Hellhound on my tail - Μέρος Γ'
Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2006
Μέρος Α΄
Mέρος Β΄
Όρθια, με τα χέρια στα πλευρά και τα πόδια ελαφρώς σε διάσταση, κοίταζα τον Φιντέλ. Στεκόταν απέναντί μου, δυο τρία μέτρα πιο πέρα, με το στέρνο προτεταμένο, την ψάθινη παντόφλα στο στόμα, και με κάρφωνε. Εκείνος ήταν ο Κλιντ Ίστγουντ, εγώ ο Λη Βαν Κλιφ, κι όλοι ξέρουμε ποιος απ’ τους δύο κατέληξε να κοιτάζει τους κάκτους ανάποδα στο Ελ Πάσο. Το σκέφτηκα ψύχραιμα. Δεν ήθελα να χάσω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου για μια ψωροπαντόφλα. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω δόλιες μεθόδους.
«Κράτα την, Φιντελάκο. Δεν τη θέλω», είπα με προσποιητή άνεση στον τετράποδο νάνο. Ήξερα τι κουμάσι ήταν. Ήμουν σίγουρη πως αν έδειχνα αδιαφορία θα την άφηνε από το στόμα του. Του γύρισα την πλάτη, έτοιμη να κάνω μια αριστοτεχνική βουτιά με το που θα έριχνε την παντόφλα στο πάτωμα. Παριστάνοντας ότι περιμένω το τρόλεϊ στη μέση του σαλονιού, αφουγκράστηκα. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκαν σαλιάρικα μασουλητά και ξεφυσήματα ηδονής. Γύρισα και κοίταξα. Ο Φιντέλ είχε ξαπλάρει κάτω από το φίκο και απολάμβανε την παντόφλα μου. Δεν ήμουν ο Λη Βαν Κλιφ. Ήμουν ο Αλέκος Τζανετάκος. Μετά την καρπαζιά.
Λίγο αργότερα καθόμουν καταρρακωμένη στον καναπέ και μουρμούριζα ακατάληπτα, ενώ η Ελένη και η Ξένια –που στο μεταξύ είχαν έρθει– προσπαθούσαν να με πείσουν ότι το τελετουργικό σεπούκου δεν ήταν λύση. Ούτε βέβαια το γδάρσιμο και πασπάλισμα με αλάτι του Φιντέλ.
«Έλα, μωρέ, είναι κουταβάκι ακόμα. Θα στρώσει», είπε η Ξένια. «Φιντέλ! Μη μασουλάς το φίκο!»
«Ναι, δίκιο έχει η Ξένια. Μικρός είναι ακόμα», σιγοντάρισε η Ελένη. «Ε! Θα μου σκίσεις το μπατζάκι, Φιντέλ!»
«Εξάλλου μια μέρα έμεινε», συνέχισε η Ξένια. «Φιντέλ! Μη δαγκώνεις τη μπότα μου!»
«Ε, ναι. Κάνε υπομονή κι εσύ», πρόσθεσε η Ελένη. «Φιντέλ! Μη σκάβεις το παρκέ!»
«Πήρες ταινία από το βιντεοκλάμπ;» με ρώτησε η Ξένια. «Φιντέλ! Πήγαινε πάλι το κρεμμύδι στην κουζίνα!»
«Πήρα...»
«Ναι, ας δούμε ταινία», συμφώνησε η Ελένη. «Μην τραβάς την πρίζα, Φιντέλ!»
«Πρώτα όμως ας παραγγείλουμε τίποτε να φάμε», πρότεινε η Ξένια. «Φιντέλ! Άσε κάτω το τηλεκοντρόλ!»
«Κουταβάκι… ταινία… να φάμε…» παπαγάλισα και σηκώθηκα όρθια. Ο Φιντέλ με ακολούθησε πανευτυχής. Είχε καταφέρει -άλλη μια φορά- να κάνει τους πάντες ν' ασχολούνται μαζί του. Δεν ήταν μικρό κατόρθωμα για ένα κουταβάκι.
Πήγα στο συρτάρι όπου ήξερα ότι ο Νίκος έβαζε τα φυλλάδια απ’ τα φαγάδικα. Το άνοιξα και άρχισα να ψαχουλεύω. Ανάμεσά τους πήρε το μάτι μου ένα ντιβιντί. Το έβγαλα έξω. Ήταν το South Park - Bigger, Longer and Uncut.Το δικό μου South Park. Που το είχα πληρώσει τριάντα ευρώ γιατί η πειρατεία προκαλεί καρκίνο των πνεύμονων ή κάτι τέτοιο. Που το είχα δανείσει στο Νίκο. Που τώρα ήταν smaller, shorter και definitely cut. Γιατί κάποιος είχε μασήσει με ενθουσιασμό και επιμονή τις γωνίες της χάρτινης θήκης του.
Με χέρια που έτρεμαν έβγαλα από μέσα το ντιβιντί. Πάνω στο γυαλιστερό, ασημένιο δίσκο υπήρχαν μικρά, χαριτωμένα σημάδια από τους μικρούς, χαριτωμένους κοπτήρες του Φιντέλ.
Θα τον αφαλοκόψω. Κι έπειτα θα ευνουχίσω το Νίκο. Όχι, όχι… Πρέπει να συγκρατηθώ… Πρέπει να ηρεμήσω.
«Τρέχω σ’ έναν αγρό, βλέπω απέραντα λιβάδια. Βλέπω ένα άτι», μουρμούρισα.
«Τι λέει αυτή; Τι έπαθε;» ρώτησε απορημένη την Ξένια η Ελένη και με πλησίασε.
«Είμαι εγώ ένα άτι», είπα.
«Δεν ξέρω, αλλά φαίνεται μάλλον σοβαρό», απάντησε θορυβημένη η Ξένια.
«Το δροσερό αεράκι με χαϊδεύει…»
«Να τη χτυπήσω με κάτι στο κεφάλι να συνέρθει;» ρώτησε η Ελένη.
«Ας δοκιμάσουμε κάτι λιγότερο δραστικό».
«Ηρέμησε, παιδάκι μου. Έλα να κάτσουμε στον καναπέ», μου είπε η Ελένη.
«Βλέπω γρασίδι. Βλέπω χώμα…» συνέχισα εγώ.
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι, καλύτερα να τη χτυπήσεις με κάτι», συμβούλεψε την Ελένη η Ξένια.
«Σιωπή!» φρούμαξα. «Είναι άσκηση ηρεμίας. Την έκανε ο Λάρι Λίπτον όταν κλείστηκε στο ασανσέρ ψάχνοντας για το πτώμα».
«Ποιος είναι ο Λάρι Λίπτον; Ποιο πτώμα; Μα τι λες;» ρώτησε η Ξένια.
«Ο Γούντι Άλεν».
«Τι σχέση έχει ο Γούντι Άλεν;»
«Ο Γούντι Άλεν είναι ο Λάρι Λίπτον στο Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν», εξήγησα.
«Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ όσο νόμιζα», παρατήρησε η Ελένη ανήσυχη. «Την επηρεάζει πολύ ο κινηματογράφος. Μήπως είναι προτιμότερο να μη δούμε βιντεοταινία;»
«Ε, ας μην τα παραλέμε. Απλώς έχει λόξα με το Γούντι Άλεν», είπε η Ξένια.
«Γαβ, γαβ, γαβ!» έκανε ο Φιντέλ, που είχε ενθουσιαστεί από τα δρώμενα.
«Σκασμός εσύ, δολοφόνε!» του είπα βλοσυρά.
«Τι φταίει αυτός τώρα;» ρώτησε η Ελένη.
«Σκότωσε τον Κένι», απάντησα.
«Καλά λέει η Ελένη! Δεν έχει βιντεοταινία απόψε», είπε αποφασιστικά η Ξένια. «Ειδικά αν έχεις πάρει το Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το πριόνι».
Κάμποση ώρα μετά, επιτέλους ήρεμη ύστερα απ’ την υπόσχεση της Ελένης ότι θα μου έγραφε το South Park, εξόρισα τις άλλες δύο στις πολυθρόνες κι έκανα κατάληψη στον καναπέ επικαλούμενη ψυχική οδύνη. Μου έριξαν φαρμακερά βλέμματα αλλά έδωσαν τόπο στην οργή. Ο Φιντέλ ξάπλωσε μπροστά στον καναπέ, έβαλε τη μουσούδα του πάνω στα ποδαράκια του και με κοίταξε με λατρεία. Δεν πείστηκα.
«Κακό σκυλί!» του είπα κοφτά και αυστηρά.
Μισόκλεισε τα υγρά μάτια του κι έβγαλε ένα λυγμό. Ακούστηκε ένα κλονκ! Κάποιο ελατήριο στην καρδιά μου είχε λασκάρει.
«Τέλος πάντων», είπα πιο μαλακά. «Αλλά από δω και πέρα θα είσαι καλό παιδ…»
Προτού προλάβω να ολοκληρώσω, ο Φιντέλ βρέθηκε μ’ έναν πήδο πάνω στον καναπέ. Πάνω σ’ εμένα.
«Δεν τρώγεσαι πια!» είπα μπαϊλντισμένη. «Κάτω, Φιντέλ! Κάτω είπα!»
Το σκυλί όχι μόνο έκανε το κουφό, αλλά κράτησε και κόντρα με τα γουρουνίσια ποδαράκια του για να μην μπορέσω να το σπρώξω.
«Κατέβα κάτω, βρε σατανά!»
«Άσ’ το, μωρέ, το καημένο», είπε συγκαταβατικά η Ελένη. «Δε θα κάνει και ζημιές εκεί».
«Σωστά. Εξάλλου, καναπέ δεν ήθελες;» συμπλήρωσε η Ξένια. «Πρέπει να υποστείς τις συνέπειες».
Τι να έλεγα; Έκανα τουμπεκί και την ανάγκη φιλοτιμία.
Ο Φιντέλ, θριαμβευτής άλλη μια φορά, τεντώθηκε κατά μήκος του κορμιού μου σαν υπερμέγεθες λουκάνικο κι άρχισε να γρούζει τρισευτυχισμένος.
Αφού αποφασίσαμε ότι τα σουβλάκια και η πίτσα ήταν βαριά για βράδυ, καταλήξαμε στο κινέζικο –που δεν παχαίνει κιόλας. Η Ελένη, που θα έδινε την παραγγελία, την επανέλαβε για να βεβαιωθεί.
«Λοιπόν… Έχουμε και λέμε: ανοιξιάτικα ρολά, φτερούγες κοτόπουλου, τηγανητά γουοντόν, χοιρινό τσα σάο με κινέζικα μακαρόνια, ρυζομακάρονα με κάρυ, μοσχάρι με πράσινες πιπεριές, γλυκόξινο κοτόπουλο, ρύζι ατμού, σπέσιαλ ρύζι με κάρυ, δύο τηγανητές μπανάνες με σοκολάτα, έναν ανανά με μέλι, έξι μπίρες Τσινγκ Τάο και τρία κουτάκια κόκα-κόλα».
«Λάιτ να του πεις», τόνισα.
«Ε, ναι, βέβαια», είπε η Ελένη.
«Δεν παίρνουμε και καμιά σπέσιαλ σαλάτα;» πρότεινε η Ξένια.
«Αφού είπαμε να μη φάμε πολύ, ρε συ», είπα.
«Καλά λες, ας αφήσουμε τη σαλάτα», συμφώνησε.
Αφού τηλεφώνησε η Ελένη στο κινέζικο εστιατόριο, και τους υποσχέθηκα ότι δεν θα υποτροπιάσω ξανά, μου έδωσαν άφεση αμαρτιών για τη συμπεριφορά μου νωρίτερα και πείστηκαν να δούμε το ντιβιντί που είχα νοικιάσει από το βιντεοκλάμπ. Κάτι το ξεθέωμα των ημερών κοντά στο Φιντέλ, κάτι η ζεστασιά του σκυλιού που εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένο μπροστά μου και να ροχαλίζει μακαρίως, κάτι η συναρπαστική ταινία τρίτης διαλογής που βλέπαμε, τα μάτια μου πήραν να βαραίνουν και να γλαρώνουν.
«Για δες την», άκουσα την Ελένη να λέει. «Πάλι θα ξεραθεί στον καναπέ».
«Παλιά μας τέχνη κόσκινο…» μουρμούρισε η Ξένια.
Και μετά τίποτε. Βυθίστηκα στον ύπνο.
Ξύπνησα ούτε ξέρω πόση ώρα αργότερα από μια γνώριμη μελωδία. Κάποιος, κάπου, άκουγε το Sympathy for the devil. Άνοιξα με κόπο τα μάτια μου. Το φως του δωματίου ήταν σβηστό.
Τι καλές φίλες, σκέφτηκα. Το έσβησαν για να μη μ’ ενοχλεί.
Το έργο είχε τελειώσει κι από την οθόνη της τηλεόρασης έβγαινε αχνογάλαζη λάμψη. Από την κουζίνα ακούγονταν τα μουρμουρητά της Ξένιας και της Ελένης. Μάλλον είχε έρθει η παραγγελία και ετοίμαζαν τα πιάτα. Ο Φιντέλ δεν ήταν πια ξαπλωμένος μπροστά μου. Αναμενόμενο. Έτρεχε όπου υπήρχε φαγητό. Ανακάθησα στον καναπέ. Και τον είδα.
Στεκόταν εντελώς ακίνητος ένα μέτρο πιο πέρα και με κοιτούσε διαπεραστικά. Τα μάτια του ακτινοβολούσαν και στο κέντρο κάθε ίριδας έλαμπαν κόκκινα φωτάκια. Ήξερα ότι τα μάτια της γάτας φωσφορίζουν στο σκοτάδι, αλλά δεν είχα ιδέα ότι του σκύλου κοκκινίζουν σαν πυρακτωμένα κάρβουνα.
Μπα, τρομάρα να σου 'ρθει! σκέφτηκα. Μου 'κοψες το αίμα.
«Τι κάνεις εκεί, Φιντέλ;» μουρμούρισα.
«Δε με λένε, Φιντέλ», είπε το σκυλί, με βραχνή και υπόκωφη φωνή που ακουγόταν σαν να έβγαινε από τα βάθη μιας τεράστιας σπηλιάς.
Έλα, μουνί, στον τόπο σου! Ο Φιντέλ μιλούσε!
Δεν τρόμαξα –πολύ–, ούτε πλάκωσα τον εαυτό μου στα χαστούκια για να συνέλθω. Πάντα πίστευα πως όλα έχουν μια εξήγηση. Κάτι εκπληκτικό συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου, ήταν ευκαιρία να το ερευνήσω.
«Και πώς σε λένε;» ρώτησα το σκυλί με το διάπυρο βλέμμα.
«Μy name is Legion, for we are many», απάντησε ο Φιντέλ με την προφορά του Σον Κόνερι. Όχι εκείνη που είχε στον Τζέιμς Μποντ. Την άλλη, στο Χαϊλάντερ ο Αθάνατος.
Λεγεώνα είναι το όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί, μετέφρασε μηχανικά ο εγκέφαλός μου, ανασύροντας ένας Θεός ξέρει από ποια άβυσσο το περιστατικό με το δαιμονισμένο Γαδαρηνό και το Χριστό που είχα διδαχτεί στο Κατηχητικό.
Το πράγμα γινόταν ολοένα και καλύτερο!
Για στάσου… Ξενολαλιά, επιθετικότητα, ασυνήθιστες ικανότητες... Τώρα εξηγούνταν όλα. Φιντέλ, ο δαιμονισμένος καλύτερος φίλος του ανθρώπου! Ο Νίκος είχε στο σπίτι του το σκυλί των Μπάσκερβιλ, το τετράποδο και μαλλιαρό αντίστοιχο της Ρέιγκαν στον Εξορκιστή.
Στον Εξορκιστή; Ώρες είναι να…
Δεν πρόλαβα να αποσώσω τη σκέψη μου. Ο Φιντέλ άνοιξε διάπλατα τα σαγόνια του και εκτόξευσε προς το μέρος μου μια καταπράσινη ρουκέτα. Έβγαλα μια κραυγή, βούτηξα στο πλάι του καναπέ για να την αποφύγω και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο παρκέ, μπροστά απ΄ τον καναπέ.
Η Ξένια και η Ελένη με κοίταξαν κοψοχολιασμένες από τις πολυθρόνες τους. Ο Φιντέλ, τον οποίο κόντεψα να λιώσω, χώθηκε αλαλιασμένος κάτω από το τραπεζάκι του καφέ.
«Τι έγινε…» μουρμούρισα.
«Εσύ τι λες να έγινε;» είπε η Ξένια, ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. «Έπεσες από τον καναπέ».
«Ο Φιντέλ… Γυαλίζανε τα μάτια του… Μιλούσε…»
«Το δικό σου μάτι γυαλίζει», είπε η Ξένια.
«Ηρέμησε, παιδάκι μου, όνειρο έβλεπες», με πληροφόρησε η Ελένη.
Ο Φιντέλ, στο μεταξύ, βγήκε διστακτικά κάτω από το τραπεζάκι, ήρθε κοντά μου, έκανε γαβ! και μου έγλειψε το χέρι.
«Ούτε στον ύπνο μου δε μ’ αφήνεις να ησυχάσω, σατανά», του είπα τρυφερά και του χάιδεψα την κεφάλα. «Θα μου πεις, τι φταις εσύ που μπήκαν μέσα σου τα δαιμόνια;»
Η Ελένη κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της. «Άμα λέω εγώ ότι δεν πρέπει να βλέπει ταινίες να μ’ ακούς», είπε στην Ξένια.
Mέρος Β΄
Όρθια, με τα χέρια στα πλευρά και τα πόδια ελαφρώς σε διάσταση, κοίταζα τον Φιντέλ. Στεκόταν απέναντί μου, δυο τρία μέτρα πιο πέρα, με το στέρνο προτεταμένο, την ψάθινη παντόφλα στο στόμα, και με κάρφωνε. Εκείνος ήταν ο Κλιντ Ίστγουντ, εγώ ο Λη Βαν Κλιφ, κι όλοι ξέρουμε ποιος απ’ τους δύο κατέληξε να κοιτάζει τους κάκτους ανάποδα στο Ελ Πάσο. Το σκέφτηκα ψύχραιμα. Δεν ήθελα να χάσω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου για μια ψωροπαντόφλα. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω δόλιες μεθόδους.
«Κράτα την, Φιντελάκο. Δεν τη θέλω», είπα με προσποιητή άνεση στον τετράποδο νάνο. Ήξερα τι κουμάσι ήταν. Ήμουν σίγουρη πως αν έδειχνα αδιαφορία θα την άφηνε από το στόμα του. Του γύρισα την πλάτη, έτοιμη να κάνω μια αριστοτεχνική βουτιά με το που θα έριχνε την παντόφλα στο πάτωμα. Παριστάνοντας ότι περιμένω το τρόλεϊ στη μέση του σαλονιού, αφουγκράστηκα. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκαν σαλιάρικα μασουλητά και ξεφυσήματα ηδονής. Γύρισα και κοίταξα. Ο Φιντέλ είχε ξαπλάρει κάτω από το φίκο και απολάμβανε την παντόφλα μου. Δεν ήμουν ο Λη Βαν Κλιφ. Ήμουν ο Αλέκος Τζανετάκος. Μετά την καρπαζιά.
Λίγο αργότερα καθόμουν καταρρακωμένη στον καναπέ και μουρμούριζα ακατάληπτα, ενώ η Ελένη και η Ξένια –που στο μεταξύ είχαν έρθει– προσπαθούσαν να με πείσουν ότι το τελετουργικό σεπούκου δεν ήταν λύση. Ούτε βέβαια το γδάρσιμο και πασπάλισμα με αλάτι του Φιντέλ.
«Έλα, μωρέ, είναι κουταβάκι ακόμα. Θα στρώσει», είπε η Ξένια. «Φιντέλ! Μη μασουλάς το φίκο!»
«Ναι, δίκιο έχει η Ξένια. Μικρός είναι ακόμα», σιγοντάρισε η Ελένη. «Ε! Θα μου σκίσεις το μπατζάκι, Φιντέλ!»
«Εξάλλου μια μέρα έμεινε», συνέχισε η Ξένια. «Φιντέλ! Μη δαγκώνεις τη μπότα μου!»
«Ε, ναι. Κάνε υπομονή κι εσύ», πρόσθεσε η Ελένη. «Φιντέλ! Μη σκάβεις το παρκέ!»
«Πήρες ταινία από το βιντεοκλάμπ;» με ρώτησε η Ξένια. «Φιντέλ! Πήγαινε πάλι το κρεμμύδι στην κουζίνα!»
«Πήρα...»
«Ναι, ας δούμε ταινία», συμφώνησε η Ελένη. «Μην τραβάς την πρίζα, Φιντέλ!»
«Πρώτα όμως ας παραγγείλουμε τίποτε να φάμε», πρότεινε η Ξένια. «Φιντέλ! Άσε κάτω το τηλεκοντρόλ!»
«Κουταβάκι… ταινία… να φάμε…» παπαγάλισα και σηκώθηκα όρθια. Ο Φιντέλ με ακολούθησε πανευτυχής. Είχε καταφέρει -άλλη μια φορά- να κάνει τους πάντες ν' ασχολούνται μαζί του. Δεν ήταν μικρό κατόρθωμα για ένα κουταβάκι.
Πήγα στο συρτάρι όπου ήξερα ότι ο Νίκος έβαζε τα φυλλάδια απ’ τα φαγάδικα. Το άνοιξα και άρχισα να ψαχουλεύω. Ανάμεσά τους πήρε το μάτι μου ένα ντιβιντί. Το έβγαλα έξω. Ήταν το South Park - Bigger, Longer and Uncut.Το δικό μου South Park. Που το είχα πληρώσει τριάντα ευρώ γιατί η πειρατεία προκαλεί καρκίνο των πνεύμονων ή κάτι τέτοιο. Που το είχα δανείσει στο Νίκο. Που τώρα ήταν smaller, shorter και definitely cut. Γιατί κάποιος είχε μασήσει με ενθουσιασμό και επιμονή τις γωνίες της χάρτινης θήκης του.
