Στα μπλογκ
Ελληνική Λογοτεχνία και
Βιβλιοφάγος διάβασα δυο σχόλια του
Αύγουστου Κορτώ που μ΄ έκαναν και γέλασα πολύ.
Στην Ελληνική Λογοτεχνία:
Ερωτική Μπαλάντα Σ’ Έναν «Ξένο» ΣυγγραφέαΤώρα π’ ανθίσανε τα μπλόγκ και πέσαν οι προσόψεις,
είναι σαφώς πιο δύσκολο το νήμα να διακόψεις
της του εκάστου αφήγησης – καλής, ή τετριμμένης,
και για ζητήματα πολλά γνώση βαθιά λαβαίνεις.
Τζάμπα καλέ ενημέρωση, δωρεάν δημοκρατία,
(κι ελευθερία, αγάπη μου, γλυκιά ελευθερία)
απ’ άνομα συμφέροντα εκδοτών, εφημερίδων,
που εκθρέφουν τους γραφιάδες τους ως σμήνη κατσαρίδων.
Και σοβαρά: κάποια σωστά λένε τα παραπάνω,
και στην ελεύθερη έκφραση τον τεμενά μου κάνω,
κι είναι καλό ό,τι γράφεται, γιατί μέσα απ’ τις
λέξεις το σύστριγγλο εξατμίζεται – αν ξες να τις διαλέξεις.
(Αν γράφεις πάλι απρόσεχτα, κακό του κεφαλιού
σου! Είναι σαν να εμπαίζεις με την άκρη του πουλιού
σου τη σκούπα την ηλεκτρική. Αν στ’ αποκεφαλίσει,
δε φταίει. Της φάνηκε βρωμιά, κι είπε να καθαρίσει).
Μα ας μην εκτροχιάζομαι. Εγώ ήθελα να είπω
γι’ αυτό το δώρο το ύπουλο, τον δούρειον τούτον
ίππο, που μπαίνει μέσα από τα μπλογκ τα τόσο
προσφιλή και μας ζαλίζει τ’ απαυτά μας και την κεφαλή.
Την νόσο την αγιάτρευτη: τη λένε συγγραφέα,
και πάσχει από τον εθισμό να γράφει λόγια ωραία
ή άσχημα. Ανάλογα. Το χάρισμά του, βλέπεις,
του το πολιορκούνε τα συμφέροντα της τσέπης.
Α, βέβαια! Τόση προβολή, τι νόμισες, δε βγάζει
το χρόνο ένα-δυο μύρια, δυο ρετιρέ στο Γκάζι;
Κι αν πεις τα περιοδικά και μια εφημεριδούλα
σ’ αφήνουνε παρά να πάρεις μέχρι Σπετσοπούλα.
Μα είναι, θα πεις, ατάλαντοι, τους λείπει η φαντασία!
Καλολογούν ατέρμονα, φλυαρούν χωρίς ουσία!
Τους βάζουνε στη μόστρα θείοι, γκόμενοι,
γιαγιάδες, αρχισυντάκτες, σύλλογοι, μασόνοι και παπάδες!
Γι’ αυτό – για δες το θράσος τους! Ρε, θέλουν να πουλήσουν!
Πια δε χορταίνουν οι αισχροί! Πια, πόσο να πλουτίσουν;
Και θέλουνε ν’ αρπάξουνε και την μπλογκοκουβέντα
σα να κερδίζεις πάστες και να θες και τη μερέντα!
Μα τι να πεις; Ανάξιοι. Γιδοτόμαρα. Χαμένα
κορμιά, που τα μηνύματα τα έχουνε χεσμένα.
Που δε νογάνε ντιπ από καθήκοντα ιερέως
που αν τ’ αγνοεί ο συγγραφεύς, να του κοπεί το πέος!
Πού ο Μπόρχες; Ε; Πού ο Κάφκα; Πού τα ζώα οι συγγραφείς μας!
Τους βάζει πλάι στον Προυστ ποτέ ή πλάι στον Τζόυς κανείς μας;
Ποτές! Θού Κύριε! Φτού κακά! Αυτός καλέ είναι τέρας ιερό!
Που εγώ, ειδικά, τον έχω ωσάν το φως της μέρας!
Ναι – βέβαια μην το πεις ποτέ σε κανά αυτί κακό,
του Τζόυς είχα προσπαθήσει κάτι στ’ αγγλικό
πρωτότυπο να το διαβάσω, κι είχα βαρεθεί,
και με τον Κάφκα μια βδομάδα είχα κοιμηθεί.
Όμως κι αυτός ο κερατάς! Μα, να μην έχει τέλος
μήτε ένα απ’ τα βιβλία του; Κι ο άλλος, με το μέλος
που του’ λειπε; Ο γκαβός καλέ, δεν ήτανε γκαβός
ο Μπόρχες; Μα το διάβασα, το’ λεγε η Κέιτ Μος
σε μια συνέντευξή της. Έχταχτος κι ο μακαρίτης!
Μάστορας στο διήγημα, στην ποίηση τεχνίτης!
Βέβαια, την αμαρτία μου να πω, δεν τον αντέχω,
μα είναι ποσότης τραγική, πρέπει να τον κατέχω!
Όπως τον Προυστ. Καλά, κι αυτός, μα τέτοιο αγκωνάρι;
Να θες για να τον κουβαλήσεις ειδικό ζωνάρι
για κήλες! Και κοιμήσης λίγο, μούχλας, πα-πα-πα!
Καλά έλεγε ο Κούβελας τον ποιητή λαπά!
Δεν έγραφε και ποίηση; Μα το’ ξερα, σου λέω,
εγώ διαβάζω γενικώς το κάθε τι ωραίο,
ιδίως το εισαγόμενο. Α, αγάπη μου, όλα
κι όλα,δε θα χαλώ τα μάτια μου με την κάθε καριόλα
την κακομοίρα, άθλια, την κάθε κυριούλα
που εκδίδει στην Ελλάδα. Εμένα, η ψυχούλα
μου είναι ταγμένη σε υψηλά συγγραφικά ιδεώδη,
κι όχι σε συμπατριώτισσες της Πάνια και της Θώδη!
Δεν πήγα φροντιστήρια, δεν πήρα λινγκουαφόν
για να το σπαταλάω στης Αθήνας το παρόν,
σε ποταπά προβλήματα, φτηνές ψευτο-αξίες.
Α, όχι! Εμένα μ’ αφορούν μόνον οι γαλαξίες
των πεθαμένων δημιουργών. Μ’ αυτούς, είμαι ασφαλής,
να μη φανώ χωριάτισσα, μη δείξω γι’ αφελής.
Κι αν δεν τους ξέρω απ’ έξω, ε, μωρό μου, τι να
κάνω; Εγώ κυρίως στην παραλία και στ’ αεροπλάνο
διαβάζω. Η ώρα να περνά – μα όχι με μελούρα
και με ποπ-κορν ελληνικό! Να μένει και
κουλτούρα, να’ χω να λέω μεθαύριο, σ’ ένα τέιο, σ’ ένα τίλιο
για Πιραντέλλο, μάτια μου, όχι για να ένα μήλο!
Γι’ αυτό, μην ασχολείσαι. Κλείσε τώρα τα ματάκια.
Κι αδιάβαστη κι αμάθητη και με ψιλο-νευράκια,
αν λες για ξένους και νεκρούς, θα πέφτεις πάνταμέσα.
Ποιος αδειάζει τώρα άμα είναι για Έλληνα μπουχέσα
και ζωντανό. Χέσ’ τους αυτούς. Δεν έχουν ενδιαφέρον.
Τους τρώει η μιζέρια τους, το εκδοτικό συμφέρον.
Χτύπα τους μόνο. Φτύνε τους. Πάτα τους σα σκουλήκια.
Αφού αυτοί είναι κατιμάς, κι οι ξένοι; Τεφαρίκια’’
Και στον Βιβλιοφάγο:
"αγαπητοί αναγνώστες,
σαν επαρχιώτης ως το μεδούλι πού'μαι, νιώθω την επιτακτική ανάγκη να προσθέσω το - απρόσκλητο ως ίωση, πιθανώς, και κατ'άλλους ίσως περιττό ή άκαιρο - σχόλιό μου πάνω στα απαξιωτικά γραφόμενα κι επιδεικτικώς βεδλυττόμενα της πεζογραφικής παραγωγής των ημερών μας.
για τον επαρχιώτη, λοιπόν, που, ότε φέρεται τοιουτοτρόπως θα'τανε καλό να τον λέγαμε και 'χωριάταρο', ισχύει αυτό που είχε ενσταλάξει μεγαλοφυώς ο αλτάν σε μια βινιέτα του΄ έδειχνε λοιπόν τσιγγάνα μάγισσα να διαβάζει την παλάμη τυπάκου τινός, προσπαθώντας ν'ανιχνεύσει την μελλούμενη ευτυχία του, κι αυτός της απαντούσε απερίφραστα: "δε μ'ενδιαφέρει η ευτυχία μου. μ'ενδιαφέρει η δυστυχία των άλλων."
είναι λοιπόν ανάγκη διακαής του χωριάταρου, και δη εκεινού που με αριστερά ή διανοητικά άλλοθι θαρρεί πως έχει απεκδυθεί της χωριαταρίλας του, να διατρανώνει κάθε τόσο την απαξίωσή του αν όχι την αποστροφή του απέναντι στα εντόπια προϊόντα διανόησης, λίγο-πολύ όπως οι προ εόκ δασμοσκλαβωμένοι έλληνες λαχταρούσαν ως πνοή θεού τα εισαγόμενα προϊόντα, πιστεύοντάς τα φύσει και θέσει και ποιότητι ανώτερα.
έτσι, είναι λογικό κι ως ένα σημείο συγκινητικό στην αφέλεια και την αξεστίλα του, να βλέπεις μεγαλοσχήμονες κριτικούς, πού'ναι δε στην πλειοψηφία τους κακοπληρωμένοι και μίζεροι, με άλλοτε άλλου βαθμού ερωτική δυσπραγία, με άλλοτε άλλης λύσσας ιδιότητες συγγραφέως/διανοουμένου μανκέ (και με προεξάρχουσα την χωριαταρίλα στη γραφή και το μένος των) να επιτίθενται στα εγχώρια συγγραφικά προϊόντα, εξυμνώντας λόγου χάρη σε εντιτόριαλ την τάδε μελέτη για τα πόμολα στη βασιλεία του Καρλομάγνου ή για τον καρκίνο ωοθηκών στις φώκιες όπως αυτός ποιητικά αποτυπώθηκε απ'τον ισλανδό ποιητή Ξύστ Ορκίντιασσον, ενώ παράλληλα τινάζουν λασποξερατά χλεύης κι αποτροπιασμού επί της ποταπότητος ημών/υμών των εν ελλάδι γραφόντων κι εκδιδομένων (τους οποίους συχνά, μέσα στο παραλήρημά τους οι έρμοι, φαντάζονται ως αμύθητα πλούσιους χάρη σε τιποτένια βιβλία, και με ζωές πιθανώς αστέρων του χόλλυγουντ, χαρισμένες από την σκανδαλώδη ευμάρεια και τα σατανικά πι-αρ με την κοινωνική αφρόκρεμα).
ωστόσο κι η χωριαταρίλα έχει τα όριά της. δεν είναι δυνατόν ένα περιοδικό που, όπως όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά, ουδέν κοινωνικό εμβαδόν και έρμα διαθέτει στα πλήθη των αναγνωστών, ένας περιφρονημένος εδρόσπογγος που επιζεί χάρη στη διαφημιστική ελεημοσύνη των εκδοτών και την παραγωγή των συγγραφέων, να φκιάνει προλόγους οίησης που μήτε οι νομπελήδες κι οι γκονκούρηδες δε θα τολμούσαν να εκδηλώσουν.
κάποια στιγμή, πρέπει και σ'αυτή την καψερή τη χώρα να γίνει νόμος μεταξύ των βιβλιοφάγων, έστω, η αυτονόητη, αξιωματική θέση πως το είδος των βιβλίων που διαβάζεις δεν σε κάμνει κοινωνικώς ανώτερο (με προνόμια ταξικά σχεδόν) οργανισμό, αλλά είναι απλώς ζήτημα επιλογής/διάθεσης του χρόνου σου, προς τέρψιν, πρωτίστως, και προς διαφώτισιν, άμα και τύχει.
απολογούμαι για τη δριμύτητα, ωστόσο, προσπαθώντας επί έτη πολλά ν'αποξέσω απ'τον ψυχισμό μου τα χούγια του χωριάτου, διαολίζομαι να βλέπω την τρισχειρότερη χωριατιά να ενδύεται χλαμύδα πορφυρά.
αύγουστος κορτώ"