ήταν παιδί διαβαστερό, σε αντίθεση με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδερφό της, το Σωκράτη, που όταν έβλεπε βιβλίο αριστερά τρεπόταν σε άτακτη φυγή προς τα δεξιά. Στο σπίτι τους δεν υπήρχε τεράστιο απόθεμα βιβλίων, όμως ό,τι βρισκόταν στη μικρή ξύλινη βιβλιοθήκη του χολ, η Αμαλία το είχε ξεκοκαλίσει: την Ελληνική και Παγκόσμια Λαογραφία και Γεωγραφία των εκδόσεων Γιοβάνη, τους πέντε τόμους της εικονογραφημένης παιδικής και σχολικής εγκυκλοπαίδειας
Ο Σύμβουλος των Νέων, την Αγία Γραφή, τα Άπαντα του Σουρή, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη (αυτά με τη βοήθεια του μπαμπά της γιατί είχαν υπερβολικά πολλές άγνωστες λέξεις), και τα Άπαντα του Δημήτρη Ψαθά.
Μάλιστα, ο κύριος Σωτήρης, που ήταν μέγας θαυμαστής του Σουρή, είχε υποχρεώσει την Αμαλία να αποστηθίσει τα έργα του, και κάθε που έφτανε η γιορτή του Σωτήρος, αφού πρώτα την έντυναν σαν τούρτα –όπως έλεγε ο ζηλιαρόγατος Σωκράτης– στα άσπρα ή τα ροζ, με τεράστιους φιόγκους και φραμπαλάδες, και της περνούσαν το μεγάλο χρυσό βαφτιστικό σταυρό της στο λαιμό, στη συνέχεια την έστηναν στη μέση του σαλονιού για να δώσει παράσταση. Και η Αμαλία, που από τη μια σιχαινόταν να αποτελεί ατραξιόν σαν τη γυναίκα με τα μούσια στο τσίρκο, από την άλλη όμως ήταν πνεύμα πρακτικό, ακουμπούσε τις γροθιές της στους παιδικούς γοφούς της, πρότεινε το δεξί πόδι με τη μύτη του καλογυαλισμένου μαύρου παπουτσιού της στραμμένη στο πλάι, σήκωνε το βλέμμα της στον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρυσταλλάκια που λαμποκοπούσαν, κι άρχιζε το ουάν γούμαν’ς σόου. Το σουξέ της ήταν η μονόπρακτη κωμωδία Άλλ’ αντ’ άλλων, όπου έπαιζε όλους τους ρόλους: το μπακάλη Κολοκάβουρα και τον έφορο Σουφρίδη, τον πεθερό Μανέστρα και τη Χρυσή, τη Φωτεινή και τους Μενιδιάτες αγρότες.
Οι μπαρμπάδες χειροκροτούσαν με συγκρατημένο ενθουσιασμό, οι θειάδες έβγαζαν τσιρίδες θαυμασμού, τα ξαδέρφια κι ο Σωκράτης υπέφεραν σιωπηλά από ζήλια, ο κύριος Σωτήρης σκούπιζε ένα αδιόρατο δάκρυ περηφάνιας, η κυρία Ευανθία δεχόταν συγχαρητήρια και κερνούσε καριόκες, και η Αμαλία αναρωτιόταν πόσα εικοσάρικα και πενηντάρικα θα τσέπωνε από το νούμερό της. Και τσέπωνε κάμποσα γιατί στο Κανονακέικο άρεσαν τα θεάματα και την ασημώνανε αδρά, μέχρι που πάτησε τα έντεκα και, προς μεγάλη απογοήτευση του μπαμπά της, βαρέθηκε να παριστάνει την ασώματον κεφαλήν, έστω και με αμοιβή.
Περίπου τον καιρό που το σόι στερήθηκε τη θεατρική βραδιά της ονομαστικής εορτής του κυρίου Σωτήρη, οι αναγνωστικές ανησυχίες της Αμαλίας μεγάλωσαν. Καλή και άγια η Παγκόσμια Λαογραφία και Γεωγραφία –που ήταν η αγαπημένη εγκυκλοπαίδεια του μπαμπά–, αλλά πόσες φορές πια να διαβάσει κανείς ότι «σήμερον η πειρατεία και το κυνήγι των κεφαλών έχουν σημαντικώς περιορισθή και οι Νταγιάκ του Σαραβάκ περιορίζονται στην αγοραπωλησίαν των κρανίων, που εξακολουθούν να αποτελούν την πολυτιμοτέραν διακόσμησιν κάθε νοικοκυριού Νταγιάκ»; Το πολύ το κύριε-έλεησον το βαριέται κι ο παπάς.
