Όταν βγήκε στη σύνταξη, ο πατέρας μου έφυγε από την Αθήνα και μετακόμισε στο μέρος όπου γεννήθηκε, ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου, ίσως το μικρότερο που έχω δει ποτέ. Από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια και δεν έχει ξαναπατήσει το πόδι του στην Αθήνα, ούτε θέλει να επιστρέψει ποτέ, μήτε για επίσκεψη. Του αρέσει εκεί που ζει, όπως ζει. Έχει πάρει μερικές κατσίκες, καλλιεργεί χωράφια, φτιάχνει τυρί, γενικώς ασχολείται καθημερινά με ένα σωρό πράγματα. Η μάνα μου, συγγενείς και φίλοι τον κατσαδιάζουν συνεχώς. «Δεν κάνει να κουράζεσαι έτσι, χριστιανέ μου, στην ηλικία σου, τζόβενο νομίζεις ότι είσαι;», «Τι πας και κοιμάσαι κάτω από τα δέντρα, ρε Αντρέα, καμιά ώρα θα σε ψάχνουμε και θα σε βρούμε τέζα». Δεν καταλαβαίνω την αγωνία τους. Αντίθετα από εκείνους, εγώ εύχομαι να τον βρούμε πεθαμένο κάποιο μέρα, κάτω από ένα δέντρο, εκεί που κάθησε να ξεκουραστεί, να φάει μια μπουκιά ψωμί και να πιει μια γουλιά νερό. Τι ωφελεί να φτάσει ένας άνθρωπος τα ενενήντα, σκεβρωμένος, ανήμπορος, ένα κουβάρι από πόνους, με την αγωνία του θανάτου στο νεκροκρέβατό του;
Όσο για μένα, ευτυχώς, μπροστά στο μπαλκόνι μου, στο κέντρο της Αθήνας, υπάρχει ένας πλάτανος.