Με χέρια που έτρεμαν έβγαλα από μέσα το ντιβιντί. Πάνω στο γυαλιστερό, ασημένιο δίσκο υπήρχαν μικρά, χαριτωμένα σημάδια από τους μικρούς, χαριτωμένους κοπτήρες του Φιντέλ.
Θα τον αφαλοκόψω. Κι έπειτα θα ευνουχίσω το Νίκο. Όχι, όχι… Πρέπει να συγκρατηθώ… Πρέπει να ηρεμήσω.
«Τρέχω σ’ έναν αγρό, βλέπω απέραντα λιβάδια. Βλέπω ένα άτι», μουρμούρισα.
«Τι λέει αυτή; Τι έπαθε;» ρώτησε απορημένη την Ξένια η Ελένη και με πλησίασε.
«Είμαι εγώ ένα άτι», είπα.
«Δεν ξέρω, αλλά φαίνεται μάλλον σοβαρό», απάντησε θορυβημένη η Ξένια.
«Το δροσερό αεράκι με χαϊδεύει…»
«Να τη χτυπήσω με κάτι στο κεφάλι να συνέρθει;» ρώτησε η Ελένη.
«Ας δοκιμάσουμε κάτι λιγότερο δραστικό».
«Ηρέμησε, παιδάκι μου. Έλα να κάτσουμε στον καναπέ», μου είπε η Ελένη.
«Βλέπω γρασίδι. Βλέπω χώμα…» συνέχισα εγώ.
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι, καλύτερα να τη χτυπήσεις με κάτι», συμβούλεψε την Ελένη η Ξένια.
«Σιωπή!» φρούμαξα. «Είναι άσκηση ηρεμίας. Την έκανε ο Λάρι Λίπτον όταν κλείστηκε στο ασανσέρ ψάχνοντας για το πτώμα».
«Ποιος είναι ο Λάρι Λίπτον; Ποιο πτώμα; Μα τι λες;» ρώτησε η Ξένια.
«Ο Γούντι Άλεν».
«Τι σχέση έχει ο Γούντι Άλεν;»
«Ο Γούντι Άλεν είναι ο Λάρι Λίπτον στο Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν», εξήγησα.
«Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ όσο νόμιζα», παρατήρησε η Ελένη ανήσυχη. «Την επηρεάζει πολύ ο κινηματογράφος. Μήπως είναι προτιμότερο να μη δούμε βιντεοταινία;»
«Ε, ας μην τα παραλέμε. Απλώς έχει λόξα με το Γούντι Άλεν», είπε η Ξένια.
«Γαβ, γαβ, γαβ!» έκανε ο Φιντέλ, που είχε ενθουσιαστεί από τα δρώμενα.
«Σκασμός εσύ, δολοφόνε!» του είπα βλοσυρά.
«Τι φταίει αυτός τώρα;» ρώτησε η Ελένη.
«Σκότωσε τον Κένι», απάντησα.
«Καλά λέει η Ελένη! Δεν έχει βιντεοταινία απόψε», είπε αποφασιστικά η Ξένια. «Ειδικά αν έχεις πάρει το Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το πριόνι».
Κάμποση ώρα μετά, επιτέλους ήρεμη ύστερα απ’ την υπόσχεση της Ελένης ότι θα μου έγραφε το South Park, εξόρισα τις άλλες δύο στις πολυθρόνες κι έκανα κατάληψη στον καναπέ επικαλούμενη ψυχική οδύνη. Μου έριξαν φαρμακερά βλέμματα αλλά έδωσαν τόπο στην οργή. Ο Φιντέλ ξάπλωσε μπροστά στον καναπέ, έβαλε τη μουσούδα του πάνω στα ποδαράκια του και με κοίταξε με λατρεία. Δεν πείστηκα.
«Κακό σκυλί!» του είπα κοφτά και αυστηρά.
Μισόκλεισε τα υγρά μάτια του κι έβγαλε ένα λυγμό. Ακούστηκε ένα κλονκ! Κάποιο ελατήριο στην καρδιά μου είχε λασκάρει.
«Τέλος πάντων», είπα πιο μαλακά. «Αλλά από δω και πέρα θα είσαι καλό παιδ…»
Προτού προλάβω να ολοκληρώσω, ο Φιντέλ βρέθηκε μ’ έναν πήδο πάνω στον καναπέ. Πάνω σ’ εμένα.
«Δεν τρώγεσαι πια!» είπα μπαϊλντισμένη. «Κάτω, Φιντέλ! Κάτω είπα!»
Το σκυλί όχι μόνο έκανε το κουφό, αλλά κράτησε και κόντρα με τα γουρουνίσια ποδαράκια του για να μην μπορέσω να το σπρώξω.
«Κατέβα κάτω, βρε σατανά!»
«Άσ’ το, μωρέ, το καημένο», είπε συγκαταβατικά η Ελένη. «Δε θα κάνει και ζημιές εκεί».
«Σωστά. Εξάλλου, καναπέ δεν ήθελες;» συμπλήρωσε η Ξένια. «Πρέπει να υποστείς τις συνέπειες».
Τι να έλεγα; Έκανα τουμπεκί και την ανάγκη φιλοτιμία.
Ο Φιντέλ, θριαμβευτής άλλη μια φορά, τεντώθηκε κατά μήκος του κορμιού μου σαν υπερμέγεθες λουκάνικο κι άρχισε να γρούζει τρισευτυχισμένος.
Αφού αποφασίσαμε ότι τα σουβλάκια και η πίτσα ήταν βαριά για βράδυ, καταλήξαμε στο κινέζικο –που δεν παχαίνει κιόλας. Η Ελένη, που θα έδινε την παραγγελία, την επανέλαβε για να βεβαιωθεί.
«Λοιπόν… Έχουμε και λέμε: ανοιξιάτικα ρολά, φτερούγες κοτόπουλου, τηγανητά γουοντόν, χοιρινό τσα σάο με κινέζικα μακαρόνια, ρυζομακάρονα με κάρυ, μοσχάρι με πράσινες πιπεριές, γλυκόξινο κοτόπουλο, ρύζι ατμού, σπέσιαλ ρύζι με κάρυ, δύο τηγανητές μπανάνες με σοκολάτα, έναν ανανά με μέλι, έξι μπίρες Τσινγκ Τάο και τρία κουτάκια κόκα-κόλα».
«Λάιτ να του πεις», τόνισα.
«Ε, ναι, βέβαια», είπε η Ελένη.
«Δεν παίρνουμε και καμιά σπέσιαλ σαλάτα;» πρότεινε η Ξένια.
«Αφού είπαμε να μη φάμε πολύ, ρε συ», είπα.
«Καλά λες, ας αφήσουμε τη σαλάτα», συμφώνησε.
Αφού τηλεφώνησε η Ελένη στο κινέζικο εστιατόριο, και τους υποσχέθηκα ότι δεν θα υποτροπιάσω ξανά, μου έδωσαν άφεση αμαρτιών για τη συμπεριφορά μου νωρίτερα και πείστηκαν να δούμε το ντιβιντί που είχα νοικιάσει από το βιντεοκλάμπ. Κάτι το ξεθέωμα των ημερών κοντά στο Φιντέλ, κάτι η ζεστασιά του σκυλιού που εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένο μπροστά μου και να ροχαλίζει μακαρίως, κάτι η συναρπαστική ταινία τρίτης διαλογής που βλέπαμε, τα μάτια μου πήραν να βαραίνουν και να γλαρώνουν.
«Για δες την», άκουσα την Ελένη να λέει. «Πάλι θα ξεραθεί στον καναπέ».
«Παλιά μας τέχνη κόσκινο…» μουρμούρισε η Ξένια.
Και μετά τίποτε. Βυθίστηκα στον ύπνο.
Ξύπνησα ούτε ξέρω πόση ώρα αργότερα από μια γνώριμη μελωδία. Κάποιος, κάπου, άκουγε το Sympathy for the devil. Άνοιξα με κόπο τα μάτια μου. Το φως του δωματίου ήταν σβηστό.
Τι καλές φίλες, σκέφτηκα. Το έσβησαν για να μη μ’ ενοχλεί.
Το έργο είχε τελειώσει κι από την οθόνη της τηλεόρασης έβγαινε αχνογάλαζη λάμψη. Από την κουζίνα ακούγονταν τα μουρμουρητά της Ξένιας και της Ελένης. Μάλλον είχε έρθει η παραγγελία και ετοίμαζαν τα πιάτα. Ο Φιντέλ δεν ήταν πια ξαπλωμένος μπροστά μου. Αναμενόμενο. Έτρεχε όπου υπήρχε φαγητό. Ανακάθησα στον καναπέ. Και τον είδα.
