Η δεσμώτις κι ο εκδότης
Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006Το δωμάτιο ήταν απίστευτα μικρό, παγωμένο, και μου προκαλούσε αίσθηση ασφυξίας. Δεν ωφελούσε πια να προσπαθώ να κοιμηθώ. Ήταν αδύνατον. Σηκώθηκα, πιασμένη και μουδιασμένη, απ΄ το μοναδικό έπιπλο –ο Θεός να το κάνει–, μια σαρακοφαγωμένη ξύλινη παλέτα γεμάτη ακίδες, στρωμένη με άχυρα. Τουλάχιστον οι ψύλλοι κοιμούνται στα ζεστά, σκέφτηκα κυνικά κι έξυσα το σημαδεμένο απ’ τα τσιμπήματα κορμί μου. Η φαγούρα δεν υποχώρησε, κι έτσι άρχισα να τρίβομαι μανιασμένα, σαν ψωριάρικο γίδι, πάνω στους πρασινισμένους και γλιτσιασμένους από την υγρασία πέτρινους τοίχους. Αναπόλησα μελαγχολικά το ζεστό κρεβατάκι μου στο σπίτι μου και αναστέναξα.
Αχ, Γιαννούλα μου! σκέφτηκα. Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους. Τι τα ήθελες τα μεγαλεία; Δε σου φτάνανε τα Άρλεκιν; Να τ’ αποτελέσματα τώρα…
Τα μάτια μου βούρκωσαν, αλλά αρνήθηκα να βάλω τα κλάματα. Για όλο αυτό το μπλέξιμο έφταιγε μόνο το ξερό μου το κεφάλι. Δεν είχε νόημα να λυπάμαι τον εαυτό μου –έπρεπε να βρω έναν τρόπο να την κοπανήσω.
Κοίταξα ολόγυρα μήπως ανακαλύψω κάτι που μπορεί να βοηθούσε και ίσως είχε διαφύγει της προσοχής μου στη διάρκεια των ημερών που βρισκόμουν εκεί μέσα. Δίπλα στο αυτοσχέδιο κρεβάτι υπήρχε ένα πλαστικό μπιτόνι με νερό ζεστό σαν κάτουρο. Από κει έπινα με φειδώ, γιατί δεν ήξερα αν και πότε θα ξανάβγαινα απ’ αυτή τη φυλακή. Σε μια γωνιά στεκόταν ένας βρομερός χαλύβδινος κουβάς για τις σωματικές ανάγκες μου. Αν και η ουροδόχος κύστη μου κόντευε να εκραγεί, δεν τολμούσα να τον ξαναπλησιάσω. Τον είχα χρησιμοποιήσει αρκετές φορές κατά την αθέλητη διαμονή μου σ’ αυτό το άθλιο μέρος, αλλά κανείς δεν είχε έρθει να τον αδειάσει. Το περιεχόμενό του, και τα κόκαλα που είχαν μαζευτεί στο πάτωμα από τα κακοψημένα κομμάτια άγνωστης προέλευσης κρέατος –μάλλον από γάιδαρο αν έκρινα από τα πελώρια παΐδια, αλλά προτίμησα να μην το πολυσκεφτώ αυτό– που μου πετούσε κάθε τόσο ο απαγωγέας μου από τη σχισμή στη μέση της χοντρής, μεταλλικής πόρτας, είχαν προσελκύσει χοντρές, αηδιαστικές πρασινωπές μύγες, που πετούσαν νωθρά μέσα στο δωμάτιο, βουίζοντας.
Πήγα και στάθηκα μπροστά στο στενό, χωρίς τζάμι, παράθυρο, και προσπάθησα να ρουφήξω λίγο καθαρό αέρα. Έριξα μια ματιά έξω και μου ήρθε σκοτοδίνη. Πήρα βαθιές ανάσες και ξανακοίταξα διστακτικά. Το κενό έχασκε και κατέληγε, πολλά μέτρα παρακάτω, σε μια πλατιά τάφρο. Από τους ξασπρισμένους, απαλλαγμένους από το παραμικρό ίχνος σάρκας, σκελετούς διαφόρων ζώων που αχνόφεγγαν στα ακίνητα μαυριδερά νερά, κατάλαβα ότι εκεί μέσα καραδοκούσε κάποια φρίκη με βράγχια. Προσπάθησα να μη φέρω στο μυαλό μου τα έργα τρόμου με ανθρωποφάγα πλάσματα που είχα δει. Ειδικά την ταινία Ιπτάμενα Πιράνχας. Σ’ αυτήν, τα κακομούτσουνα βρομόψαρα είχαν φάει πυρηνικά απόβλητα, ή κάτι τέτοιο, τους είχαν φυτρώσει φτερά και… Όχι, όχι, έπρεπε να απωθήσω αυτές τις σκέψεις! Έπρεπε να χρησιμοποιήσω το μυαλό μου για να δραπετεύσω.
Πέρα από την τάφρο, και μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, απλωνόταν ένα πυκνό δάσος. Στο μακρινό ορίζοντα υψώνονταν πελώρια, γαλαζωπά βουνά.