Έτσι, η Αμαλία έβαλε πλώρη για τα βιβλία της μαμάς της, τα οποία η κυρία Ευανθία φύλαγε σε μια κομψή ραφιέρα στο άδυτο του σπιτιού, δηλαδή τη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Ζήτησε λοιπόν η Αμαλία να της επιτρέψει να τα διαβάσει, κι εκείνη της υποσχέθηκε ότι θα συζητούσε το θέμα με τον πατέρα της.
«Αυτά δεν είναι κατάλληλα βιβλία για την Αμαλία. Ας ξαναδιαβάσει την παγκόσμια γεωγραφία», είπε ο κύριος Σωτήρης όταν του ανακοίνωσε η γυναίκα του την επιθυμία της κόρης τους.
«Ωχ, καημένε Σωτήρη! Λύσσαξες πια με την παγκόσμια γεωγραφία», αγανάκτησε η κυρία Ευανθία, που ήταν γυναίκα σοβαρή και καθωσπρέπει, και τη σκανδάλιζε η ενασχόληση της Αμαλίας με τους λογής λογής ξεβράκωτους κανίβαλους αυτού του κόσμου. «Κορίτσι είναι, ας διαβάσει και κανένα βιβλίο της προκοπής».
«Άσε μας, βρε Ανθούλα, μην αρχίσω τώρα! Τι θες; Να αποβλακωθεί το παιδί με τα άνοστα και άχρηστα μυθιστορήματα που κάθεσαι και διαβάζεις εσύ;» είπε ο κύριος Σωτήρης. Ηλίου φαεινότερον πως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το αναγνωστικό κριτήριο της συζύγου του.
«Τα βιβλία μου είναι άνοστα και άχρηστα μυθιστορήματα, ενώ να βλέπει η κόρη σου στην εγκυκλοπαίδεια τις αηδιαστικές γαϊδουρίσιες μαλαπέρδες των σκυλαραπάδων ανθρωποφάγων και τις καλαμοβύζες γυναίκες τους είναι χρήσιμο και ηθικοπλαστικό, έτσι;» ξεσπάθωσε η κυρία Ευανθία, ζεματισμένη από το δηκτικό σχόλιο του άντρα της.
Ο κύριος Σωτήρης δε βρήκε το κουράγιο να υποστηρίξει τη γνώμη του, να της πει ότι η εγκυκλοπαίδεια ήταν γραμμένη από έγκριτους επιστήμονες και πως οι φωτογραφίες των σκυλαραπάδων τουλάχιστον είχαν ανθρωπογεωγραφικό ενδιαφέρον, ενώ τα δικά της βιβλία ήταν αποκυήματα της φαντασίας του κάθε ακοινώνητου και, συνήθως, ανέραστου γραφιά. Βλέποντας τη γυναίκα του να στέλνει στο γερο-διάολο με τόση ευκολία τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαρότητά της, κατάλαβε πως, όπως συνέβαινε συχνά στους διαξιφισμούς τους, η ήττα του ήταν βέβαιη. Πρόβαλε λοιπόν ένα χλιαρό βέτο, θέλοντας να διασώσει, όσο ήταν δυνατόν, την αξιοπρέπειά του ως κεφαλής του σπιτιού.
«Πολύ καλά, θα σου κάνω το χατίρι», της είπε μεγαλόψυχα. «Ας τα διαβάσει τα περίφημα βιβλία σου. Σου απαγορεύω όμως να της δώσεις την Πάπισσα Ιωάννα και τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι». Δε θέλω να πιάσει η Αμαλία στα χέρια της αυτά τα πορνογραφήματα!» κατακεραύνωσε με ύφος αυστηρό και τελεσίδικο τη γυναίκα του, παίρνοντας την εκδίκησή του.
Η κυρία Ευανθία, ουδόλως εντυπωσιασμένη από τους λεονταρισμούς του κυρίου Σωτήρη, του γύρισε με αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια τα οπίσθια και πήγε να ανακοινώσει στην Αμαλία το πόρισμα των γονεϊκών διαβουλεύσεων.
Η Αμαλία πέταξε στα ουράνια από τη χαρά της. Η απαγόρευση του μπαμπά της δεν την απασχόλησε καθόλου. Σιγά μη σκοτιζόταν για δυο ψωροβιβλία, αφού η μαμά της, φύση ευαίσθητη και ονειροπόλα, είχε ένα φόρτωμα από εκείνα τα αναγνώσματα που μιλάνε απευθείας στην τρυφερή γυναικεία καρδιά: να τα Ανεμοδαρμένα ύψη, να το Όσα παίρνει ο άνεμος, να η Τζέιν Έιρ, να η Κυρία με τις καμέλιες, να η Άννα Καρένινα, να η Ρεβέκα, να, να, και πάλι να. Η Αμαλία σάλπαρε στους ωκεανούς της ρομαντικής παγκόσμιας λογοτεχνίας και ακόμα θα θαλασσόδερνε με το πλοίο της Αγάπης αν οι συγκυρίες δεν άλλαζαν τη ρότα της.
Την ίδια εποχή που θλιβόταν και βούρκωνε με τα βάσανα των χτυπημένων από τη μοίρα ηρωίδων των βιβλίων της κυρίας Ευανθίας, άρχισε να της συμβαίνει κάτι ανεξήγητο -κάτι τρομακτικό, αλλά συνάμα συγκλονιστικά ωραίο. Κάθε τόσο, αργά τη νύχτα συνήθως, κι ενώ είχε πέσει στο κρεβάτι της για ύπνο, την έπιανε ανησυχία, το πρόσωπό της φούντωνε και έκαιγε, κι ένα παράξενο, πολύ παράξενο λίγωμα ανάμεσα στα πόδια τη βασάνιζε. Και τότε, χωρίς να ξέρει γιατί, από ένστικτο και μόνο, άρχιζε να στριφογυρίζει και να τρίβεται πάνω στο στρώμα όπως έκαναν νιαουρίζοντας παραπονιάρικα καμιά φορά οι αδέσποτες γάτες στον κήπο, που τις άκουγε ο μπαμπάς κι έλεγε τσαντισμένος στη μαμά της, «Πάλι σέρνουν τα κωλόγατα, μας πήρανε τ’ αφτιά! Βρέξ’ τα με το λάστιχο!».
Η Αμαλία δεν καταλάβαινε τι σέρνανε οι γάτες αφού ποτέ δεν είδε το παραμικρό δεμένο στις ουρές τους, αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Εκείνο που είχε σημασία ήταν πως, αν πάσχιζε αρκετά πάνω στο κρεβάτι, καβαλώντας το μαξιλάρι ή τα σκεπάσματά της και σφίγγοντάς τα με τους λιπόσαρκους μηρούς της, κάτι πίσω από τον αφαλό της έπεφτε σαν παραγινωμένο ροδάκινο από το κλαδί του κι έσκαγε με δύναμη χαμηλά στην κοιλιά της, προκαλώντας της ένα γλυκό συναίσθημα που αδυνατούσε να περιγράψει. Όχι ότι την ενοχλούσε η αδυναμία της να ντύσει με λέξεις αυτό το συναίσθημα. Άλλωστε σε ποιον να μιλούσε; Στον ηλίθιο το Σωκράτη που ασχολιόταν όλη τη μέρα με το ποδήλατό του, ή στους γονείς της που σίγουρα θα την κατσάδιαζαν, αφού τόσες και τόσες φορές είχαν τονίσει σ’ εκείνη και τον αδερφό της ότι δεν πειράζουμε ποτέ αυτό που έχουμε μέσα στο βρακί μας γιατί θα μας κόψει ο καλός Θεούλης το χέρι από τη ρίζα; Φυσικά, ο ισχυρισμός της μαμάς και του μπαμπά της ήταν μια μπούρδα και μισή. Το χέρι της Αμαλίας, από περιέργεια, είχε ξεστρατίσει αρκετές φορές εκεί κάτω, και να που δεν ήταν κουλή. Άρα; Συνέχισε λοιπόν απτόητη τις περιοδικές μεταμεσονύχτιες περιστροφές γύρω από τον άξονά της, ελπίζοντας πως θα ερχόταν η ώρα που θα αποκρυπτογραφούσε το μυστήριό τους.
Στο μεταξύ, το απόθεμα των μυθιστορημάτων της κυρίας Ευανθίας άρχισε να φθίνει και τελικά –λίγες βδομάδες πριν από τον Ιούλιο που η Αμαλία έκανε τις θαυμαστές ανακαλύψεις– σώθηκε. Τότε η Αμαλία θυμήθηκε τα δύο απαγορευμένα φρούτα στη ραφιέρα της μαμάς της κι άρχισε να γυροφέρνει την κρεβατοκάμαρα των γονιών της όπως ο λύκος το θήραμά του. Η κατά μέτωπον επίθεση αποκλειόταν. Αν η κυρία Ευανθία έπαιρνε χαμπάρι το ενδιαφέρον της κόρης για τα δύο μυθιστορήματα, η λαίδη Τσάτερλι και η πάπισσα Ιωάννα θα καταχωνιάζονταν άπαξ διά παντός σε κάποιο κλειδωμένο συρτάρι. Και η Αμαλία, που τώρα πια ήταν σίγουρη ότι τα συγκεκριμένα βιβλία έκρυβαν κάποιο μεγάλο μυστικό κατάλληλο μόνο για ενήλικους –αλλιώς γιατί τα είχε απαγορεύσει ο μπαμπάς; - θα έχανε οριστικά την ευκαιρία να το αποκαλύψει.
(συνεχίζεται)