Στεκόταν εντελώς ακίνητος ένα μέτρο πιο πέρα και με κοιτούσε διαπεραστικά. Τα μάτια του ακτινοβολούσαν και στο κέντρο κάθε ίριδας έλαμπαν κόκκινα φωτάκια. Ήξερα ότι τα μάτια της γάτας φωσφορίζουν στο σκοτάδι, αλλά δεν είχα ιδέα ότι του σκύλου κοκκινίζουν σαν πυρακτωμένα κάρβουνα.
Μπα, τρομάρα να σου 'ρθει! σκέφτηκα. Μου 'κοψες το αίμα.
«Τι κάνεις εκεί, Φιντέλ;» μουρμούρισα.
«Δε με λένε, Φιντέλ», είπε το σκυλί, με βραχνή και υπόκωφη φωνή που ακουγόταν σαν να έβγαινε από τα βάθη μιας τεράστιας σπηλιάς.
Έλα, μουνί, στον τόπο σου! Ο Φιντέλ μιλούσε!
Δεν τρόμαξα –πολύ–, ούτε πλάκωσα τον εαυτό μου στα χαστούκια για να συνέλθω. Πάντα πίστευα πως όλα έχουν μια εξήγηση. Κάτι εκπληκτικό συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου, ήταν ευκαιρία να το ερευνήσω.
«Και πώς σε λένε;» ρώτησα το σκυλί με το διάπυρο βλέμμα.
«Μy name is Legion, for we are many», απάντησε ο Φιντέλ με την προφορά του Σον Κόνερι. Όχι εκείνη που είχε στον Τζέιμς Μποντ. Την άλλη, στο Χαϊλάντερ ο Αθάνατος.
Λεγεώνα είναι το όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί, μετέφρασε μηχανικά ο εγκέφαλός μου, ανασύροντας ένας Θεός ξέρει από ποια άβυσσο το περιστατικό με το δαιμονισμένο Γαδαρηνό και το Χριστό που είχα διδαχτεί στο Κατηχητικό.
Το πράγμα γινόταν ολοένα και καλύτερο!
Για στάσου… Ξενολαλιά, επιθετικότητα, ασυνήθιστες ικανότητες... Τώρα εξηγούνταν όλα. Φιντέλ, ο δαιμονισμένος καλύτερος φίλος του ανθρώπου! Ο Νίκος είχε στο σπίτι του το σκυλί των Μπάσκερβιλ, το τετράποδο και μαλλιαρό αντίστοιχο της Ρέιγκαν στον Εξορκιστή.
Στον Εξορκιστή; Ώρες είναι να…
Δεν πρόλαβα να αποσώσω τη σκέψη μου. Ο Φιντέλ άνοιξε διάπλατα τα σαγόνια του και εκτόξευσε προς το μέρος μου μια καταπράσινη ρουκέτα. Έβγαλα μια κραυγή, βούτηξα στο πλάι του καναπέ για να την αποφύγω και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο παρκέ, μπροστά απ΄ τον καναπέ.
Η Ξένια και η Ελένη με κοίταξαν κοψοχολιασμένες από τις πολυθρόνες τους. Ο Φιντέλ, τον οποίο κόντεψα να λιώσω, χώθηκε αλαλιασμένος κάτω από το τραπεζάκι του καφέ.
«Τι έγινε…» μουρμούρισα.
«Εσύ τι λες να έγινε;» είπε η Ξένια, ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. «Έπεσες από τον καναπέ».
«Ο Φιντέλ… Γυαλίζανε τα μάτια του… Μιλούσε…»
«Το δικό σου μάτι γυαλίζει», είπε η Ξένια.
«Ηρέμησε, παιδάκι μου, όνειρο έβλεπες», με πληροφόρησε η Ελένη.
Ο Φιντέλ, στο μεταξύ, βγήκε διστακτικά κάτω από το τραπεζάκι, ήρθε κοντά μου, έκανε γαβ! και μου έγλειψε το χέρι.
«Ούτε στον ύπνο μου δε μ’ αφήνεις να ησυχάσω, σατανά», του είπα τρυφερά και του χάιδεψα την κεφάλα. «Θα μου πεις, τι φταις εσύ που μπήκαν μέσα σου τα δαιμόνια;»
Η Ελένη κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της. «Άμα λέω εγώ ότι δεν πρέπει να βλέπει ταινίες να μ’ ακούς», είπε στην Ξένια.
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |