Μπήκε αγουροξυπνημένος στην κουζίνα και είδε μια μαυροφορεμένη γριά να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στη τζαμαρία, κόντρα στο δυνατό φως του ήλιου.
Η Βασιλική…
Όχι, γαμώ την τρέλα μου, σκέφτηκε. Στον ύπνο της μας είδε και κουβαλήθηκε πρωί πρωί;
Η Βασιλική ήταν χήρα, άτεκνη, κι όπως όλοι οι μαγκούφηδες είχε ανάγκη από κουβέντα. Όποτε τον πετύχαινε πουθενά τον λίγωνε στην πολυλογία. Τη λυπόταν, αλλά η βαρεμάρα του ξεπερνούσε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Έτσι, κάθε φορά που ο Τάσος κατέβαινε στο χωριό να επισκεφτεί τους γέρους του, άλλαζε σοκάκι όταν την έβλεπε. Όμως η γριά ήταν πονηρή αλεπού. Κάπου κάπου, με πρόφαση ότι έφερνε δυο αβγά, λίγο κατσικίσιο γάλα, ή ένα πιάτο χωριάτικη κοτόσουπα για “το παιδί”, δηλαδή την αφεντιά του, ένα μαντράχαλο τριάντα δύο χρονών, ερχόταν στο σπίτι των γονιών του για αρμένικες βίζιτες.
“Καλημέρα, θεια”, της είπε. Εδώ όλες τις γριές τις αποκαλούσαν θειάδες και τους γέρους μπαρμπάδες, είχαν δεν είχαν συγγένεια μαζί τους. “Τι κάνεις;”
“Τι να κάνω, παιδάκι μου. Πέθανε ο αδερφός μου”, είπε η γυναίκα με φωνή που μόλις ακούστηκε, και σκούπισε τα μάτια της με μια χαρτοπετσέτα.
Του ήρθε απότομο. Μετά θυμήθηκε το ξεθωριασμένο κηδειόχαρτο που είχε πάρει το μάτι του κολλημένο στον πλάτανο της πλατείας. Δεν είχε δώσει σημασία. Κάθε τόσο κάποιο σάψαλο από τα πολλά του χωριού τα τίναζε και γινόταν είδηση για μερικές μέρες.
Τι λέγανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Συλλυπητήρια; Του φαινόταν τελείως τυπικό. Ψεύτικο. Να ζήσεις να τον θυμάσαι, θεια; Χειρότερο. Θα ήταν σαν να την κορόιδευε. Η γριά κόντευε τα ενενήντα, πόσο θα ζούσε ακόμα; Προτίμησε να μην πει τίποτα.
“Πότε πέθανε, θεια; Πώς;” τη ρώτησε από ευγένεια.
“Πάνε τέσσερις μήνες. Για μια εγχείρηση στη χολή ανέβηκε στην Αθήνα και το ξεκάνανε το παλικάρι μου”.
Αν δεν ήταν τραγικό για τη Βασιλική, ο Τάσος θα έβαζε τα γέλια. Παλικάρι ο μπάρμπα-Θανάσης των ογδονταβάλε Μαΐων!
“Με πήρε τηλέφωνο προτού εγχειριστεί. Όταν γιάνω θα κατέβω στο χωριό να σε δω, μου είπε. Δεν πρόλαβα να τον δω ζωντανό τον αδερφό μου. Τον έκλαψα με πικρά δάκρυα. Γιατί δεν πήρε εμένα ο Θεός;” μονολόγησε η Βασιλική.
Γιατί δεν υπάρχει Θεός, θεια, να γιατί. Ναι, ρε μαλάκα, σκέφτηκε. Βρήκες την ώρα για φιλοσοφία. Πες κάτι, κόπανε, πονάει η γυναίκα.
“Μην τα συλλογίζεσαι αυτά τώρα, θεια. Ούτε εσένα ωφελούν, ούτε την ψυχή του αδερφού σου”. Μπράβο, Τασούλη. Άξιος.
“Νομίζεις θέλω να τα συλλογίζομαι, μάτια μου; Μόνα τους έρχονται εκεί που κάθομαι. Από τότε που ήρθα νύφη σε τούτο το χωριό, εξήντα πέντε χρόνια δεν έβγαλα τα μαύρα. Πρώτα η μάνα μου. Χύθηκε αίμα στο μυαλό της είπανε οι γιατροί. Εγκεφαλικό. Έπειτα ο πατέρας μου. Ο πεθερός μου, η πεθερά μου. Ο Βασίλης μου, το παιδάκι μου. Μετά ο άντρας μου. Δεν άντεξε που χάσαμε το αγόρι. Και ύστερα…”
Η γριά συνέχισε να απαριθμεί τους πεθαμένους της, αλλά ο Τάσος έπαψε να την ακούει. Τι πακέτο κι αυτό πρωινιάτικα!
Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει με τη μηχανή στο κεφαλοχώρι απέναντι να βρει ένα παλιό φιλαράκι του, το Σταύρο. Τα είπανε, ήπιανε κάνα δυο τρίφυλλα και μετά… Μετά γυρίσανε τα κωλόμπαρα της περιοχής για σύσφιξη διακρατικών σχέσεων με τις γκομενάρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ούτε που θυμόταν πώς βρήκε το δρόμο για το σπίτι του. Στο κεφάλι του επικρατούσε ακόμα γλυκιά θολούρα. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα καφεδάκι από τα χέρια της μάνας του, όχι τη νεκρολογία της Βασιλικής. Αλήθεια, πού ήταν η μάνα του να τον γλιτώσει; Έτσι κι αλλιώς, εκείνος ήταν ανίκανος να παρηγορήσει τη γριά. Η κυρά-Δέσποινα όμως θα έβρισκε τα κατάλληλα λόγια.
“Τώρα είναι αλλιώς ο κόσμος. Δεν φοράνε μαύρα, δεν τους νοιάζει. Όμως εγώ δεν μπορώ. Δεν είναι ωραίο. Τους νεκρούς πρέπει να τους πενθείς, αλλιώς είναι σαν να τους ξεγράφεις”. Η Βασιλική έμεινε σαν χαμένη για λίγο. “Ούτε στον ύπνο μου δεν είδα το Θανάση, θα το θυμόμουν. Οι άλλοι ήρθαν στα όνειρά μου όταν πεθάνανε. Αυτός γιατί δεν ήρθε;”
“Καλύτερα που δεν τον είδες, γιατί...” Γιατί; Εδώ σε θέλω, εξυπνάκια. “Δεν έχεις ακούσει τι λένε, θεια; Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους”. Μπράβο, μεγάλε! Πες και κάνα τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα είναι, να το στολίσεις λίγο ακόμα.
“Τότε καλύτερα ο άλλος κόσμος για μένα, Τάσο μου. Κανείς δε με υπολογίζει. Μιλάω και μου γυρίζουν την πλάτη. Ο αδερφός μου ήταν το στήριγμά μου. Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο”. Η γριά αναστέναξε. “Τι σε σκοτίζω τόση ώρα με τα δικά μου βάσανα; Για άλλο ήρθα. Άκουσα για το δυστύχημα και είπα να περάσω να σας δω”.
Ποιο δυστύχημα; Όλο ευχάριστα νέα ήταν σήμερα η Βασιλική.
“Ποιο…”
“Δεν προσέχετε και σεις τα νιάτα, αγόρι μου. Τρέχετε, όλο τρέχετε σαν να σας κυνηγάει ο εξαποδός. Δε σκεφτόσαστε τις μανάδες και τους πατεράδες σας; Πώς θα ζήσουνε τώρα οι έρμοι γονείς;”
Είχε σκοτωθεί κανείς; Τι έλεγε πάλι η μουρλόγρια;
“Θεια…”
“Υπάρχει χειρότερο από το να χάνεις παιδί; Εγώ ξέρω”, είπε εκείνη και σκούπισε ξανά τα μάτια της. Η κόκκινη καρό χαρτοπετσέτα είχε γίνει φιτιλάκι στα χέρια της.
-Πάλι τις φτηνιάρικες πήρες, ρε μάνα; Πάω να σκουπιστώ με δαύτες και λιώνουν!
-Λίγη οικονομία δε βλάφτει, κύριε Ωνάση.
Ο Τάσος χαμογέλασε άθελά του. Αυτές οι χαρτοπετσέτες ήταν μόνιμη αιτία τρυφερών καβγάδων με τη μάνα του.
Άκουσε την εξώπορτα της κουζίνας ν’ ανοίγει. Πάνω στην ώρα. Ακόμα λίγο να έμενε μόνος με τη Βασιλική θα σάλταρε. Γύρισε να δει. Ο πατέρας του, με μάτια κοκκινισμένα και θολά, βαστούσε τη μάνα του που έκλαιγε και φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί στα πόδια της. Την πήγε μέχρι το τραπέζι της κουζίνας και τη βοήθησε να καθήσει. Έπειτα έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα δίπλα της και στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του. Κανείς από τους δύο δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη Βασιλική. Ο Τάσος, εμβρόντητος, έτρεξε στη μάνα του, έσκυψε από πάνω της και της έπιασε το χέρι.
“Τι έγινε, μανούλα μου, τι συμβαίνει;” τη ρώτησε με αγωνία.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της με κόπο και κοίταξε τον άντρα της. “Πάει το παιδί μας, Γιώργο. Πάει ο Τάσος μας…> ψέλλισε.
Ο πατέρας του Τάσου κοίταξε πέρα απ’ τη Βασιλική, στον κήπο, λες και η γριά ήταν αόρατη. “Ανάθεμα την ώρα”, είπε βράχνα. “Ανάθεμα την ώρα που πήγε κι αγόρασε την πουτάνα τη μηχανή”.
Ο Τάσος ένιωσε το αίμα να στραγγίζει απότομα από το κεφάλι του, όπως όταν ονειρευόταν πως έπεφτε κι όλο έπεφτε από ψηλά. Η επιδερμίδα του μυρμήγκιασε και οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν όρθιες.
Στράφηκε στη Βασιλική.
Όταν μου είπαν ότι έφυγε, πόνεσα τόσο πολύ που μου φάνηκε ότι σκίστηκε η καρδιά μου και έμεινα στον τόπο.
Η γριά δεν έκλαιγε πια. Μόνο τον κοίταζε με τη λαχτάρα και τη χαρά απόβλητης που επιτέλους βρήκε σ’ αυτό το μοναχικό και αδιάφορο κόσμο μια ψυχή πρόθυμη να την ακούσει.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, σκέφτηκε ο Τάσος, μουδιασμένος.