Πού στο διάβολο με έφερε το κάθαρμα; αναρωτήθηκα. Πού υπάρχουν κάστρα στην Ελλάδα;
Όμως και αγεωγράφητη είμαι, και ανιστόρητη. Όσο κι αν έσπασα το κεφάλι μου δεν κατάφερα να καταλάβω πού βρισκόμουν. Ακόμα κι αν κατάφερνα να βγω από κει μέσα, το πιθανότερο ήταν πως θα χανόμουν στο δάσος και δεν θα βρίσκανε ποτέ ούτε τα κοκαλάκια μου.
Είχα αρχίσει να απελπίζομαι όταν, ξαφνικά, ακούστηκε ένα δυνατό βουητό και το πάτωμα άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Σεισμός! σκέφτηκα πανικόβλητη. Η μαύρη μου η τύχη σ’ όλο της μεγαλείο. Όχι μόνο ήμουν αιχμάλωτη ενός μισότρελου εργοδότη, περικυκλωμένη από μεταλλαγμένα πιράνχας κι ένα αδιαπέραστο δάσος γεμάτο κάθε λογής πεινασμένα κτήνη, θα μου ΄πεφτε και το κάστρο στο κεφάλι (άσε που με είχαν κάνει κόσκινο οι ψύλλοι).
Πάνω που έκανα να σταυροκοπηθώ και να ζητήσω άφεση αμαρτιών –όταν ζυγώνει το τέλος όλοι θυμούνται το Θεό – το ταβάνι άνοιξε στα δύο, χρυσαφένιο φως έλουσε το δωμάτιο, άκουσα τον Elton John να τραγουδάει το «Someone saved my life tonight, sugar bear» και είδα έναν μακρυμάλλη με μουστάκα να προσγειώνεται μπροστά μου από τους ουρανούς. Φορούσε περικεφαλαία σαν του Κολοκοτρώνη, χρυσό, περίτεχνα σκαλισμένο θώρακα, λευκή φουστανέλα και κατακόκκινα τσαρούχια με φούντες. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ασπίδα, στο δεξί πύρινη ρομφαία. Φαινόταν γνωστός. Τον κοίταξα καλά καλά.
«Βρε Μανώλη, εσύ είσαι;» ρώτησα αποσβολωμένη.
«Εμ, ποιος ήθελες να είναι; Ο από μηχανής θεός; Μπουχαχαχαχά!»
«Τι γυρεύεις εδώ;»
«Ήρθα να σε σώσω…» απάντησε ο Μανώλης.
«Καλά, πώς ήξερες ότι κινδυνεύω;»
«Όλα τα ξέρω εγώ! Πού είναι αυτό το κάθαρμα να του δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος;»
«Ξέρεις και τον εργοδότη μου;» απόρησα.
«Ποιον εργοδότη; Τον εκδότη, θες να πεις».
«Τον εργοδότη, θέλω να πω. Εκείνος μ’ έχει κλείσει εδώ μέσα για να τελειώσω το βιβλίο».
«Ποιο βιβλίο; Δεν εκδόθηκε αυτό; Γράφεις κι άλλο;»
«Ε;» Δεν κατάλαβα Χριστό, αλλά προτού προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου, ο Μανώλης συνέχισε.
«Ο Μαραθιάς σε τύλιξε για τα καλά λοιπόν. Δε φτάνει που σε περιφέρει στο εκδοτικό τσίρκο σαν την ασώματο κεφαλή, σε δέσμευσε να γράψεις κι άλλο βιβλίο. Γι’ αυτό δεν ανανεώνεις πια την Κουρούνα, ε; Το είχα καταλάβει εγώ!»
«Τι είν’ αυτά που λες, ρε Μανώλη; Ποιος Μαραθιάς; Σου λέω, ο εργοδότης με κλείδωσε εδώ μέσα. Για να τελειώσω τη μετάφραση που περιμένει από το Δεκέμβρη, πήγε Μάιος κι ακόμα να την πάρει…»
«Ρε, σε ποιον τα πουλάς αυτά; Ξέρεις εσύ γιατί εξαφανίστηκες και δεν ξέρω εγώ;»
«Μα…»
«Σκασμός, χαϊβάνι! Που κάθησες και σε φίμωσε ο Αγριο-Μαραθιάς!»
«Σου λέω πως…»
«Ουρτ! Ξεπουπουλιασμένη Κουρούνα, πουλημένη στο εκδοτικό κατεστημένο! Είπα να σε γλιτώσω, μα άλλαξα γνώμη. Μέχρι να βάλεις μυαλό θα σε αφήσω εδώ, να σκεφτείς τα κρίματά σου. Μπουχαχαχαχά!»
Μ’ αυτά τα λόγια και δίνοντας έναν πήδο, ο Μανώλης αναλήφθηκε στους ουρανούς κι εξαφανίστηκε το ίδιο θεαματικά όπως είχε εμφανιστεί. Μόνο που τώρα ακουγόταν το «Sold your soul for fame» από τους Wanderers...
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |