<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d8823282\x26blogName\x3d%CE%97+%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%9D%CE%91\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://kourouna.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://kourouna.blogspot.com/\x26vt\x3d-6656590165348922955', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe", messageHandlersFilter: gapi.iframes.CROSS_ORIGIN_IFRAMES_FILTER, messageHandlers: { 'blogger-ping': function() {} } }); } }); </script>

"Α" όπως Αντρέας

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2005
Κι ενώ εγώ κάνω μαύρες σκέψεις πάνω από τον Πλούταρχο, στην όχι και τόσο μακρινή Αχαΐα γλεντάνε. Πήρα τηλέφωνο να ευχηθώ –την έκπληξη που σχεδίαζα να του κάνω σήμερα με την αλά φάντης-μπαστούνι εμφάνισή μου στο χωριό την έφαγε η μετάφραση– κι άκουσα από μέσα μουσικές, γέλια και φωνές. Ο Άλκης, ο Πάνος, η Μαίρη, η Δήμητρα, κι ο Αντρέας.
"Χρόνια πολλά, πατέρα. Και του χρόνου", του λέω.
"Γιατί είσαι βραχνιασμένη; Κρύωσες;" με ρωτάει.
"Όχι, βρε πατέρα, η γραμμή φταίει". Τι να του απαντήσω; Ότι συγκινήθηκα επειδή τους άκουσα να χαίρονται; "Άει, βρε χαζή", θα μου ΄λεγε.
Να μου ζήσεις, Αντρίκο μου, γερός και δυνατός –άλλα τριάντα χρόνια τουλάχιστον. Γίνεται;

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω

Βλέπω τον ήλιο να φωτίζει το απέναντι απ' τον τοίχο του σπιτιού μου ντουβάρι, σηκώνομαι απ' τον υπολογιστή, παίρνω μόνο την τσάντα μου, κλειδώνω την πόρτα του σπιτιού, πετάω το κλειδί στη σχάρα του υπονόμου, μπαίνω στο αμάξι και ξεκινάω γι' άγνωστο προορισμό -χωρίς να βάλω τη ζώνη μου. Σταματάω μόνο όπου μου κάνει κέφι, μένω για λίγο καιρό εκεί, γνωρίζω τους κατοίκους, γράφω τις ιστορίες τους κι έπειτα συνεχίζω το δρόμο μου. Κι όταν φτάνω στην άκρη του κόσμου, εκεί που δεν μπορείς να πας παραπέρα γιατί πέφτεις από κάτω, γυρίζω πίσω από άλλο δρόμο και κάνω τα ίδια...

Αντί όλων αυτών, πίνω τελικά ένα ντεπόν και συνεχίζω τη μετάφραση, προτού πάθει εγκεφαλικό ο εργοδότης -που είμαι σίγουρη πως θέλει κι αυτός να καταπιεί το κλειδί του και να χαθεί προς άγνωστη κατεύθυνση.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Ροδιά

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2005


Βρήκα τη Ροδιά στον Vita Moderna.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Survival kit

Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2005
Κάθε φορά που επισκέπτομαι τους γονείς μου, η μάνα μου –την οποία διαρκώς βασανίζουν σκέψεις για τον έναν ή τον άλλο τρομερό κίνδυνο που με απειλεί τώρα που δε μένουμε στην ίδια πόλη, και που δεν μπορεί πια να φοράει τη μπέρτα της να τρέχει να με σώσει– μου φορτώνει από ένα αντικείμενο που, κατά τη γνώμη της, είναι υψίστης σημασίας για τη σωματική μου ακεραιότητα «όταν τριγυρνάω στις ερημιές με το αυτοκίνητο».

Ποτέ δεν ξέρεις ποιος υπάλληλος βενζινάδικου θα σε βιάσει, ποιος πλανόδιος στα διόδια θα σου πουλήσει καφέ ή κουλούρι Θεσσαλονίκης με ναρκωτικά, ποιος σχιζοφρενής δολοφόνος θα σου κάνει οτοστόπ, ποιο λυσσασμένο σκυλί θα σου επιτεθεί για να σου δαγκώσει τον κώλο αν σταματήσεις για κατούρημα στο βουνό.

Φυσικά εκτός απ’ αυτούς τους καθημερινούς, εντελώς συνηθισμένους κινδύνους, υπάρχουν και οι άλλοι, οι αόρατοι, οι μεταφυσικοί. Άδικες κατάρες, βασκανίες, διαβόλοι και τριβόλοι περιφέρονται αδιάκοπα και περιμένουν την ευκαιρία να σου κάτσουν στο σβέρκο. Έτσι, μαζί με το σφυρί που μου έδωσε μια μέρα για να μπορώ, όπως μου είπε, να κατακεφαλιάζω οποιοδήποτε δίποδο ή τετράποδο έχει εχθρικές διαθέσεις εναντίον μου, ή για να σπάσω τα τζάμια του αυτοκινήτου αν κλειστώ μέσα (πρέπει να γίνω πιο γρήγορη απ’ τη σκιά μου για να το καταφέρω αυτό), μου ΄βαλε στο χέρι κι ένα φυλαχτό. Μου εξήγησε ότι περιείχε ένα γαρίφαλο κι ένα κομμάτι κερί από τον Επιτάφιο, που αγόρασε από τον παπά του χωριού προς πέντε ευρώ –αν σκεφτεί κανείς πόσα γαριφαλάκια έχει πάνω ο Επιτάφιος, και σε πόσα κομματάκια μπορεί να κοπεί κάθε κερί, ο παπάς πρέπει να κάνει γερή μπάζα κάθε χρόνο. Ο Αμβρόσιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος.

Με τον καιρό, λοιπόν, το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μου εμπλουτίστηκε με πράγματα απαραίτητα για την επιβίωσή μου κατά τη διάρκεια της τρίωρης διαδρομής από την Αθήνα έως τα Καλάβρυτα. Εκτός από το σφυρί και το φυλαχτό, υπάρχει μια αλυσίδα με σταυρό, ένα πλαστικό μπουκαλάκι με αγιασμό και, για να μην ξεχνάμε τις ανάγκες της σάρκας, ένα κωλόχαρτο με διακριτική, πλεχτή θήκη –ποιος είπε ότι κάτι τόσο πεζό όσο το χέσιμο δεν μπορεί να γίνει με στυλ;

Η πιο πρόσφατη προσθήκη ήταν ένα πελώριο κρητικό μαχαίρι, που η μάνα μου εμφάνισε λίγο προτού φύγω για την Αθήνα.
«Τι να το κάνω αυτό, βρε μάνα;» τη ρώτησα.
«Να το ΄χεις για ώρα ανάγκης. Μπορεί να σου επιτεθεί κάνας τρελός».
«Έχω το σφυρί».
«Ε, πάρε κι ένα μαχαίρι. Ποτέ δεν ξέρεις», είπε με νόημα.
Προτού προλάβω να σχολιάσω, μου ΄δωσε και μια μικρή τούλινη μπάλα απ’ όπου αναδινόταν μια έντονη, πολύ δυσάρεστη μυρωδιά.
«Τι ΄ν΄ αυτό πάλι;» είπα.
«Φυλαχτό».
«Τι φυλαχτό, βρε μάνα; Αφού μου ΄χεις δώσει φυλαχτό. Κι άλλο;»
«Αυτό είναι με απήγανο. Όταν φοβάσαι ότι θα συμβεί κάτι κακό, το κρατάς, λες ‘Ξορκισμένο με τον απήγανο. Στα ξύλα, στα λιθάρια, στ΄ άγρια βουνά’ τρεις φορές, φτύνεις αριστερά, μπροστά και δεξιά, κι αυτό ήταν».
«Μάνα, έχεις τρελαθεί εντελώς; Δεν το βάζω αυτό το πράμα στο αμάξι. Άσε που δεν πιστεύω αυτές τις πιπ… αυτές τις αηδίες, αλλά ζέχνει κιόλας!»
«Όλα τα ξέρεις εσύ! Μην ακούσεις ποτέ κάναν άνθρωπο», είπε φουρκισμένη. «Καλά, πάρε μόνο το μαχαίρι», συμβιβάστηκε τελικά.
«Αν με σταματήσει στην εθνική κάνα περιπολικό και το βρουν στο αμάξι, θα με μπαγλαρώσουν».
«Γιατιιί θα σε μπαγλαρώσουν;» ρώτησε σαν να μην πίστευε στ’ αφτιά της.
«Γιατί δεν επιτρέπεται να κουβαλάς μεγάλα μαχαίρια χωρίς θήκη, θεωρείται οπλοφορία».
Αυτό την ανησύχησε, αλλά όχι για πολύ. Τα μάτια της φωτίστηκαν και κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι της. Κατάλαβα ότι είχε βρει τη λύση. Πήγε στην κουζίνα κι επέστρεψε με μια πλαστική σακούλα.
«Τι να την κάνω αυτή, βρε μάνα;» τη ρώτησα καθώς μου την έδινε.
«Θα βάλεις μέσα το μαχαίρι, κι αν το βρούνε θα πεις ότι το ΄χεις για να μαζεύεις χόρτα».

Κοίταξα την επιγραφή του φονικού εργαλείου: Το κρητικό μαχαίρι μου έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή με βγάζει παλικάρι. Με φαντάστηκα να προσπαθώ να πείσω έναν καυλωμένο δικαστή Ντρεντ, σαν εκείνον που, σ’ ένα από τα ταξίδια μου στα Καλάβρυτα πέρυσι, μου ΄κοψε κλήση επειδή «έτρεχα» με 70 χιλιόμετρα σε κατοικημένη –από ασβούς και νυφίτσες– περιοχή, ότι χρειάζομαι μια εικοσάποντη καλοακονισμένη λεπίδα για να μαζεύω ζοχούς, ραδίκια και καυκαλήθρες.
«Μάνα, το ξανασκέφτηκα», είπα. «Θα πάρω και το τούλι με τον απήγανο μαζί».
Ποτέ δεν ξέρεις.




buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα

Πιπέρι!

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2005

μουνίαρχίδιαψωλήκαυλίγαμήσιμαλακοκαύληςχριστόδουλος
ξεκωλιάραπουτανάκικωλομπαράςπάτοςπούτσαγαμιέμαιβυζάρες
κώλοςψωλόχυμαμουνόψειραπουτίπαργαλάτσοςκωλάντεροφλόκια
φακλάναμαλάκαςκωλάθραμουνάρακαραπουτσαράςγαμήδικαριόλης

(συνεχίζεται εις τους αιώνας των αιώνων)

Ανανέωση: Tο είδα στον Ναυτίλο. Βρωμόστομα.

buzz it!


Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα