Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα
Σάββατο, Ιουνίου 25, 2005Ήταν τρεις το πρωί. Δικαιώνοντας τον πατέρα μου -που όταν μ’ έβλεπε μικρή ν’ αρχίζω το διάβασμα γύρω στις δέκα το βράδυ έλεγε «το στραβό γαϊδούρι με το φεγγάρι βόσκει»-, τέτοια ώρα δουλεύω, ή καλωδιώνομαι στο Ίντερνετ, ή βλέπω ταινίες, ή κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κοιμάμαι. Εκείνη τη νύχτα ωστόσο είχα ξεραθεί σαν κούτσουρο, έπειτα από κούραση ημερών, και ονειρευόμουν μακαρίως όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Πετάχτηκα αλαφιασμένη και περίμενα ν’ ακούσω τον τηλεφωνητή. Πήρε μπροστά στο τέταρτο κουδούνισμα.
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σαστισμάρας απ’ την άλλη άκρη της γραμμής -όπως γινόταν κάθε φορά που κάποιος άκουγε αυτό το μήνυμα-, κι έπειτα μια άγνωστη φωνή είπε, «Εεε… Τη Γιάννα θέλω. Είναι ανάγκη».
Από το μυαλό μου πέρασαν τρία διαφορετικά σενάρια.
α) Πέθανε κάποιος δικός μου.
β) Αρρώστησε κάποιος δικός μου.
γ) Πήρε φωτιά ο κώλος μας (σ' αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες, επιστρατεύσεις, στρατιωτικές επαναστάσεις, πυρηνικός όλεθρος).
Άρπαξα το ακουστικό. «Παρακαλώ;» είπα
«Γιάννα εσύ;»
«Ναι, εγώ. Ποιος είναι;»
«Ο Γιώργος».
«Ποιος Γιώργος; Ξέρω καμιά εικοσαριά Γιώργηδες».
«Έλα τώρα! Ο Γιώργος…» είπε με νόημα ο άγνωστος.
«Της κυρα-Γιώργαινας; Ο πονηρός;»
«Έχεις κέφι, ε;»
«Ναι, κάθε πρωί στις τρεις με πιάνει μια ανεξήγητη ευδιαθεσία. Πες μου τώρα ποιος είσαι γιατί θα κλείσω το τηλέφωνο».
«Πω πω, ρε παιδάκι μου! Πάντα τέτοια ήσουν. Τζαναμπέτα».
«Ε, να κλείσω τότε για να σταθώ στο ύψος της φήμης μου. Άει καληνύχτα…»
«Περίμενε, ντε! Ο Γιώργος από το Φάληρο είμαι, ο φίλος του Ντίνου».
Δεν είμαστε καλά! σκέφτηκα. Αυτός ο Γιώργος ήταν ένας παλιός γνωστός του αδερφού μου, που μεταξύ μας τον αποκαλούσαμε «ο πυροβολημένος». Τόσοι και τόσο δοκιμάσανε τα νερά του Φαλήρου, αυτός που τα ‘χε δίπλα του –για κακή μου τύχη– δε μπήκε ποτέ στον πειρασμό.
«Πώς σου ήρθε να μου τηλεφωνήσεις;» ρώτησα απορημένη.
«Ε, ήθελα να τα πούμε λιγάκι. Περίεργο είναι;»
«Αν σκεφτεί κανείς ότι είναι τρεις το πρωί και έχω να σε δω εφτά χρόνια, ναι, είναι κάπως περίεργο. Πού βρήκες το τηλέφωνό μου;»
«Είδα τυχαία τον αδερφό σου στο δρόμο και μου το έδωσε».
Ο αδερφός μου πρέπει να μου το κρατούσε από τότε που ήμαστε μικροί και τον είχα δέσει μ’ ένα χοντρό καλώδιο στο αναμμένο καλοριφέρ επειδή τον ζήλευα. Σημείωσα νοερά στο μυαλό μου να τον αφαλοκόψω την επόμενη φορά που θα τον έβλεπα.
«Σου συμβαίνει κάτι;» ρώτησα.
«Χτύπα ξύλο! Τι να μου συμβαίνει; Είπα μήπως ήθελες να πιούμε ένα καφεδάκι».
«Στον ύπνο σου μ' έβλεπες; Δεν μπορούσες να με πάρεις αύριο;»
«Μα τώρα θέλω να πιούμε το καφεδάκι».
«Στις τρεις το πρωί; Έπειτα από εφτά χρόνια;»
«Μην κολλάς σε λεπτομέρειες».
«Δεν πίνω καφεδάκια μες στ’ άγρια μεσάνυχτα. Με πιάνει εκνευρισμός».
«Θα φροντίσω να σου περάσει».
«Δεν το ‘πιασα αυτό».
«Λέω… Θα φροντίσω να σου περάσει ο εκνευρισμός».
«Αυτό το άκουσα. Με ποιο τρόπο θα το καταφέρεις δεν κατάλαβα».
«Έλα που δεν κατάλαβες…»
«Είναι περασμένη ή ώρα, δεν παίρνω στροφές. Εξήγησέ μου».
«Ε, να, θα σου κάνω αγκαλίτσες».
«Εννοείς ότι θες να γαμηθούμε;» Άκου… αγκαλίτσες.
«Μα πώς μιλάς έτσι; Είναι ανάγκη να είσαι τόσο ωμή;»
«Με συγχωρείς. Η ζέστη, τα λόγια του παπά… Εννοείς ότι θες να κάνουμε έρωτα;»
«Γιατί όχι; Εμείς οι δύο έχουμε μια ιστορία».
«Τι ιστορία, ρε Γιωργάκη; Πριν από εφτά χρόνια είχαμε πάει διακοπές εγώ, ο αδερφός μου, η κοπέλα του, εσύ, και η φίλη μου η Βάσω, και πηδήχτηκες με τη Βάσω».
«Ναι, αλλά μου είχες πει ότι με συμπαθούσες».
Εμ… Δε σκέφτομαι προτού ανοίξω το ρημάδι μου.
«Ε, και;»
«Τι ‘ε, και;’ Έτσι αρχίζουν όλα. Από τη συμπάθεια».
«Έχουν περάσει εφτά χρόνια από τότε».
«Τι σημασία έχουν εφτά χρόνια;»
«Μπροστά στην αιωνιότητα;»
«Όχι, μπροστά στην καύλα».
«Μα πώς μιλάς έτσι; Είναι ανάγκη να είσαι τόσο ωμός;» τον ειρωνεύτηκα, όμως ο Γιωργάκης ήταν αποφασισμένος.
«Δεν το θέλω… Με ανάβεις».
«Τι σε άναψε απ’ αυτά που είπα; Από κλινικό ενδιαφέρον ρωτάω».
«Άρχισες τα τρελά σου, ε; Να, αυτό μ’ ανάβει. Που είσαι τσαούσα».
«Ε, άμα σ’ ανάβει αυτό, να σου πω μερικές χριστοπαναγίες, να χαϊδευτείς, να τελειώνουμε».
«Τι να κάνω;»
«Να μαλακιστείς, να τον παίξεις… πώς το λένε;»
«Έχεις αλλάξει πολύ, το ξέρεις; Δε μιλούσες έτσι εσύ».
«Πού να με δεις κιόλας».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι από τότε που με ήξερες έχω πάρει τριάντα κιλά».
«Δε με νοιάζει. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία».
Να και παροιμίες ο Γιωργάκης!
«Πάλι καλά που δεν είπες ότι μόνο ο εσωτερικός κόσμος μετράει».
«Με δουλεύεις;»
«Όχι. Πώς σου ‘ρθε τώρα αυτό;»
«Άσε τ’ αστεία και πες μου. Να ‘ρθω;»
«Όχι».
«Τι όχι;»
«Όχι, να μην έρθεις».
«Δηλαδή τώρα μου λες ότι δεν θες να έρθω;»
«Ναι, τώρα σου λέω ότι δεν θέλω να έρθεις».
«Δηλαδή αρνείσαι;»
«Αρνούμαι, ναι».
«Να μην έρθω δηλαδή;»
«Γιωργάκη, μιλάμε σαν τους πρωταγωνιστές του Φώσκολου. Τελευταία φορά. Δε θέλω να έρθεις».
«Γιατί;»
«Έχω γκόμενο, ρε παιδάκι μου, πώς το λένε;»
«Είναι καλύτερος από μένα;»
«Ναι, είναι καλύτερος από σένα».
«Αποκλείεται».
«Ε, άμα σου λέω…»
«Άμα με δοκιμάσεις θ’ αλλάξεις γνώμη».
«Μόνο τη φέτα δοκιμάζω, Γιωργάκη. Όχι τους άντρες».
«Και πού είναι τώρα ο γκόμενός σου;»
«Στο σπίτι του».
«Άμα ήταν καλός θα τον είχες στο κρεβάτι σου».
Πόση υπομονή να κάνει ένας άνθρωπος;
«ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ, ΡΕ;» γκάριξα σαν τη Σαπφώ Νοταρά.
«Πω πω πω! Πώς κάνεις έτσι; Πολλά νεύρα βλέπω. Μήπως έχεις τα ρούχα σου;»
«Ε, ΝΑΙ, ΕΧΩ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ!» Τις ευκαιρίες πρέπει κανείς να τις αρπάζει απ’ τα μαλλιά.
«Ηρέμησε, κορίτσι μου… Γιατί δε μου το ‘λεγες από την αρχή και μου τσαμπούναγες για γκόμενους και κολοκύθια; Σιγά μην άντεχε γκόμενος μαζί σου».
«Ξέρεις να μιλάς σε μια γυναίκα».
«Έλα τώρα! Φίλοι είμαστε, ας μην κρυβόμαστε. Πάντως έπρεπε να μου το πεις. Εγώ σέβομαι τα γυναικεία θέματα. Θα σ’ αφήσω να ξεκουραστείς και θα σε πάρω σε καμιά βδομάδα. Σύμφωνοι;»
Δόξα σοι, ο Θεός ημών, δόξα σοι!
«Σύμφωνοι».
«Καληνύχτα, μωράκι μου».
«Καληνύχτα!» είπα και κατέβασα το ακουστικό.
Να μην ξεχάσω να τηλεφωνήσω το πρωί στον ΟΤΕ για να μου αλλάξουν το νούμερο, σκέφτηκα και γύρισα πλευρό.
Kι άλλο, κι άλλο!
έκραξε Η Κουρούνα |