Στις τρεις το απόγευμα
Σάββατο, Ιουνίου 28, 2008Οι ζεστές μέρες του καλοκαιριού, στο μυαλό μου, είναι συνδυασμένες με μια παιδική ανάμνηση: εγώ κι ο αδερφός μου να κυνηγάμε ακρίδες για να δολώσουμε τα αγκίστρια μας και να πιάσουμε ποταμόψαρα, τα οποία βαφτίζαμε σαρδέλες γιατί ο παππούς μας σιχαινόταν τα ψάρια του γλυκού νερού και κάπως έπρεπε να τον πείσουμε να τα φάει.
Θυμάμαι μια μέρα του Αυγούστου, τόσο καυτή ώστε το σκυλί μας είχε ξαπλώσει σε ένα άβαθο κομμάτι του ποταμού, αφήνοντας έξω από τα νερά μόνο το κεφάλι του. Περίμενα υπομονετικά, προσηλωμένη στην πετονιά μου, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και να στάζει από το πιγούνι μου, ενώ γύρω μου πετούσαν γαλαζωπές λιβελούλες. Μια μεγάλη νεροχελώνα κολυμπούσε βαριεστημένη βγάζοντας τρίλιες, ενώ ο αδερφός μου -που μικρότερος καθώς ήταν έπληττε πιο εύκολα- έτρεχε πίσω από τις καφεκόκκινες ακρίδες μόνο και μόνο για να τις τρομάξει, σηκώνοντας μπουχό από χώμα ψιλό σαν πούδρα. Στο λεξικό μέσα στο κεφάλι μου, αυτή είναι η εικόνα δίπλα στο λήμμα "ευτυχία".
Το ποταμάκι δεν υπάρχει πια, αποξηράνθηκε και μετατράπηκε σε καλλιεργήσιμη έκταση, ο παππούς μου έχει πεθάνει από καιρό, ο αδερφός μου κι εγώ έχουμε να ψαρέψουμε έναν αιώνα. Αυτά σκεφτόμουν σήμερα, καθώς επέστρεφα φορτωμένη από το σούπερ μάρκετ, με τον ήλιο να με σφυροκοπάει, και τη λάβρα να ξεχύνεται κατά κύματα από την άσφαλτο και τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων. "Η ευτυχία είναι πλέον άπιαστο όνειρο", κατέληξα. Εκείνη τη στιγμή η μάινα από το μπαλκόνι του γείτονα φώναξε δυνατά "Γέλα, μικρό μου, γέλα".
Και γέλασα.
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |